Το αόριστο, το ακαθόριστο, το μη συγκεκριμένο.
Μη του τάξεις πόσα θα του δώσεις, άσ' το φλου το ζήτημα.
Το αόριστο, το ακαθόριστο, το μη συγκεκριμένο.
Μη του τάξεις πόσα θα του δώσεις, άσ' το φλου το ζήτημα.
Got a better definition? Add it!
Η απόλυτα αντιερωτική στάση κατά την οποία το ζευγάρι κοιμάται κουλουριασμένο, με τις πλάτες γυρισμένες και τα κεφάλια διαγώνια αντίθετα.
Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για την default στάση των παντρεμένων.
Σκηνή από ένα γάμο:
Κουμπάρος: «Μα παντρεύεσαι ρε συ, γιατί χαμογελάς έτσι;»
Γαμπρός: «Το βλέπεις το κορίτσι αυτό που παντρεύομαι; Κάνει τις καλύτερες πίπες στον κόσμο!»
(...μερικά μέτρα παραπέρα...)
Κουμπάρα: «Ντάξ, παντρεύεσαι, αλλά γιατί χαμογελάς έτσι βρε κολλητή;»
Νύφη: «Γιατί δεν θα ξαναχρειαστεί ποτέ στην ζωή μου να πάρω πίπα! Από δω και πέρα 96 και πάλι 96!»
Got a better definition? Add it!
Παρεμφερής φράση με τη σφηνόπουτσα. Όταν μιλάμε ή εμφανιζόμαστε εντελώς αναπάντεχα και σε ακατάλληλη στιγμή. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα «πετιέμαι» και χρησιμοποιείται συνήθως σε περιγραφές οπότε είναι σπάνιο να την συναντήσουμε στον άμεσο λόγο.
Το «ξεκαύλωτο» μπορεί να είναι προϊόν κατάχρησης ή/και εφαρμογής της φαντασίας του Έλληνα πάνω στην φράση «σαν το καυλί» που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.
Και εκεί που μάλωνα με τη Σούλα στο τηλέφωνο, πετιέται στο ξεκαύλωτο ο πατέρας μου να μου κάνει ανάκριση για το πού ήμουν εχτές το βράδυ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Το «βούλωσέ το» εν συντομία.
- Ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε, τεμπελχανά που στραβώθηκα και σε παντρεύτηκα, μπλα μπλα μπλα...
- Έλα βούλω το, μη σε πάρει και σε σηκώσει.
Δες και -ω.
Got a better definition? Add it!
Διάσημο Ελληνικό θέατρο του 21ου αιώνα, που διαδραματίζεται σε κρεβατοκάμαρες και σαλόνια με πρωταγωνιστές συζύγους και πεθερικά και είναι γνωστό για τις τρομακτικές, γεμάτες εκπλήξεις και «thriller» παραστάσεις του.
Το τυπικό σενάριο ενός έργου Γκράν Γκρινιόλ αποτελείται από τυχαίο συνδυασμό των παρακάτω προτάσεων:
Με γράφεις εντελώς,
Ξέχασες την επέτειό μας,
Αμάν πια με την γαμο-μπάλα σου,
Σήκωνε και κανά καπάκι στην τουαλέτα,
Μάζεψε και κανά ρούχο αναίσθητε,
Δεν με ακούς που σου μιλάω, κουφός είσαι,
Γιατί θεωρείς ότι πάχυνα, σε βλέπω πως με κοιτάς,
Βγάλε τα παπούτσια σου θα χαλάσεις το παρκέ,
Μη ξαπλώσεις μόλις έστρωσα το κρεβάτι γαϊδούρι,
Είμαι και εγώ άνθρωπος,
Πάλι με τα ρεμάλια τους φίλους σου,
Πάλι σε meeting,
Α, θυμήθηκες επιτέλους ότι έχεις και γυναίκα/μάνα/πεθερά,
Θα πάθεις χοληστερίνη με τις αηδίες που τρως,
Μην βγεις έξω λουσμένος θα κρυώσεις,
Δεν ασχολείσαι αρκετά με τα παιδιά σου,
Φέρεσαι ψυχρά στην μαμά μου,
Μόνο την μάνα σου ακούς,
Θα με πεθάνεις,
Θα ανέβει η πίεση μου,
Θα ανέβει το ζάχαρό μου,
Το κρίμα στο λαιμό σου,
Θα πάω σκαστή,
Φάε λίγο ακόμα έχεις ρέψει,
Πάλι πίνεις,
Δεν μου τηλεφωνείς,
Πάλι καπνίζεις,
Πάλι διαβάζεις εφημερίδα,
Πάλι κάνεις κάτι που σε ευχαριστεί,
Θα πέσει η φωτιά να σε κάψει,
Όλα εδώ πληρώνονται,
Θα την βρεις από τον Θεό,
Πάλι παίζεις με το πουλί σου,
Πάλι κοιτάς την γειτόνισσα,
Πολύ τρέχεις,
Θα μας σκοτώσεις,
Πάτα και λίγο γκάζι,
Χαμήλωσε την τηλεόραση,
Σβήσε το ρημάδι,
Δες πως με κατάντησες,
Σε είδα πως την κοίταζες...
βλ. και παντόφλα
Got a better definition? Add it!
Σε σένα μιλάω κυνηγέ ψωλαρά. Πόσες φορές είδες στον δρόμο μια αφίσα με κλαμπ-μπαρ-κτλ που γράφει με μεγάλα τεράστια γράμματα Ladies Night κάθε Πέμπτη; Πόσες φορές πήγες; Τί αντίκρυσες κάθε φορά; Εσύ ξέρεις...
Για τους υπόλοιπους, ψωladies night είναι το μεγαλύτερο όπλο των κεφαλιών του μάρκετινγκ για να αποπλανούν τον φτωχό πλην τίμιο ψωλαρά και να τον κάνουν να επισκέπτεται συγκεκριμένα μαγαζιά τάζοντάς του λαγούς με πετραχήλια ή έναν χώρο με γυναίκες-υποψήφια θηράματα. Φυσικά κανείς δεν σκέφτεται ότι το δωρεάν ποτό που συνήθως τάζουν οι αχόρταγοι μαγαζάτορες οι περισσότερες γκόμενες το βρίσκουν σε όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά από κεράσματα μόνων και μπάκουρων. Το τελικό θέαμα που αντικρύζει κανείς είναι αυτό ενός στρατοπέδου που ετοιμάζεται για άσκηση ή κοινώς αρχιδόκαμπος. Μην πείτε μετά ότι το slang.gr δεν σας προειδοποίησε...
Δημήτρης στην πόρτα του μαγαζιού:
- Σήμερα θα γίνεται χαμός, έχει ladies night.
Χρήστος μέσα στο μαγαζί:
- Ναι βλέπω... Ψωladies night!
Got a better definition? Add it!
Η λέξη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως slang. Απλά αποτελεί φόρο τιμής στον κύριο Βασίλη (τον επονομαζόμενο και «φιδέμπορα») από την Πάτρα, ο οποίος αποτελεί θεότητα και έχει αναδειχθεί από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Ελληνοφρένεια» (όχι, δεν είμαι βαλτή από το σταθμό για να κάνω διαφήμιση, απλά θεωρώ ότι πρέπει να το αναφέρω). Σημαίνει: κάνω πλάκα, δουλεύω, κοροϊδεύω.
- Από την Πάτρα σ' έχω παρμένο. Έχω μάθει ότι με αναμπαίζεις...
Αυτό μόνο αρκεί, το μεγαλείο του κύριου Βασίλη είναι ανείπωτο!!!!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση αντίθεσης όταν ακούμε ένα βαρύ και φορτωμένο πρόγραμμα είτε που πρόκειται να μας αναθέσουν ή που κάποιος άλλος έχει.
Σημαίνει δηλαδή ότι εμείς βαριόμαστε πάρα πολύ, είμαστε τεμπέληδες ενώ ο άλλος μας μοιάζει Βέγγος.
Παρόμοια με την δεν παίζω ούτε τα βλέφαρά μου.
Μπορούμε επίσης να αλλάξουμε υποκείμενο αν μιλάμε για κάποιον άλλο.
- Μανόλη πήγαινε ρε συ αύριο να πληρώσεις τις τράπεζες! Με το δίκαννο θα μας κυνηγάνε.
- Τι λε ρε... εδώ εγώ βαριέμαι να κλάσω! όχι που θα τρέχω να ξεπληρώνω και τους μαλάκες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που απευθύνει ένας ταβλαδόρος στον αντίπαλό του όταν τον έχει σκίσει, αλλά, παρά το στραπάτσο, αυτός δεν παρατάει το παιχνίδι, αλλά επιμένει να συνεχίσει μέχρι τέλους μπας και φέρει 3 εξάρες στο μάζεμα και γλιτώσει το διπλό. Με αυτή την έκφραση ένας καλός ταβλαδόρος δηλώνει τη βαρεμάρα του (μια και το παιχνίδι έχει κριθεί και δεν έχει κανένα νόημα να συνεχιστεί μέχρι τέλους) αλλά και την αναξιοπρέπεια του αντιπάλου του ο οποίος δεν παραδέχεται τη συντριβή του, αλλά τραβάει μέχρι τέλος μπας και ξεκωλωθεί και σώσει τα προσχήματα. Η έκφραση αυτή ακούγεται κατά κόρον στα φοιτητικά στέκια της Θεσσαλονίκης. Προέρχεται από κάποιο φυλακισμένο ο οποίος μετά την έξοδό του τη διέδωσε στον έξω κόσμο. Οι φυλακισμένοι, ως γνωστόν, μια που δεν έχουν να κάνουν τίποτα όλη μέρα και έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο, ασχολούνται με διάφορα αθλήματα (τάβλι, πρέφα, παπάς). Ο Ρωχάμης, σαν ισοβίτης που ήταν, είχε όλη τη ζωή μπροστά του. Δεν ξέρω αν ήταν καλός ταβλαδόρος, όμως φαίνεται ότι είχε κάποια αξιοπρέπεια γιατί λέγεται ότι τις παρτίδες που έχανε τις παρατούσε αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα του αντιπάλου. Έτσι βγήκε αυτή η έκφραση της οποίας η χρήση κάποιες φορές ίσως αδόκιμα επεκτείνεται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που κάποιος προσπαθεί να αποτρέψει κάποιον άλλον από το να κάνει κάτι το οποίο είναι καταδικασμένο να αποτύχει, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται αντιληπτό από τον δεύτερο.
Τι θα γίνει ρε Νικολάκη, θα πάμε καμιά φορά σπίτια μας; Σου έχω πιάσει την παραμάνα... Τι περιμένεις για να τα παρατήσεις; Αυτή την παρτίδα δικέ μου δεν την παίζει ούτε ο Ρωχάμης, πάρ' το χαμπάρι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified