Further tags

  1. Χρησιμεύει ως έκφραση απόγνωσης και εγκατάλειψης. Καθιερώθηκε στον Ε.Σ.

  2. Απευθύνεται σε κάποιον που έχει παράλογες απαιτήσεις / συμπεριφορά.

  1. -Πω πω μαλάκα, συνέχεια στο χωσίδι σε έχουν, πώς την παλεύεις; -Άσε, δεν την παλούλου καθολούλου!

  2. -Ο διευθυντής με έστειλε πάλι για σουβλάκια πρωινιάτικα! Πάει καλά; -Δεν την παλούλου το άτομο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γαλλικού savoir-vivre (προφέρεται «σαβουάρ-βίβρ» και είναι οι περίφημες «συνταγές» για καλούς τρόπους). Με τον όρο αυτόν περιγράφεται ο χοντροκομμένος άνθρωπος ή αυτός /-ή που παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Ωραία γκόμενα η Στέλλα και πολύ σαβουάρ-βίβρ, φίλε μου...
- Τι σαβουάρ-βιβρ και μαλακίες... επειδή έχει τζακούζι στο σπίτι της και κρυστάλλινα ποτήρια; Σιγά και τη μόστρα... Θες να πεις σαβούρα-βίβρ... Δεν θυμάσαι που στον γάμο της πήγε στην εκκλησιά μασώντας τσίχλα;
- Έλα ντε... Και φορούσε και στριγκάκι... Ωραία περάσαμε εκείνη τη μέρα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό düzen (= αρμονία), σημαίνει είμαι στα κέφια μου, βρίσκομαι στην καλύτερή μου φάση.

  1. - Μπράβο Γιώργο, είσαι σφίχτης βλέπω...
    - Τώρα έχω πέσει, που να μ' έβλεπες πριν πέντε χρόνια που ήμουν στα ντουζένια μου!

  2. (Από το διαδίκτυο)
    «Η δεκαετία του 80 τα είχε όλα: Τελειωμένους sooulάδες, punkia στα ντουζένια τους, ροκάδες σε απόλυτη σύγχυση και μια αλήστου μνήμης… ποπ λαίλαπα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα παραδοχής, δήλωσης και διαδήλωσης της ανικανότητας τέλεσης μιας ολοκληρωμένης πράξης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε καταστάσεις στων οποίων τις απαιτήσεις ο ομιλών γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, αλλά δεσμεύεται φιλότιμα να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί.

- Κοίταξε να δεις Τάσο, μεθαύριο πρέπει να κάνεις διάλεξη με θέμα: «ισοτρονικοί υπεραγωγοί: εφαρμογές στην ψύξη αβοκάντο, παρελθόν, παρόν και μέλλον». Θα παραστούν όλοι οι ειδικοί αβοκαντολόγοι. Πρέπει να εκπροσωπήσεις την ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου μας επάξια.
- Νταξ. Θα λάβω τα ημίμετρά μου κύριε καθηγητά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεφεύγω, ξεγλιστράω με υπεκφυγές από μία κατάσταση που μάλλον δε με βολεύει και πολύ, ξαφνιάζοντας την άλλη πλευρά.

Επίσης, αλλάζω ξαφνικά κατεύθυνση σε μία διαφωνία ή εν πάσει περιπτώσει σε μία λεκτική αντιπαράθεση. Δε μιλάμε για μικρή αλλαγή 15 μοιρών. Εδώ μιλάμε για 180 μοίρες αλλαγή που αφήνει τους απέναντι σύξυλους.

Η χρήση της έκφρασης από την πλευρά που έχει φάει τη γυριστή, συνήθως συνιστά παραδοχή ήττας ή τουλάχιστον αιφνιδιασμού. Σε κάθε περίπτωση, αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθαν.

  1. - Πώς πήγε η συνάντηση με τον προϊστάμενο για τις υπερωρίες;
    - Πώς να πάει... Εγώ του εξήγησα ότι δεν παίζει να κάνουμε υπερωρίες τζαμπαντάν και ότι η Επιθεώρηση Εργασίας θα επέμβει και τέτοια και μου κάνει μία γυριστή για τα μπόνους λέει φέτος που θα δει αν μπορεί να εισηγηθεί να είναι μεγαλύτερα κι έτσι και τι να του πω μετά;

  2. Καινούργια μέρα όπου νά ’ναι χαράζει κι εδώ, τίποτα μα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα ίδια, όλα δανεικά, στάσιμα, άδεια.. Δεν υπάρχει τίποτα πια.. ούτε δρόμος να γυρίσεις ούτε έξοδος κινδύνου να την κάνεις γυριστή.. Θα πρέπει να μείνεις να παλέψεις.. Κουράστηκες; Δεν θα’σαι καλά μου φαίνεται - πάρτο απόφαση μεγάλε: έτσι θα’ναι η ζωή σου από εδώ και πέρα. Αέναη μάχη.. Get used to it or get the hell out of here. Δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν θα’σαι ποτέ πια ο ίδιος.. Όσο κι αν προσποιείσαι κανείς δε σε πιστεύει πια.. Είναι μάταιο.. γιατί πολύ απλά έχασες την πίστη σου στον εαυτό σου εσύ ο ίδιος… και τώρα δεν υπάρχει τίποτα για σένα πια εδώ γι’αυτό καλύτερα δίνε του. Φύγε μακριά.. [από ένα μάλλον πεσσιμιστικό πλην λυρικό blog]

  3. - Εντάξει με τον Μικέ, σ' τα 'δωσε τα φράγκα τελικά;
    - Πήγε το αρχίδι να μου την κάνει γυριστή αλλά μασάει η κατσίκα ταραμά; Τον έπιασα από το λαιμό και του είπα «καριόλη θα φτύσεις το γάλα της μάνας σου, πέφτε τα φράγκα» και τα πήρα.

(από acg, 19/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργο πράμα το art of masoulima... Παίζει κι έτσι, παίζει και γιουβέτσι αποτελώντας τρόπο μέτρησης της σκληρότητας κάποιου.

Αρχικά σκληρός είναι αυτός που ΔΕΝ μασάει, δηλαδή δε χαμπαριάζει, δεν καταλαβαίνει Χριστό, είναι τελικώς αμάσητος. Αυτά που ο σκληρός τύπος δεν μασάει είναι αντικείμενα λίγο ως μετρίως σκληρά. Όσο ανεβαίνουμε στην σχετική κλίμακα σκληρότητας, σκληρός είναι αυτός που μασάει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γνωστός λαϊκός ήρωας Παναγής Κουταλιανός (Κούταλη, 1847 - Κωνσταντινούπολη, 1916), ο οποίος κατά το λαϊκό άσμα μασούσε σίδερα.

Σχετικό λήμμα και το μασάει η κατσίκα ταραμά;

1
- Ο Κίτσος είπε ότι άμα σε πετύχει θα σου ρίξει ένα ταβερνόξυλο που θα πεις το δεσπότη Παναγιώτη.
- Τσου ρε Λάκη... Πες του μαλάκα ότι δε μασώ από τέτοια και άμα θέλει να έρθει το βράδυ στην πλατεία να τονε γαμήσω στις μάπες.

2
Ο ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ
Σίδερα μασάει ο Κουταλιανός
τραίνα σταματάει ο Κουταλιανός
πέτρες ροκανίζει ο Κουταλιανός
και βουνά γκρεμίζει ο Κουταλιανός

Κι αν μασάει σίδερα
και κάνει το λιοντάρι
στο τσαρδί του ο Κουταλιανός
τρέμει σαν το ψάρι
στην κυρά του μπρός
αχ πως τη φοβάται
ο φτωχός Κουταλιανός
τρέμει σαν το ψάρι
στην κυρά του μπρός
αλλά μην το πήτε κανενός (σ.σ. ναι, είναι τόσο παλιό που το «πήτε» γραφόταν ακόμα με -η-)

3
Το τυπάκι είναι Die Hard μεγάλε. Μασάει σίδερα σου λέω... Προχθές του την είχε στημένη ο Μπάμπης ο Σουγιάς με το δείρε τημ και τους έκανε ασήκωτους μόνος του.

βλ. και μασάω, τσιμπάω, ψαρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θρησκευτική εκδοχή του (δε) μασώ, υποδηλώνει ότι το υποκείμενο είναι τόσο αποφασισμένο να κρατήσει συγκεκριμένη στάση επί ενός θέματος που ακόμη κι ο Χριστός να ερχόταν να του εξηγήσει γιατί πρέπει να αλλάξει γνώμη, αυτός δεν θα καταλάβαινε και δεν θα μετεπέιθετο. Μιλάμε για κάργα αποφασισμένο τύπο, όχι μαλακίες.

- Σιγά μη μασήσω από τον χλιμίτζουρα τον Θρασύβουλο. Εγώ θα την βγάλω γκόμενα την Λίτσα και δεν καταλαβαίνω Χριστό. Την είχε λέει γκόμενα παλιά και οι φίλοι δεν κάνουν τέτοια. Μωρέ δε γαμιόμαστε λέω 'γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι δημόσιες σχέσεις, ως επάγγελμα.

Τα γραφεία δημοσίων σχέσεων λέγονται και γραφεία πι-αρ. Οι ασκούντες το επάγγελμα λέγονται πι-αρ-τζήδες.

Εκ του αγγλικού PR, συντομογραφία του public relations.

Συγγενές λήμμα: κονέ

Χτες πήρα ένα e-mail από την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων -πι-αρ κάπως έτσι τους λένε αυτούς- ενός ραδιοφωνικού σταθμού η οποία μετά από τα ομολογουμένως πολύ κολακευτικά της σχόλια για το Blog και το PodCasting μου μου σέρβιρε μια πρόταση για συνεργασία. (Από blog)

Η πουστιά έχει αναχθεί σε επιστήμη και ενίοτε μπερδεύεται με το Πι Αρ. (Από blog)

Η εταιρεία δαπανούσε τεράστια ποσά όχι μόνο για διαφήμιση και χορηγίες (χρηματοδοτώντας αθλητές, καλλιτέχνες αλλά ακόμα και πολιτικούς...) αλλά επίσης τεράστια και άγνωστα ποσά για «δημόσιες σχέσεις». Ένα μικρό παράδειγμα «πι-αρ»: στα γραφεία των εφημερίδων, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα καταφθάνουν δώρα, δωράκια και δωράρες (στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, φυσικά, τα δώρα των εταιρειών προς δημοσιογράφους θεωρούνται διαφθορά, όχι στην Ελλάδα.) (Από blog)

Απογοήτευση για τους «πι-αρ-τζήδες»: αυτοί θεωρούσαν πως το κουπόνι θα ήταν το έναυσμα για μαζικές αγορές βιβλίων μεγάλης αξίας, αλλά διαψεύστηκαν οικτρά. (Από blog)

Του Αρκά (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αγανακτώ
  2. Μαστουρώνω (από το μπάφος)

Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα... μπάφιασα κι έφυγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified