Further tags

Επίθετο που προέρχεται από την εκφορά στα ελληνικά του αρκτικόλεξου BDSM (=Bondage, Discipline, Dominance, Submission, Sadism, and Masochism). Αυτολεξεί: Δέσιμο /Πειθαρχία, Κυριαρχία και Υποταγή, Σαδισμός και Μαζοχισμός. Η Δομινατρίχη παίζει εδώ σημαντικότατο ρόλο.

(από δω)
Μόνο που σας διαβάζουν και νεόκοπα μέλη του φόρουμ των οποίων θέλετε- δε θέλετε διαμορφώνετε την –ας την ονομάσουμε – πρώιμη μπιντιεσεμικη κουλτούρα.

Υπάρχει ένα ζωντανό και πολύ δυνατό δίκτυο υποτακτικών, το οποίο βεβαίως δεν μπορείς να γνωρίζεις, εκτός εάν γίνεις κι εσύ υ. Το δίκτυο αυτό διέπεται απο συγκεκριμένους κανόνες, άγραφους, εξειδικευμένους και μπιντιεσεμικότατους. Και βέβαια, τους ασπαζόμαστε ωραιότατα μεταξύ μας...:)

Ως λιγο μεγαλυτερη εχω ζησει ομορφες εποχες ευγενειας ( και ζω ακομη ας ειναι καλα ο Κυριος μου) σ ενα κοσμο μη μπιντιεσεμικο χωρις πρωτοκολα αλλα με κανονες καλης συμπεριφορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εκ L.A. ορμώμενη αμερικλανιά που θέλει αυθόρμητα πλήθη και συγκεντρώνονται αστραπιαία σε δημόσιους χώρους (συνήθως μετά από ιντερνετικό κάλεσμα), να κάνουν κάποιο κουλαριστό χορογραφικό ή άλλο εικαστικό μπροστά σε ανυποψίαστους περαστικούς και στη συνέχεια να τιγκανά σε χρόνο ντετέ. Το βινδεάκι θα αναρτηθεί στο συσιφόνι με την ελπίδα να γίνει βάιραλ. Εκ του αγγλικάνικου flash mob (αστραπόχλος ή μπακαλοφλασιά). Συγγενικό με τα smart mob, τα οποία όμως προβάλουν κάποιο κοινωνικό, πολιτικό ή επιχειρηματικό χάπενινγκ.

Στο ημέτερο L.A., τα φλάσμομπ δουλεύονται σχεδόν αποκλειστικά από διαφημιστές (σμαρτ μομπ) καθώς είμεθα ξύπνιοι και ουχί αμερικλανάκια. Ο Ε.Ο.Τ. πρόσφατα λάνσαρε σε παγκόσμια πρώτη και μια εγχώρια παραλλαγή, το στούπιντ μομπ (μπακαλοφλασιά): πρόκειται για κακογυρισμένη και στερούμενη κάθε καλτίλας ντεμεκιά με πληρωμένους κομπάρσους και πανάκριβη παραγωγή στο Λονδίνο που προβάλει την κατά τα λοιπά ευειδέστατη Όλγα Κεφαλογιάννη και χρεώνεται στον ήδη κουρεμένο εγχώριο φορολογούμενο.

- Οσο για την «επιτυχια». Ναι, ειμαστε πολυ ευχαριστημενοι. Δωσαμε 75,000 για 1,000 views στο Youtube, δλδ 75 ευρω / view. Λες και μετα τις σκηνες πολεμου στο Συνταγμα, θα δουν οι ξενοι το «φλασμομπ» (τρομαρα σας) και ενα απροσδιοριστο τσουρμο να τους καλωσοριζει...απο τον Ταμεση (ελεος) και θα κανουν ουρα να ερθουν στην Ελλαδα. Ελα μπορεις, δεν θελει πολυ μυαλο..
(αναφορά στο στούπιντμομπ τση Όλγας, εδώ)

- Η τραγωδία του φλας-μομπ στην ελλάδα είναι ότι το δουλέυουν μόνο διαφημιστές. (εκεί)

- Στο τέλος ο Κωστής καταλάβει το λάθος του, τζιαι λείπει του τζιαι ποχεί την τζιαι οργανώνει ξανά ένα φλασμομπ τζιαι παίρνει την τζιαμέ τζιαι λαλεί της ότι εν κάμνει δίχα της........Φιλιούνται αγκαλιάζουνται!
(τζειαχαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλάδος μπλε χαπάκι μπορεί να παραπέμπει, για το ευρύ κοινό, σε διεγερτικά χάπια τύπου βιάγκρα, κουλουπές χημείες αποκατάστασης της πεσμένης ανδρικής σεξουαλικότητας...

Για τους ψαγμένους, όμως, δηλαδή, για αυτούς που ακροβατούν ανάμεσα στους κόσμους πολεμώντας με απόκρυφα θηρία, άγνωστες τεχνολογίες και «το σύστημα», γενικότερα, για όσους σηκώνονται από καναπέδες-ντιβάνια-συνειδησιακά φέρετρα, το «παίρνω το μπλε ή το κόκκινο χαπάκι» είναι ένα μούρλια «ματριξο-σλανγκ», ευρύτατα διαδεδομένο σε οργανισμούς, ομάδες και έντυπα ακτιβισμού, εναλλακτικών θεωριών, κουλουπού.

Αναλυτικότερα, παίρνω το μπλε χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει συμβιβάζομαι, υπαναχωρώ, μπαίνω στη γυάλα των ονείρων μου για ασφάλεια και συνειδησιακό θάνατο, στήνω κωλαράκι, τα κάνω γαργάρα, γίνομαι λαγός, «μάλιστα, κύριε προϊστάμενε (σλουρπ)», «πάτερ, την ευχή σας (χλατς)»....

Αντίθετα, παίρνω το κόκκινο χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει δεν ανέχομαι, αγωνίζομαι για τα ιδανικά μου, επαναστατώ, υψώνω ανάστημα, «ξέρεις ποιος είμαι γω ρεεεε;», κ.α. διότι είμαι και γω ένας Νήο του δημόσιου φορέα, του ρεπορτάζ, του τουρισμού, του παραγοντισμού, κουλουπού, γενικότερα, του επιπέδου δράσης μου...

  1. - Είδες η λουκρητία ο Θωμάς; Εκεί που τον έκανες καλά κι έβαζε τα κλάμματα μας το γύρισε σε Ηρακλής! Τον έκανε τ' αλατιού το μάστορα!
    - Τι Ηρακλής; Αυτός πήρε το κόκκινο χάπι κι έγινε Νήο! Άλλαξε διάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό cocooning, όπου cocoon = το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, της κάμπιας κλπ.

Κάνω κοκούνινγκ σημαίνει αποκηρύσσω για ένα διάστημα φίλους, παρέες, μπαράκια κλπ και κλείνομαι μέσα στο προστατευτικό περίβλημα του σπιτιού μου όπου έχω προηγουμένως αποθηκεύσει:

  1. ποσότητα έτοιμων φαγητών, παγωτού και σοκολάτας ικανή να αντιμετωπίσει την επαύριο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
  2. ένα καπνοχώραφο τσιγάρα, ή/και μια φυτεία - αναλόγως
  3. τα 'Φιλαράκια' - την πλήρη σειρά DVD 1994-2004, δηλ. 238 επεισόδια (πιστέψτε με, το έχω ψάξει).

Για το διάστημα που διαρκεί το κοκούνινγκ απλώς σέρνομαι από το κρεβάτι στο ψυγείο και από το ψυγείο στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση και τούμπαλιν. Δεν απαντώ στο τηλέφωνο και φυσικά δεν βγαίνω έξω - δεν έχω λόγο να πάω καν στο περίπτερο ή στην Έβγα διότι αυτά τα έχω προβλέψει.

Όταν κοκούνινγκ κάνει ένας άντρας μόνος του, κάπου στο μείγμα μπαίνει και PC ή παιχνιδομηχανή π.χ. τρεις σαιζόν Championship Manager απνευστί. Όταν κοκούνινγκ κάνει μια γυναίκα μόνη της, γίνονται απαραίτητα διάφορα χουχουλιάρικααντικείμενα, μάσκες προσώπου κλπ. Κοκούνινγκ μπορεί να κάνει κι ένα ζευγάρι, αλλά η ισορροπία είναι ασταθής και δεν διαρκεί πολύ. Μετά το αναπόφευκτο σεξ του πρώτου 24ωρου, η γυναίκα θέλει να χουχουλιάσει, ο άντρας θελει να πάει στο κομπιούτερ, καβγαδίζουν και τελικά λένε 'δεν πάμε και μια βόλτα να δούμε και κάναν άνθρωπο'. Κοκούνινγκ με πάνω από δυο άτομα π.χ. ένα ζευγάρι κι ένας φίλος/-η ή δυο ζευγάρια, καταγράφεται μεν, αλλά συνήθως μετεξελίσσεται σε πάρτι με ούζα.

Ιδανική διάρκεια για κοκούνινγκ είναι ένα Παρασκευο-σαββατο-κύριακο. Μπορεί να τραβήξει μέχρι τετραήμερο, άντε πενθήμερο, αν βολέψουν οι αργίες. Ο,τιδήποτε πάνω από πενθήμερο είναι ανησυχητικό και ελέγχεται ως σύμπτωμα κατατονικής κατάθλιψης.

Κοινωνικά, το κοκούνινγκ ανθεί σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας καθώς είναι ένας καλός τρόπος περιορισμού των εξόδων. Είναι επίσης εύσχημος τρόπος αποφυγής της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τις εξόδους του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου κλπ.

- Λέμε να πάμε Σέλι το Σαββατοκύριακο, είσαι;
- Μπα, για κοκούνινγκ με βλέπω ... οι καιροί γαρ χαλεποί ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).

Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.

  1. - Είδες το νέο γκόμενο της Μαρίας*;
    - Ναι.
    - Μιλάμε είχαμε πάει για μπάνιο, και έχει τον άμπζολουτ κώλο!!!!
    - Έχει όμως και ωραία γκριζογαλάζια μάτια.
    - Αλλά κυρίως άμπζολουτ κώλο!!
    - Λολ φιλενάδα.....
  • φανταστικό όνομα.
  1. - Θα έρθεις το βράδυ στο Άνιμαλ**;
    - Αμπζοφακινλούτλυ!!!!!
    - Έτσι μπράβο!

** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.

(από Mr. Cadmus, 22/01/12)Αψολούτ φιάλη (από Vrastaman, 22/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιη ελληνική ηχητική απόδοση (που όμως βγάζει και νόημα) του «I can't get no satisfaction», τίτλου / στίχου τραγουδιού των Rolling Stones. Εκφράζει απόλυτα -όσο και διακωμωδεί- την απόγνωση του έλληνα άντρα προς την γυναίκα που, και καλά, τον τρελαίνει. Και, παραδόξως, συμπληρώνει επάξια την (ελληνικής ερμηνείας πάλι) σημασία του στίχου των Stones: I can't get no satisfaction, σο, δεν αντέχω, θα τη σφάξω.

Έχει χρησιμοποιηθεί, αν θυμάμαι σωστά, και σε διαφήμιση για κατσαριδοκτόνο (;).

- Δεν την αντέχω άλλο, ρε πούστη μου, θα την καρυδώσω!
- «Δεν αντέχωωω, θα την σφάξωωωω!»
- Κορόιδευε μαλάκα, κορόιδευε...

(παρακαλώ κάποιον χρήστη, ακούει τζίζας;;;, να ανεβάσει ηχητικό μύδι με τον στίχο αυτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία του Τζίμη Πανούση, προερχόμενη δηλονότι από το life-style και τον Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, τουπίκλην Στάλιν.

  1. Η κυρίως έννοια είναι το λαϊφστάιλ των σκληροπυρηνικών κουκουέδων, δηλαδή η απόλυτη αντίθεση στο καπιταλιστικό λαϊφστάιλ. Πρόκειται για το στυλ της Παπαρήγα της καλής, για ένα στυλ, όπου πρυτανεύει η απλυσιά, οι αξύριστες μασχάλες και, στις συντρόφισσες, φούστες τ. χριστιανόφουστα, γενικά όλα όσα μπορούν να εμπνεύσουν επαναστατική αλληλεγγύη και συντροφικότητα, αμέριστη αφοσίωση στον επαναστατικό αγώνα και σεξ απήλ μόνο για τεκνοποίηση των μελλοντικών μελών του κόμματος (trivia: sex στα λατινικά σημαίνει κόμμα). Επίσης, παντελή αδιαφορία για παρακμιακά φαινόμενα, όπως image-making, debates κ.ο.κ.

  2. Η παραπάνω είναι η ορθόδοξη έννοια. Με την ευρεία έννοια ο όρος μπορεί να χαρακτηρίσει το λαϊφστάιλ κάθε αριστερίζοντος, έτσι όπως περιγράφεται γλαφυρά σε λήμματα του athens as it really is, του Χαλικούτη, του Ιησού κ.ά. Λ.χ. πρόκειται για το λατέρνατιβ στυλ ενός νεανία αλτερνιού, που δεν έχει απαραίτητα ασχημindie, αλλά μπορεί και να έχει ομορφindie. Περιλαμβάνει οπωσδηπότουσλυ διακοπές στην Ίφκινθο και μαγείρεμα με το αλάτι από την μπαρικάδα Ιφκίνθου, χαϊμαλιά, τζιβομπίχλες, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Με ευρύτατη καθόλου ορθόδοξη έννοια μπορεί να δηλώσει και το λάιφσταϊλ συνασπισμένου νεανία με μπόλικη τσίπρα μέσα του, κουκουλοφλώρου ή και το στυλ της διαδήλωσης.

  3. Τέλος, μπορεί καταχρηστικά να χρησιμοποιηθεί και για το ψαγμένο λαϊφστάιλ ψαγμένου αριστεροκράτη Μαρξ εντ Σπένσερ, που στην ιδανική αισθητική περίπτωση μπορεί να αποτελεί το αντίστοιχο του ναζιάρη στο έτερο άκρο του πολιτικού φάσματος (άλλωστε τα άκρα συμπίπτουν). Χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι εστέτ Luchino Visconti, Heiner Muller και πολλοί άλλοι.

Ασίστ: Vrastaman.

«Από την εποχή του Λωτ μέχρι την εποχή του Λόττο το λαϊφστάιλ παίζει σημαντικό ρόλο στο πλασάρισμα των πολιτικών αρχηγών εκτός από την περίπτωση της συντρόφισσας της Αλέκας όπου σε αυτή την περίπτωση διαφοροποιείται κάπως και γέρνει προς το λαϊφστάλιν με τα δολοφονικά πατρόν της Ιωσηφίνας της δολοφονικής λούγκρας του βορρά με το παχύ μουστάκι». (Τζίμης Πανούσης, Δούρειος Ήχος, 1/6/09).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πηγαίνεις κάπου και δεν το ξέρει κανείς, (αφού κανείς δεν ασχολείται μαζί σου), φροντίζεις να το μάθουν όλοι (μήπως και ασχοληθεί κάποιος).

Στον κόσμο των εξυπνόφωνων τα check-ins έγιναν καθημερινή συνήθεια. Ανακοινώνουμε στον ψηφιακό μας περίγυρο πού πάμε για καφέ, πού τρώμε, πού πίνουμε, πού χορεύουμε, πού διασκεδάζουμε, πού κοιμόμαστε.

Αλλά επειδή ο χρόνος είναι χρήμα και εμείς τεμπέλικα όντα, θελήσαμε να γίνονται όλα αυτόματα. Και φτάσαμε να μη μας ρωτάει κανείς αν θέλουμε να διαλαλήσουμε την παρουσία μας σε ένα δημόσιο (ή μη) μέρος, με αποτέλεσμα πολλές... παρεξηγήσεις και άβολες καταστάσεις. Γιατί ποιος δεν έχει πέσει ποτέ θύμα ενός check-in;

Είναι αλήθεια, σχεδόν κανείς δεν έχει γλιτώσει. Και αν είστε από τους τυχερούς, δεν αργεί η στιγμή που θα την πατήσετε, χωρίς να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα. Κάποιο check-in θα σας βρει στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή και κάποιο συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια που δε θέλετε να το δει, θα το δει. Και τότε θα είναι αργά. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε με συγκεκριμένα παραδείγματα, νομίζω όλοι καταλάβατε πως η τεχνολογία μπορεί να μας «κάψει» σε τέτοιες περιπτώσεις.

1. «Ας κάνουμε ένα ομαδικό τσεκιν οτι βλέπουμε Παπαφλέσσα. Παλιοακατέδεκτοι» (τουίτ για την Πρώτη φορά Αριστερή παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2015)

2.
- Έλα ρε που είσαι - Για ποτακι - Γιαυτό σε πήρα μια χάρη φιλαράκι θα με κάνεις ένα τσεκιν να μη βγαίνω βραδιατικα;

  1. Σημερα στο φμπ εχει περισσότερα «καλημέρα και καλή βδομαδαααα» κ απο τσεκιν στο Βέρτη τη κυριακη

  2. Ελεος ρε μαλακα η αλλη εκανε τσεκιν στο νεκροταφειο!!ψόφος κωλοζωα

  3. Πήγαμε για καφέ με την @milediiiiiii σε μια εκπληκτική καφετέρια ξεχάσαμε να κάνουμε τσεκίν και τώρα ντύνομαι πάω να την πάρω να ξαναπάμε

  4. Βλεπω τσεκιν σας με φωτο στο φβ και σκεφτομαι κι' εγώ ετσι για τον πουτσο φαίνομαι οταν κανω τα ίδια;

  5. Η αλλη και σε βόθρο να κανει τσεκιν ο πρωην μου λαικ θα της κανει

8.
ό λ α
ε ί ν α ι
δ ρ ό μ ο ς
αλλά κυρίως τσεκίν

(από Khan, 26/03/15)Το "τσεκίν σε νεκροταφείο" που λέει κι η Σούλτω... (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική φράση που αποδίδεται στον Βαμβακούλα και δείχνει αφενός άγνοια αγγλικών, αφετέρου είναι μια χιουμοριστική απάντηση σε περίπτωση που κατηγορείται κάποιος για κάτι και το αρνείται.

(Μτφ) - Έκανα εγώ φαουλ; Γιατί;

- Είσαι λάθος, ρε Κωστή! Παραδέξου το...
- Me foul? Because?

(από poniroskylo, 10/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified