Further tags

Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.

Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για ευνόητους λόγους.

- Τι έγινε τελικά ρε Γιώργο, το πιτσίλισες το μώρακι χτες;
- Άσε ρε μάγκα, έμπλεξα με παρθενοπιπίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Μία μάλλον δυσάρεστη κατάσταση για την πλειοψηφία των ανθρώπων, αλλά πάλι όρκο για κανέναν δεν παίρνω.

Ο ποιητής εννοεί προφανώς το βραστό αυγό και μάλλον αυτό που μόλις βγήκε από το μπρίκι. Αν το μέγεθος (ειδικά αν είναι δίκροκο), η θερμοκρασία και η πιθανότητα ατυχήματος από τα τσόφλια συνδυαστούν, το αποτέλεσμα είναι άσ 'τα να παν.

Στα αυγά μάτια και στην ομελέτα τα πράγματα είναι βέβαια ευκολότερα λόγω της απουσίας του προβλήματος του μεγέθους και της σκληρότητας, αλλά η θερμοκρασία συνεχίζει να προβληματίζει.

Ο έχων το αυγό στον κώλο μεταφορικά (δεν συζητάω καν το κυριολεκτικόν του πράγματος) έχει καθήσει στον άξονα των ψ, στον άξονα του z, είναι στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, γενικώς ο κώλος του δουλεύει υπερωρίες και δεν τις πληρώνεται.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκφραση έχει εφαρμογή καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά κατά τις άγιες μέρες του Πάσχα η χρήση της καλό θα ήταν να συνοδεύεται από επεξήγηση του τύπου mit porden nicht vafen avgen για να μην υπάρχει παρανόηση για το λόγο εισαγωγής του αυγού στον κώλο.

1
- Πάμε το βράδυ στο ματς;
- Ποιο ματς ρε μεγάλε... Έχω να παραδώσω μία εργασία αύριο το πρωί στις 8 στο μάθημα του Καραμπαρμπούτσαλου κι έχω το αυγό στον κώλο.

2 - Κλάφ' τα Χαράλαμπε. Είναι 15 του μήνα και πάπαλα τα φράγκα.
- Έεεετσ! Μόνο αν φτάσει το αυγό στον κώλο θα σταματήσεις ν' αγοράζεις συνέχεια μαλακίες και να ξοδεύεις σα να μην υπάρχει αύριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω.

Γιώργο συγκοινωνείς σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγει το σκατό από τον κώλο και ξαλαφρώνεις.

Ααααχ! Έχεσα και ξεστουμποκώλιασα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμός!

- Με τη βροχή έγιναν τα παπούτσια μου κλωτσοπατινάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημη κατάσταση! Κάνω μανούρα, κάνω φασαρία, ζητάω τον λόγο, χειρονομώ και φωνάζω, μπλέκομαι σε καυγά.....

  1. - Ρε συ γυναίκα, αμάν μ' αυτή τη μανούρα σου κάθε βράδυ... Πού ήσουνα και πού ήσουνα! Στο καφενείο με τα παιδιά ήμουνα...

  2. - Καλά ρε αφεντικό, με μανουριάζεις επειδή άργησα δέκα λεπτά την παραγγελία;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτεράντζα, όχι και πολύ καλής ποιότητας.

Παρά την ευρέως κρατούσα άποψη ότι προέρχεται από το bus class και αναφέρεται σ' αυτούς που λόγω χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν με το λεωφορείο, είναι μάλλον πιθανότερο να προέρχεται από το basse classe, όπου basse σημαίνει κάτω και classe σημαίνει τάξη. ΟΚ, πάλι έχει μία ταξικότητα ως έκφραση αλλά τουλάχιστον απενεχοποιούνται έτσι οι αστικές συγκοινωνίες και είναι πλέον politically correct και για τα υψηλά εισοδήματα να τις χρησιμοποιούν. Ουφ...

Παίζει και ως μπασκλασαρία.

  1. - Για την Λίτσα τι λες;
    - Πολύ μπασκλασαρία ρε αδερφάκι μου.

  2. Είπα να χτυπήσω ένα μεταχειρισμένο παπάκι να κάνω τη δουλίτσα μου και μου την πέσανε όλοι ότι είναι λέει πολύ μπας κλας και θα ρίξω το επίπεδο μου.

  3. - Πώς ήταν χθες το πάρτι;
    - Δεύτερο μεγάλε. Πολύ μπας κλας. Το κέτερινγκ μάπα, τα ποτά μπόμπες, ο κόσμος άσ' τα να παν'. Σε μισή ώρα την έκανα και πήγα για ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified