Further tags

To eπιφώνημα αυτό, δηλωτικό στοιχειώδους νοητικής διεργασίες την οποία διέρχεται ο εγκέφαλος του ομιλητή, εσχηματίσθη κατά το μούμπλε μούμπλε, το οποίο και αντικατέστησε στις αρχές του 21ου αίωνα.
Σημαίνει είτε «ψάχνω στο google», είτε «ψάξε στο google» όταν αναφέρεται σε δραστηριότητα, ενώ όταν αναφέρεται σε εσωτερική διεργασία περιστρέφεται γύρω από τα ερωτήματα «πως μου το είπε μωρέ» ή «πως το λέγανε» ή ακόμα χειρότερα «τι ήθελα να ψάξω;» που είναι και οι μόνες μορφές αυτοδιερώτησης και γενικά σκέψης που έμειναν στον άνθρωπο μετά την εφεύρεση του παντοδύναμου και πανθορόντος ψαχτηρίου.

- Ρε συ, πως τον λέγανε αυτόν που πέθανε στο σταυρό, θρησκεία κι έτσι;
- Χριστέ και παναγία μου, ψάξε στο google, τι με ρωτάς...βάλε σταυρός, θάνατος....
- Mμμμ, γούγλε γούγλε....

Το γούγλε σε 20 χρόνια (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αποδημητικά πουλιά κατά τη βιβλιογραφία πετάνε σε θερμότερους τόπους για να ξεχειμωνιάσουν. Έτσι κι ο παντρεμένος άνδρας που γουστάρει να ξενοκοιτάει, κατά καιρούς αναζητάει να αποδημήσει πετώντας σε άλλες φωλιές προκειμένου να ικανοποιήσει τις ερωτικές ορμές του (λέγε με βιολογικές ανάγκες), μέσα σε θερμές αγκαλιές. Ο άνδρας δηλαδή που θέλει να κάνει πράξη αυτά που αναφέρονται στο τραγούδι «το πουλί», τραγούδι που πρωτοερμηνεύτηκε από τον Χρηστάκη. (βλ. σχόλιο στο «επαναληπτική καραμπίνα»).

Έτσι κατά τη γνώμη κάποιων, κάποιος μπορεί να καταντήσει σαβουρογαμίκουλας. Κατά κάποιους άλλους όμως, επειδή αυτός, αισθάνεται φυλακισμένος και σεξουαλικά καταπιεσμένος (κατά αυτούς που διαβάζουν γιαλομιές, ή κατά τον καθηγητή Μίλλερ, στο έργο: «Η γυναίκα μου τρελάθηκε», με την Αρώνη και τον Κωνσταντάρα) και επειδή δεν μπορεί να τρώει συνέχεια πατάτες, πατάτες, πατάτες, αποφασίζει να τερματίσει αυτή τη μονόπλευρη αντιμετώπιση, που του προσδίδει ποικίλες επιπτώσεις στο νευρικό του σύστημα.

Έτσι αναγκάζεται να σπάσει τη ρουτίνα και να δώσει άλλο νόημα στη μέρα του ενδίδοντας στις ποικίλες επιδράσεις που δέχεται. Και αφού ο άνθρωπος, αποδημητικό πτηνό θα ξεδίνει σε άλλες αγκαλιές θα 'ναι πιο χαρωπός.(Η Ζαρώκοστα ψύλλιαζε την Αρώνη, στο «η γυναίκα μου τρελάθηκε», υπογραμμίζοντας ότι η χαρωπή όψη ενός πρώην σκυθρωπού άνδρα, μπορεί να λειτουργεί ως στάχτη στα μάτια της γυναίκας του, ώστε η γυναίκα του να μη βλέπει τις περικοκλάδες ακόμα και στο καταχείμωνο.).

Ε, κι όπου κι αν πάει, στο τέλος θα τιμήσει το λιμανάκι του. Έτσι κι ο Οδυσσέας, μπορεί ακουσίως να αποδήμησε (τουλάχιστον έτσι ξέρουμε), αλλά ωστόσο πήδηξε εκουσίως με την ψυχάρα του Κίρκη, Καλυψωλού, Ναυσικά και τις άλλες ψωλαρπάχτρες. Έτσι έκανε επαρκώς update στο σεξουαλικό ταμπεραμέντο του και μετά γύρισε στην Πηνελόπη του, για να την ικανοποιήσει με την τεχνογνωσία που απέκτησε. (Άλλο τι μας λέει ο Ομηρος, ή από τι φίλτρο πέρασε ο λόγος του, για να αποκτήσει παιδαγωγική προσέγγιση. Αλλιώς ο λόγος του δε θα μπορούσε να διδαχθεί στα σχολεία, ούτε θα υπήρχε λογική να δίνει κανείς τέτοια Αρχαία για να μπει στο πανεπιστήμιο. Ίσως σε καμιά «σωματεμπορική Μετσόβου», σε καμιά «ανωτάτη ξεκωλιαστική Λαρίσης», ή στη «μεγάλη των Μπουρδέλλων σχολή»).

Κι αν θεωρήσουμε πως ισχύουν αυτά που λένε οι Λιάκουρες, πως πήγε δηλαδή, σε Αμερική, σε Αζτεκους, σε Μάγια κ.λπ., τόοοτε... το πέος του δεν ήταν απλό πέος. Πολιτισμικό χωνευτήρι ήταν και προσωποποιούσε τη σεξουαλική παγκοσμιοποίηση μέσα από την πανσπερμία της κουλτούρας των γυναικών, των λαών πού πήδηξε.

Ο άνθρωπος, αποδημητικό πτηνό βάζοντας το πηδάλιο στα έμπειρα χέρια (ορμές) του κάτω κεφαλή πιλότου και με το διπλωματικό δαιμόνιο του πάνω κεφαλή πιλότου (για να φάει λάδι και να..., προκειμένου να τη βγάλει λάδικαι να γλυτώσει από την παντόφλα), πετάει από κανάρα σε κανάρα. Ρε άμα έχεις επιδέξιους πιλότους δε φοβάσαι τίποτα.

Έκαστος στο είδος του, κι οι δυο μαζί στη σεξουαλική τέρψη και στην ελευθερία του ατόμου. Έτσι ακριβώς προσπαθούσε να λειτουργήσει κι ο Ακάλυπτος (Καφετζόπουλος), στο σήριαλ «κι οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» στο ομώνυμο σήριαλ (στη λέξη ψυχή, όπου υ διάβαζε ω, κι όπου χ διάβαζε λ, ψωλή δηλαδή).

Διάλογος παντρεμένων:
-Τον βλέπεις ρε... τον Μητσάρα; Πάλι σ' άλλη γκόμενα πάει σήμερα.
Όχι... θα κάτσει να σκάσει.
-Ρε το χει πιάσει το νόημα. Χίλιες φορές έτσι ρε... έτσι... Να 'σαι αποδημητικό πτηνό και να αναπνέεις ελευθερία από το να αισθάνεσαι φυλακισμένος και να σαπίζεις.
-Ναι ρε... Ναι. Πόσο θα ζήσουμε; Αφού η φύση μας είναι πολυγαμική... γιατί θα πρέπει να ελέγχουμε τη στύση μας;

"Η γυναίκα μου τρελάθηκε" (από GATZMAN, 22/11/08)Ο γιατρός διαβάζει κέιμενα του καθηγητή Μίλλερ (από GATZMAN, 22/11/08)Ακάλυπτος (από GATZMAN, 22/11/08)Συμπρωταγωνιστριες του Ακάλυπτου, από το έργο :"Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή" (από GATZMAN, 22/11/08)Και οι παπαγάλοι είναι αποδημητικά! (από Dirty Talking, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάγωσα, κοκκάλωσα, αιφνιδιάστηκα σε σημείο που ακινητοποιήθηκα. Μάλλον από τη λέξη φελλός.

Το θυμάμαι σαν και τώρα. Άσπριζα την αυλή μου και μου φωνάξανε οι γειτόνισσες «Τά 'μαθες; ο Χ. πέθανε!» ... Εκείνη την ώρα φέλλωσα...
(από τις αφηγήσεις μιας γιαγιάς στη Μήλο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα «γαργάλα με να γελάσω», λέγεται σε φάσεις που κάποιος λέει κάτι, ενώ συνήθως γελάει παράλληλα. Κάτι που είτε μόνο για γέλιο δεν είναι, είτε είναι ξενέρωτο. Άρα, αφού δεν μπορούμε εκ των πραγμάτων να γελάσουμε με τη μαλακία που ακούσαμε, είναι σα να λέμε στον άλλο πως, αν ήθελες ντε και καλά να γελάσουμε με το αστείο που είπες, τότε, λεβέντη, απέτυχες, άρα αν θέλεις να το καταφέρεις, άλλαξε μέθοδο, γι' αυτό και σου προτείνουμε το γαργάλημα. Στην ουσία του λέμε με κόσμιο τρόπο πως είπε μαλακία.

Και επειδή η ατάκα αυτή είναι παλιά, τώρα με τη βελτίωση της τεχνολογίας που όπως λέει η Μαρία, πάει το σ να εκτοπίσει το κακόμοιρο το ς, έτσι... έχει εφευρεθεί και καλά, μηχάνημα ικανό να προκαλέσει γαργάλημα. Έτσι, κατά το τοστιέρα, κατά το φρυγανιέρα, φτιάχτηκε και η γαργαλιέρα. Όταν λέμε στον άλλο τη φράση βάλε τη γαργαλιέρα στο χ (όπου χ = αριθμός με ακέραια τιμή), το νούμερο που του λέμε είναι ανάλογο με τη μαλακία που ακούσαμε. Και του το λέμε με ειρωνεία.

Η φράση «βάλε τη γαργαλιέρα στο χ», υπερτερεί από την ατάκα «γαργάλα με να γελάσω», στο γεγονός πως έχει διαβαθμίσεις (...). Άρα έτσι επιδιώκεται και καλά μεγαλύτερη σαφήνεια στην πληροφόρηση του άλλου για τη μαλακία που είπε.

Σημείωση: Πολλές φορές αυτός που εκφέρει τη φράση μπορεί να κάνει προσποιητό γέλιο για λόγους έμφασης.

Σε εταιρεία, ο Μήτσος δεν χωνεύει τον συνάδελφό του τον Βρασίδα. Έχει μάθει πως ο προϊστάμενος ετοιμάζεται να επιπλήξει τον Βρασίδα για κάτι που έκανε. Πάει στο γραφείο του Βρασίδα και γελώντας του λέει:
- Βρασίδα, έρχεται ο προϊστάμενος για να στα σούρει κανονικά. Τη γάμησες κακομοίρη μου, χα... χα... χα...
Βρασίδας (με ειρωνικό ύφος):
- Μήτσο... βάλε τη γαργαλιέρα στο 7...

(από stathisbsg, 30/01/10)(από stathisbsg, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις εμβληματικές λέξεις του Τσιφόρου. Και κυρίως χάρη στον Τσιφόρο, νομίζω, έχει διασωθεί.

Το γκεζί είναι λέξη με τούρκικες ρίζες. Στα Τούρκικα gezi είναι ο περίπατος, η εκδρομή, ίσως κι ένας τόπος αναψυχής. Στα Ελληνικά, όμως, η λέξη έχει πάρει άλλες σημασίες, πολύ διαφορετικές.

Κάνω γκεζί ή πιάνω γκεζί σημαίνει κάνω παρέα, συντροφιά, αναπτύσσω προσωπικές σχέσεις -ίσως αυτή η σημασία να είναι πιο κοντά στο Τούρκικο ορίτζιναλ καθώς ένας ευχάριστος περίπατος συνήθως γίνεται με παρέα. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη για να περιγράψει μια φιλία μεταξύ ανδρών (παρ.1) αλλά, αν θυμάμαι καλά, και τη σχέση ενός ζευγαριού που τά 'χει βρει και ετοιμάζονται να σπιτωθούν.

Παρέα, βέβαια, κάνουν και άνθρωποι με κοινά οικονομικά ενδιαφέροντα, όχι απαραίτητα νόμιμα, και ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη επίσης για να περιγράψει γενικά την πιάτσα, το μάγκικο περιθώριο (παρ.2) και με τη σημασία αυτή το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το κουρμπέτι (παρ.3).

Η λέξη έχει περάσει και στην καθομιλουμένη ως γιαλαντζί μαγκιά και, σε πρώτη φάση, σημαίνει απλώς το επάγγελμα, το σινάφι (παρ.4). Έται, μπαίνω στο γκεζί = μπαίνω στο επάγγελμα. Υποδηλώνει, όμως, και την ρουτίνα της δουλειάς καθώς και την εμπειρία που κάποιος αποκομίζει όταν βρίσκεται σ' έναν επαγγελματικό χώρο πολύ καιρό (παρ.5). Όταν, λοιπόν, κάποιος λέει είμαι στο γκεζί υπονοεί και ότι ξέρει καλά τα κατατόπια αλλά και ότι, βασικά, έχει βαρεθεί. Και όταν η βαρεμάρα και η μονοτονία γίνονται τα κυρίαρχα στοιχεία και προφανής οδός διαφυγής δεν υπάρχει, τότε το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το λούκι (παρ.6).

  1. Πιάσανε λοιπόν το γκεζί (= κάνανε παρέα). Τα βράδια φύσαγε ο αγέρας, παγώνανε οι πλάκες, τουρτουρίζανε κάτου από τη μονή κουβέρτα οι κρατούμενοι και στη γωνιά ο Τεράχ μπέης δώσ' του το λακρεντί με τον Τάσο... (Από το Ο Μαγικός Άνθρωπος, του Ν. Τσιφόρου, η επεξήγηση από το gerontakos.blogspot.com)

  2. Λεφτά πολλά είχε ο Φέτας, εφόσον χρόνια στο γκεζί, έκανε μεγάλες δουλειές με τα πάντα, από κλεπταποδόχο μέχρι δανειστή. (Από το 'Βικτωρία η Ωχρά' του Ν.Τσιφόρου)

  3. «...Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
    μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
    κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
    και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία...» (Από το ρεμπέτικο-μαϊμού Το ταράφι και η πιάτσα των Πλέσσα-Καλαμαριώτη)

  4. - Θυμάστε το πρώτο-πρώτο σκίτσο που κάνατε στη ζωή σας;
    - Ναι. Ήταν τελικός κυπέλλου. Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Έβαλα τις δυο ομάδες να τραβάνε εκατέρωθεν τα χερούλια του κυπέλλου και να τα έχουν ξεχαρβαλώσει. Δημοσιεύτηκε το πρωί στην «Αθλητική Ηχώ» και το απόγευμα το ματς κατέληξε σε μακελειό. Όλοι με είπαν προφήτη! Προσλήφθηκα απ' την εφημερίδα και μπήκα στο γκεζί! (Συνέντευξη του σκιτσογράφου Κ. Μητρόπουλου στο www.os3.gr)

  5. Η λύση στο μπέρδεμα είναι εύκολη : να πίνεις περισσότερο και να σκέφτεσαι λιγότερο...τι σκατά, 8 χρόνια μέσα στο γκεζί το ακαδημαϊκό το έχω φιλοσοφήσει! (Από το leavingandliving.blogspot.com)

  6. Είχε αρχίσει η ιστορία πια να ξεκι­νήσει αυτή η διάσπαση, η σύγκρουση με τους έξω, με τους γραφειοκράτες, από τα κάτω. Και δυστυχώς μεσολαβεί η δικτατο­ρία όπου μπαίνουμε ξανά όλοι μαζί στο γκεζί -λούκι το λέμε σήμερα- και γίνεται πάλι από τα πάνω, όπου είναι μπασταρδεμένη η υπόθεση, είναι προδομένη από χέρι. (Συνέντευξη του Χ. Μίσσιου στη Ρήξη, από το www.ardin.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι της Βενετίας, ούτε του Άμστερνταμ. Γενικώς κανένα κυριολεκτικό κανάλι, τουλάχιστον για τις ανάγκες του παρόντος σάιτ.

Το «κανάλι» μεταφορικά είναι η δύσκολη, κουραστική και μονότονη συγκυρία στην οποία βρεθήκαμε και πρέπει να περάσουμε. Μία παράθεση συνωνύμων ίσως διευκολύνει τον αναγνώστη να κάνει τον συνειρμό και να κατανοήσει την προτεινόμενη χρήση: περνάω κανάλι = περνάω λούκι = τρώω μανίκι. Ο κοινός παρονομαστής και των 3 είναι ότι πρόκειται για μακρόστενα πράγματα, χωρίς δυνατότητα παράκαμψης ή διαφυγής. Γενικά όχι και το καλύτερο από πλευράς άνεσης κι ελευθερίας σε σχέση, ας πούμε, με την ανοιχτή θάλασσα ή ένα αμάνικο μπλουζάκι (λέμε τώρα).

1
- Πώς πας;
- Πώς να πάω; Περνάω μεγάλο κανάλι στο γραφείο αυτές τις μέρες. Δεν έχω σηκώσει κεφάλι και δεν λέει να τελειώσει η πουτάνα η δουλειά.
- Μία απ' τα ίδια... Απίστευτο λούκι. Κι αν θες πες και τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στριμόκωλη κατάσταση. Χωρίς ελπίδα διαφυγής μέχρι να περάσεις. Που θα πιεστείς πολύ για να περάσεις. Και μετά μπορεί να 'χει κι άλλο λούκι. Ή κανάλι. Ή μανίκι. Ή γκεζί. Όχι καλό πράμα.

Το λούκι ή το τρώς ή το περνάς. Αν είσαι ηλεκτρολόγος ή χτίστης το εγκαθιστάς. Δλδ, και τότε το περνάς, αλλά στην περίπτωση εκείνη είναι η δουλειά σου, βγάζεις φράγκα. Έτσι είναι... Η ζωή είναι ένα λούκι... άλλος το τρώει και ισιώνει, άλλος το περνάει και χρεώνει.

- Τι ώρα θα φύγετε για Αθήνα;
- Λέμε κατά τις 3.
- Ωχ... θα φάτε ένα λούκι άνευ προηγουμένου από την κίνηση. Δεν φεύγετε το βραδάκι να 'χει κόψει λίγο;

Κατσιμηχέσω σχετικά... (από Hank, 17/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ατάκα που λέγεται σε κάποιον, όταν γίνεται αντιληπτό πως χάθηκε το connect με την κεντρική μονάδα του (το μυαλό του). Η φράση ηχεί σαν συναγερμός και στοχεύει στο να ευαισθητοποιήσει και να επαναφέρει στην πραγματικότητα κάποιον που:

  1. Ετοιμάζεται να κάνει, ή κάνει, ή λέει, άσχετα με την περίσταση πράγματα, ενώ είναι γνωστό πως ξέρει την κατάσταση (παραδείγματα 1, 2). Αυτό κάνει κάποιον που τον ξέρει να αναρωτιέται τι του συμβαίνει.

  2. Αυτά που λέει θίγουν κάποιον (βλ. παράδειγμα 3), που τον κάνουν να αναρωτιέται κατά πόσον ο άλλος είναι στα συγκαλά του.

Σχετικές φράσεις: λειτουργείς, επικοινωνείς;

  1. Κάποιος υποτίθεται πως έχει αγοράσει μια γαργαλιέρα. Τη δείχνει σε ένα φίλο του.
    - Πάτα το power να ανοίξει η γαργαλιέρα. Ο άλλος πατάει στον επιλογέα 1-10, το 3
    - Κάπα βήτα ε; - Τι;
    - Είσαι μαζί σου; Τι κουμπί σου είπα να πατήσεις;
    - Ε;... Το power είπες, ε; Καλά είμαι αλλού. Η Λίλιανέχει μια βδομάδα να δώσει σημεία ζωής. Ποιος ξέρει σε ποιο λήμμα θα βολοδέρνει τώρα. Καλντελημματατζού κατάντησε.

  2. O Γιάννης, συνάδελφος της νύφης, χαιρετώντας το γαμπρό και τη νύφη μέσα στην εκκλησία, τους εύχεται:
    - Ζωή σε σας. Ο γαμπρός κι η νύφη κοιτάζονται αμήχανα μεταξύ τους, ενώ του ρίχνουν ένα φαλτσαριστό γέλιο. Ο Πέτρος, επίσης συνάδελφος του Γιάννη, που βρίσκεται πίσω του κι έχει ακούσει την πατατιά του, προσπαθώντας να προλάβει για να μη γίνει η φάση σουβλάκι, τον σκουντάει και, με ύφος, του ψιθυρίζει στ' αυτί:
    - Κούκου. Είσαι μαζί σου, βρε ηλίθιε; Τι ευχήθηκες; Να ζήσετε και να σας ζήσουν πρέπει να λες.
    Ο άλλος κουνώντας το κεφάλι του, του ρίχνει ένα βλέμμα που δείχνει ότι το πήρε το μήνυμα, ψιθυρίζοντας: «Πώς το μπέρδεψα;»

  3. Σε μια εταιρεία, κάποιος με το καλημέρα και για ανεξήγητο λόγο, βρίζει κάποιον:
    - Αλήτη, θα σε φτιάξω... θα... θα... θα σε σκίσω... θα...
    Τον πιάνει απ΄το σακάκι. Ο άλλος απορημένος του λέει:
    - Είσαι μαζί σου; Mε ξέρεις ρε φίλε;
    - Μου είπε ο ντετέκτιβ πως η γυναίκα μου με απατά με τον Aντωνίου και μου έδειξαν στην είσοδο της εταιρείας αυτό το γραφείο.
    - Δεν είμαι ο Αντωνίου, είμαι ο προϊστάμενός του και ελέγχω κάποια αρχεία στο γραφείο του. Να προσέχουμε λίγο.

(από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, δεν είναι η γκόμενα που τον καλορουφάει, θα μιλήσω για κάτι γενικότερο.

Ρουφήχτρα είναι μια κατάσταση που σε αποσπά (ή κοντεύει να σε αποσπάσει) πλήρως από άλλες υποχρεώσεις και καθήκοντα, σε ρουφάει δηλαδή σε τέτοιο βαθμό ώστε κινδυνεύεις να αποπροσανατολιστείς τελείως και να μην ασχολείσαι με τίποτ' άλλο.

Η λέξη έχει για πρώτη της σημασία τη ρουφήχτρα που δημιουργείται σε μια λίμνη όταν, στον πυθμένα της, υπάρχει κάποιο άνοιγμα από το οποίο φεύγει το νερό. Το σημείο αυτό είναι απολύτως επικίνδυνο. Όποιος κολυμβητής ή κωπηλάτης βρεθεί κατά κει, πνίγεται και εξαφανίζονται τα ίχνη του.

- Γιατί δεν ήρθες χθες το βράδυ;
- Κόλλησα στο σλανγκ.τζιάρ. Μεγάλη ρουφήχτρα. Σε λίγο δεν θ' ασχολούμαστε με τίποτ' άλλο...
- Καλά μεγάλε, ηρέμησε, σε βλέπω στων Παίδων σε λίγο και σένα.

slang.roufixtra (από Vrastaman, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified