Φράση που χρησιμοποιεί κάποιος όταν βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση, συνώνυμο του «χέστα κι άστα».
- Έλα ρε, πως πήγες στο διαγώνισμα;
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα!
Φράση που χρησιμοποιεί κάποιος όταν βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση, συνώνυμο του «χέστα κι άστα».
- Έλα ρε, πως πήγες στο διαγώνισμα;
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα!
Got a better definition? Add it!
Πηδάω/γαμάω κάποιον. Χρησιμοποιείται συνήθως μεταφορικά. Βλέπε και ψωλιά.
- Πόσο ήρθε ο αγώνας;
- Πέντε-μηδέν... Μας ψωλιάσανε κανονικά!
βλ. και τη γάμησες, την πουτσίζω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του ρήματος μοντάρω. Πράξη η οποία σε βγάζει από μπελάδες, εξασφαλίζει λούφα, φορτώνει το φταίξιμο σε κάποιον άλλο, κτλ. Συντάσσεται με ρήματα τύπου βρίσκω, κάνω, κτλ.
- Ωχαδερφέμ τι σκοτίζεσαι τώρα, όλο και κάποια μόντα θα βρούμε...
Got a better definition? Add it!
Είναι το ανάποδο γαμώτο στην κυριολεξία (αν και τονίζεται στην λήγουσα αντί στην παραλήγουσα).
- Πώς είναι αυτή ρε; Σαν οτωμάγ είναι με αυτό το τζιν.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει έλλειψη οργάνωσης και συγκέντρωσης σε κάποιο χώρο (συνήθως εργασίας).
- Έχουν βαρέσει διάλυση στην πολεοδομία, πήγα να κάνω τα χαρτιά μου και δεν έβρισκα τους μισούς υπαλλήλους που με παρέπεμπαν να δω!
- Δημόσιο, τι περιμένεις...
Got a better definition? Add it!
Έχω διακοπτόμενη λειτουργία του εγκεφάλου είτε λόγω δυσλειτουργικής διάταξης των σχετικών νευρώνων είτε λόγω κάποιου σκουρδουμπλούκου που μου 'χει κάτσει, είτε γιατί τόσο μου κόβει ρε παιδάκι μου.
Συνήθως αναφέρεται και σε περιπτώσεις όπου το δυστυχές υποκείμενο είναι τόσο μπερδεμένο που αντιμετωπίζει και προβλήματα στην ομιλία του και κομπιάζει, θυμίζοντας αυτοκίνητο που έχει τραβήξει σκουπιδάκια στη μηχανή. Δράμα δηλαδή και μη γελάει κανείς με τον πόνο του συνανθρώπου του. Ντροπής πράγματα...
- Εεεε, δηλαδή, εννοώ ότι...
- Τι ρε Νώντα;
- Ρε παιδί μου, αφού... Δηλαδή... Έεε...
- Εξ και ξερός ρε μαλάκα. Ρετάρεις και μας έχεις γκαστρώσει. Βγάλτο να τελειώνουμε!
Got a better definition? Add it!
Λέξη χωρίς νόημα που υποδηλώνει ακαταστασία, μπάχαλο, μπέρδεμα, κλπ.
- Πήγα να πληρώσω στην εφορία και με είχανε 50 λεπτά και περίμενα για ένα κωλόχαρτο, τέτοια γκαντεμιά δεν είχε ξαναγίνει. Το κτίριο ήταν άδειο, ήμουν μονο εγώ εκεί μέσα, και πάλι δεν μπορέσανε να εξυπηρετήσουν. - Καλά τώρα, σουμουντρούκουλου...
Βλ. και σχετικό λήμμα σκουρδουμπλούκου
Got a better definition? Add it!
Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.
Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...
Got a better definition? Add it!
Κάνω κάτι διαφορετικό από το αναμενόμενο για να μην καρφωθώ, να μην προδοθώ, για να παραπλανήσω, ρίχνω στάχτη στα μάτια.
Κάθε βράδυ μόλις φεύγει ο άντρας της για τη δουλειά τρέχει να τον συναντήσει. Κάτι μυρίστηκε ο άλλος, κάτι ακούστηκε στη γειτονιά, και αυτή η πονηρή τα τελευταία βράδια μένει σπίτι για ξεκάρφωμα.
Got a better definition? Add it!
Η μαλακία, εννοείται. Στο άκρον άωτον.
Φανταστείτε μια παρέα αγόρια να την παίζουν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα -ή, πιο απλά, τους καλεσμένους μιας στάνταρ τηλεοπτικής εκπομπής να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους- και η μαλακία να αναβλύζει ως πίδακας σε ποσότητα τέτοια και με ορμή τέτοια που να φτάνει ως το ταβάνι και να το βάφει άσπρο. Κι αν νομίζετε ότι αυτά είναι υπερβολικά πράγματα και δε γίνονται, μπορείτε, σας παρακαλώ, να εξηγήσετε πώς και τα ταβάνια έχουν συνήθως χρώμα άσπρο;
Συγγενείς εκφράσεις: ασπρίζω τοίχους, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά.
- Δεν έχει το θεό του ο Μάκης... Μαζεύει τους δέκα πιο απιστεύταμπολ μαϊντανούς και η μαλακία που ακούς βάφει ταβάνι... Κι αν δε με πιστεύεις, πάμε να δούμε το βίντεο...
Βλ. και βάφω τοίχους
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified