Όρος που παίρνει το όνομα του από το γνωστό ιταλικό ζυμαρικό, προσδίδοντας στη λέξη μια πιο αστεία χροιά.
Αποδίδεται στο γνωστόν φέτα-γυμνασμένο.
Όρος που παίρνει το όνομα του από το γνωστό ιταλικό ζυμαρικό, προσδίδοντας στη λέξη μια πιο αστεία χροιά.
Αποδίδεται στο γνωστόν φέτα-γυμνασμένο.
Got a better definition? Add it!
Σημάδι στο αριστερό συνήθως χέρι, μεγέθους νομίσματος των είκοσι λεπτών, προκαλούμενο υπό του εμβολίου κατά της ευλογιάς που γινόταν με εξασθενημένο ιό από νοσούντα βοοειδή (δαμάλια). Κατά την εφαρμογή του εμβολίου άνοιγε πληγή στο δέρμα του χεριού που διαρκούσε μέχρι τρεις εβδομάδες (αν όλα πήγαιναν καλά). Παλιότερα κάτι έκαναν και με κάτι ξυράφια αλλά δεν τον κόβω κιόλας.
Το συγκεκριμένο παράσημο εικάζω ότι σταμάτησε να απονέμεται στην αρχή της καλόγουστης δεκαετίας.
Τάργκετ γκρούπ ήταν τα παιδιά από δέκα ως δώδεκα χρόνων τα οποία συνήθως ήταν δεξιόχειρες, άντε και αμφίχειρες, και καθώς τα περισσότερα ήταν είτε μαθητές είτε χειρώνακτες έτρωγαν το εμβόλιο στο χέρι που και καλά δεν χρειαζόντουσαν άμεσα στην καθημερινότητά τους για το χρονικό διάστημα που διαρκούσε ο πόνος .
Η λέξη προέρχεται απο το Ιταλικό vaccina που θα πει εμβόλιο, στα Εγγλέζικα vaccine.
Η όλη διαδικασία λέγεται και δαμαλισμός.
Κι ητανε ενα εμβολιο του δαμαλισμου το λεγανε, μαλλον για να μη γινουμε δαμάλια μεγαλωνοντας, που βγηκε επικινδυνο και το αποσυρανε οταν ητανε η σειρα του να το κανω, και μεχρι να βγει το καινουργιο η μανα μου το ξεχασε, και δε τοκαμα ποτε, μαλλον γιαυτο γινηκα μοσχαρα μεγαλωνοντας, αλλα κανεις δε μας ειπε τι απογινανε τα παιδακια που χανε προλαβει να το κανουνε απο εδώ
Τα πιο συνηθισμένα προφυλακτικά εμβόλια είναι τα εξής: τ' αντιδιφθεριτικά και αντιτετανικά, τ' αντιτυφοπαρατυφικά, το αντιφυματικό, γνωστό σαν εμβόλιο του Καλμέτ, το αντιλυσσικό, το αντιπολιομυελιτικό, που γίνεται ενδομυϊκά, ή από το στόμα, το αντιευλογιακό ή δαμαλισμός, όπως επιστημονικά λέγεται, επειδή το μικρόβιο αρχικά πολλαπλασιάζεται στο δέρμα των δαμαλιών, το αντικοκιτικό και το εμβόλιο ενάντια στην ιλαρά.απο εκεί
«Διάλεξις επί της αγελαδινής ευλογιάς». Τέλος, το τέταρτο ήταν το κεφάλαιο «Εύρεσις της δαμαλίδος ή δαμαλισμού, κοινώς λεγομένης Βακκίνας», στο βιβλίο του ιατρού Σεργίου Ιωάννου, «Πραγματείας Ιατρικής, τόμος πρώτος περιέχον επίτομον Ιστορίαν της Ιατρικής Τέχνης», Κωνσταντινούπολις 1818. Ας σημειωθεί ότι ο όρος δαμαλισμός, όπως διαπιστώνεται από την έρευνα, εισάγεται στην ελληνική ιατρική ορολογία, το 1802. ....και .........
Απαριθμεί όλες τις χώρες της Ευρώπης, στις οποίες γρήγορα διαδόθηκε και είχε αρχίσει, μe νόμο να εφαρμόζετai στα παιδιά. Μάλιστα, αναφέρει ότι στη Ρωσσία το 1800 η αυτοκράτειρα «ωνόμασε Βακσινόφ το πρώτον υποτεθέν παιδίον εις αυτήν την πράξιν » του εμβολιασμού... από παρέκει
Got a better definition? Add it!
Άπαντες οι εργαζόμενοι αναμένουν με ιδιαίτερη λαχτάρα τις καλοκαιρινές διακοπές για να αντιστρέψουν τις επιπτώσεις του ετήσιου, εργασιακού ξεμπαταριάσματος (εξ ου και το γνωστό κλισέ «...να φορτίσω τις μπαταρίες μου...»). Οι εκδρομείς, είτε αδειεύονται με στόχο το πλήρες ρέκλιασμα, είτε με στόχο πολλαπλές δραστηριότητες (βλ. εκδρομές, αγροτουρισμό, άθληση) στην συντριπτική τους πλειοψηφία, μεταβάλουν τις ενδυματολογικές και συχνά κοινωνικές συνήθειες/φραγμούς που υπό Κ/Σ προσδιορίζουν την καθημερινότητα τους.
Σ’ αυτούς, προστίθενται φυσικά και οι μαθητές/φοιτητές, οι οποίοι ως τυχεροί αποδέκτες του υψηλότατου επιπέδου εκπαίδευσης που προσφέρει το φροντιστ… εχμ, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αμολιούνται αλαλάζοντας στα νησιά της επικράτειας, συνήθως με στόχο την αναβίωση της Ιλιάρδας ως αντίδοτο στην Πανελληνίαση, τον πραγματικό φόρτο σχολής αλλά και τον «φόρτο» «σχολής». Εξαίρεση οι Κνίτες, οι οποίοι σπεύδουν στις κολεκτίβες της Τασκένδης, και οι προοδευτικοί που αναχωρούν για Ίφκινθο συνοδεία παρεακίου και αρχηγού.
Η από Ανοίξεως έκρηξη των ορμονών η οποία το θέρος φτάνει στο ζενίθ σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες της υπερήφανης χώρας μας και το γνωστό ελληνικό ταμπεραμέντο, επιτρέπουν την μαζική υιοθέτηση μικρών ή συνολικών (+ όλο το ενδιάμεσο φάσμα) αλλαγών στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά των παραθεριστών.
Ο προορισμός των διακοπών σαφώς και μπορεί να εντείνει (Μάϊκονος) ή να κάμψει (Καλαμπάκα) το φαινόμενο αυτό, ωστόσο σε γενικές γραμμές, οι ήρωες μας παραδίδονται στην ελευθερία που τους προσφέρει η εκτός συνήθους εργασιακού/κοινωνικού κύκλου (έστω προσωρινή) διαβίωση. Η ελευθερία αυτή φτάνει στο υπερθετικό, συνδυαζόμενη αφενός με την ανεμελιά και αφεδύο με το «ευαγγέλιο» της καλοκαιρινής αδείας: «έλα μωρέ σε διακοπές είμαστε» = «δεν θα μας δει κανείς οπότε κάνε ότι θες».
Φτάνοντας εδώ ο αναγνώστης, αναρωτιέται για το μέγεθος της προηγηθείσας εισαγωγής και το γεγονός ότι το λήμμα μας δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Μην απελπίζεσαι πιστέ σλανγκοφανατικέ! Η εισαγωγή θέτει το απαραίτητο κοινωνικοοικονομικοφυλετικό υπόβαθρο για να κατανοήσεις την ρίζα του κακού: τα ρέστα του καλοκαιριού…
Τα ρέστα του καλοκαιριού λοιπόν, είναι η μεταφορά/συνέχεια στην «έδρα μας», των ενδυματολογικών αλλαγών ή/και συμπεριφορών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των διακοπών. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς από την εισαγωγή, όσο πιο δυναμικά έχουν παίξει οι διάφορες παράμετροι, τόσο πιο κωμικοτραγικό είναι το αποτέλεσμα άμα τη επιστροφή στο κλεινόν άστυ.
Η ουσία εδώ, είναι η απόλυτη άρνηση για απεμπλοκή από την ψυχολογία των καλοκαιρινών διακοπών και αφού οι διακοπές στο νησί είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με ένα σκασμό μαλακίες που κάναμε, αυτές πρέπει να συνεχιστούν και στο σπίτι. Προσοχή, τα ρέστα δεν αφορούν σε άτομα τα οποία ντύνονται/συμπεριφέρονται μόνιμα έτσι.
Έχουμε λοιπόν:
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαζικοποίηση των παραπάνω μοδών καθώς η γνωστή επιχειρηματικότητα του Έλληνα έχει διασπείρει τα σχετικά «προϊόντα» σε όλους πλέον τους τουριστικούς προορισμούς ανά τη νησιωτική χώρα. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυταπάτη των ατόμων αυτών ότι και καλά τα σχόλια των γύρω τους (όπα μεγάλε!, για δες αλλαγές!, κλπ.) είναι δείγματα θαυμασμού και αποδοχής, ενώ το σύνολο των παραπάνω θα πρέπει να ξορκίζεται στο πυρ το εξώτερο μαζί με τα πήλινα σταμνάκια-καρδερίνες και τα μπουκάλια κουμ-κουάτ που δίνονται σε γονείς για να έχουν κάτι να θυμούνται...
Εντός λήμματος.
Got a better definition? Add it!
Ο αθλητής του καραφλάζ, ο αφήνων καράφλα μέχρι το σβέρκο, ο ασκεπής μαλλιών.
Ε, την άλλη μέρα δεν θα λες στον κολλητό σου και την παρέα πως «είμαι ένας μαραφλιάπας και σιγά μη μού καθότανε η Μόνικα», αλλά πως «πάνω που το γκομένακι γουστάριζε τρελά (τη σαπιοκοιλιά μου), πετάχτηκε ένας ξεσκέπαστος και μού έκανε χαλάστρα»...απο ποδοσφαιρομπλόγκ ( γινεται αναφορα σε γλόμπο διαιτητή).
-Εγω θα το σκεπασω σημερα Crying γιατι ειμαι καλο παιδι και με πεισατε αλλα ετσι και δεν βρεξει, δευτερα μεσημερι ΟΛΟΙ σπιτι μου να το ανοιξουμε παλι ενταξει;;;;;
-Προλάβατε όλοι να τα σκεπάσετε;
Κανείς ξεσκέπαστος;
-Μόνο εγώ λόγω φαλάκρας..αποεδώ
Got a better definition? Add it!
Οι κοινές σηκωμάρες, καθώς το εν στύσει πέος δημιουργεί εξωτερική εμφάνιση στο εσώρουχο παρόμοια με εκείνη ενός αντίσκηνου.
Λέγεται επίσης τέντα και κατάρτι. Αγγλιστί, pitch a tent.
- Μου έγινε αντίσκηνο όταν την είδα μ' εκείνο το μίνι.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος /-α που έχει γεμίσει με πολλές τρύπες.
Μερικές υποπεριπτώσεις:
Κάποιος που έχει φάει πάρα πολλές σφαίρες. Λέγεται σαν γκανγκστερική απειλή: «Θα σε κάνω σουρωτήρι». Σε μη πραγματικές συνθήκες χρησιμοποιείται και από gamers. Βλ. και θα σε γεμίσω κουμπότρυπες, ράβω.
Κάποιος που έχει κάνει πολλά piercing. Υπάρχει και η έκφραση γκόμενα- σουρωτήρι.
Στα ομαδικά αθλήματα (ιδίως ποδόσφαιρο και μπάσκετ) μια διάτρητη άμυνα ή το τέρμα του τερματοφύλακα, ή συνεκδοχικώς, ο τερματοφύλακας.
Παρ' όλο που δεν στέκει ακριβώς (πολλές τρύπες), σουρωτήρι χαρακτηρίζεται ενίοτε και ο πολυγαμημένος κώλος, ιδίως σε υβριστικές απειλές τ. «θα σου κάνω τον κώλο σουρωτήρι».
Θεσμοί, διαδικασίες που είναι διάτρητοι ως μη έδει. Λ.χ. νομοθεσία, σύνορα, σφράγιση θεμάτων σε εξετάσεις κ.τ.ό.
Ίσως το καταλάβουν μόνο αν τους απειλείσεις ότι θα τους κάνεις σουρωτήρι έτσι και ξαναπεράσουν τα σύνορα παράνομα (εδώ)
δυστηχως δεν με συγκινει καθολου η ιδεα πλεον να κρυβομαι πισω απο αντικειμενα προκειμενου να φαω καποιον αθορυβα, προτιμω να ερχομαι face 2 face και να τον κανω σουρωτηρι αδιαφορωντας αν θα χτυπησει συναγερμος (εδώ)
Γυναίκα- σουρωτήρι: Η Elaine Davidson μπήκε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες γιατί έχει επάνω της 6.005 σκουλαρίκια από τα οποία τα 1500 είναι βαλμένα σε εσωτερικές κοιλότητες!
(εδώ).
Το αποτέλεσμα είναι οτι από το 70' και μετά παρουσιάσαμε μια μεσαία γραμμή Ελβετικό τυρί και μια άμυνα σουρωτήρι που έμπαζαν από παντού (εδώ).
ΟΣΟ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΑΝ ΚΑΥΛΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΣΟ ΤΑ ΠΕΡΝΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΚΡΑΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΓΑ ΟΤΙ ΘΑ ΤΗΣ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥΡΩΤΗΡΙ (εδώ)
Ελλήνων αφύπνιση. Σουρωτήρι η νομοθεσία από τον κάθε επιτήδειο (εδώ).
Got a better definition? Add it!
Νεόκοπη -και εκπληκτική κττμγ- σλανγκιά των μποντιμπιλντεράδων.
Ερημιά είναι η κατάσταση της απόλυτης γράμμωσης. Όταν κάποιος έχει στεγνώσει εξολοκλήρου. Όταν ίχνος υποδόριου λίπους δεν έχει απομείνει πάνω του. Όταν το δέρμα του έχει γίνει λεπτό σαν του φιδιού, διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο.
Ερημιά, διότι τόση στέγνα μόνο στην έρημο θα συναντήσεις. Εκεί που σταγόνα νερού δεν έχει απομείνει -ας μην ξεχνάμε ότι στο τελευταίο στάδιο της γράμμωσης, καναδυό μέρες πριν τους αγώνες, οι μπίλντερς χτυπάνε διουρητικά (π.χ. lasix) για να αποβληθούν όλα τα υποδόρια υγρά (για το λίπος δεν συζητάμε καν, την έχει τιγκανά προ πολλού).
Ως αποτέλεσμα της εξαντλητικής αυτής δίαιτας, οι μπίλντερς πριν τους αγώνες αποκτούν μια εξαϋλωμένη όψη ασκητή / ερημίτη αγίου της χριστιανικής παράδοσης: ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια κάτασπρα γουρλωτά που νομίζεις θα πεταχτούν έξω απ' τις κόχες τους, ζυγωματικά που εξέχουν γυαλίζοντας, βλέμμα σκιαχτικό, «πρωτόγονο», πεινασμένο... Το Μπαρόκ μας έχει κληροδοτήσει μια τεράστια παρακαταθήκη τέτοιων εξαθλιωμένων μέσα στο μεγαλείο τους μορφών αγίων (π.χ. Άγιος Ιερώνυμος, αρχετυπικός ερημίτης-ασκητής και αθλητής του πνεύματος).
Ένα σώμα-ερημιά, με τα μυώδη εξογκώματά του, μοιάζει με γυμνό βραχώδες τοπίο, ξερό κι άνυδρο, σαν τα βουνά του Αφγανιστάν όπου οι αμερικλάνοι βρίσκουν το μάστορή τους απ' τους ταλιμπάν...
Στους αντίποδες της ερημιάς βρίσκονται οι παχύσαρκοι, τα σώματα των οποίων μπορούν να παραβληθούν με εδάφη πλούσια και εύφορα, τίγκα στο λίπος-λίπασμα και το νερό...
Όσο κι αν οι μπίλντερς επιζητούν την ερημιά, ώστε να κατέβουν κάργα κομμένοι στο διαγωνισμό, δεν παύουν στιγμή να αγχώνονται μήπως το παράχεσαν με την απώλεια βάρους και έχασαν πολύτιμο κρέας, δηλ. αγνή μυική μάζα... Γι' αυτό και αμέσως μετά τον αγώνα πλακώνονται σε ό,τι σαβούρα βρουν μπροστά τους, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν γρήγορα το χαμένο έδαφος. Δεν είναι σπάνιο να συναντήσεις μπιλντερά πριν τον αγώνα, σφαγμένο μέχρι αηδίας, να ψευτοκλαίγεται με φράσεις τύπου: «πω ρε πούστη, ερημιά έμεινα, σαν τον άγιο Ονούφριο...»
Η ερημιά είναι δηλ. ένας τρόπος να επιστήσεις την προσοχή του συνομιλητή σου στο πόσο πολύ έχεις γραμμώσει, χωρίς να καταφύγεις σε εκφράσεις αμιγούς κομπασμού, τ. φέτες, άγριος, τούμπανο, χαρτί κ.ο.κ. Με την ερημιά τονίζεις και την αρνητική πλευρά του πράγματος (ότι έμεινες μισή μερίδα), έχοντας όμως πετύχει το πρωταρχικό: να επιδείξεις το θωμαστό επίτευγμά σου... Αποσπάς δηλ. τεχνηέντως την benevolentia του συνομιλητή σου, που πιθανότατα θα σπεύσει να σου απαντήσει κάτι σε στυλ: «έλα ρε συ, τι λες τώρα, αλφάδι είσαι, ας ήμουνα κι εγώ το μισό από σένα»...
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση κατά την οποία περπατάει ξυπόλυτος, είτε γιατί δεν έχει μαντήλι να κλάψει, πόσο μάλλον παπούτσια να φορέσει, είτε γιατί την έχει δει New Age ότι με γυμνά πέλματα είναι σε επαφή με την ενέργεια της Γης, είτε για οποιονδήποτε λόγο μπορεί να γεμίσει κάπως αυτόν τον ορισμό για να μην πάει άκλαυτος από αυτούς που βαθμολογούν καλά μόνο τους σεντονοειδείς!
Το φαινόμενο της ξυπολυταρίας είναι πολύ συχνό στα μικρά παιδιά που αλωνίζουν ξυπόλυτα όλο το σπίτι και μετά πατάνε wild and free σε μαξιλάρια, σεντόνια, τοίχους, ταβάνια κτλ και τα μετατρέπουν σε δείγματα διαφήμισης του Ariel: αν έχεις το κοινό καθαριστικό, [τη γάμησες]!
(παππούς στο εγγόνι)
- Πάλι γυρνάς ξυπολυταρία βρε Νικολάκη;; Βάλε τις παντόφλες σου!
- Action man, είναι σούπερ δυνατόοοος!!!!
Θ - Έχω σφουγγαρίσει καλά το σπίτι, αν θέλεις μπορείς να γυρνάς ξυπολυταρία!
C - (τρίβωντας το ξύλινο πάτωμα με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και ικανοποιημένος από τον χαρακτηριστικό ήχο)
Τρίζει από καθαριότητα!!
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).
«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309
«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364
Γκάγκανο σημαίνει:
ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.
Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.
Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.
Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).
Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.
Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).
Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.
την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.
- Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.
Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.
- Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!
5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.
5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)
7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ίγκλα είναι ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι δέρματος που περνά κάτω από την κοιλιά του γαϊδουριού, προκειμένου να στερεώσει το σαμάρι στη ράχη του ζώου.
Μτφ.: ο ατημέλητος.
Ο Μήτσος γυρίζει ξεΐγκλωτος από 'δω κι από κει με τα πουκάμισά του έξω.
Got a better definition? Add it!