Further tags

Ο αχρείος, κακοήθης παλιάνθρωπος.

«Τομάρι» βγαίνει από το «τόμος»-«τομάριον», το οποίο απ' το «τέμνω», οπότε σημαίνει το δέρμα που έχει κοπεί και κατεργαστεί με ορισμένο τρόπο. Κι έτσι κατέληξε να σημαίνει τον παλιάνθρωπο, γιατί τομάρι είναι κάποιος που δεν είναι παρά δέρμα και τίποτα άλλο.

Επίσης, «φιλοτομαρισμός» είναι να θέλεις να σώσεις το δέρμα σου με κάθε κόστος. Ομοίως χρησιμοποιούμε το «σαρκίο» αντί ανθρώπου υποτιμητικά και το «τρύπα» αντί της γυναίκας.

Ευχαριστίες στον Πάνο2 για λήμμα.

Πέρι: Μην τον κάνεις παρέα αυτόν, είναι παλιοτόμαρο.
Βάγγελας: Τέτοιοι, ναι τέτοιοι μ' αρέσουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «φιτίλι» είναι θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου ή εκρηκτικής ύλης. Ετυμολογείται από το τουρκικό «fitil», απ' το αραβικό «fatil», αλλά κι απ' το αρχαίο ελληνικό «πτίλον», που σημαίνει «φτερό, πούπουλο». Ίσως είναι και τα δύο σωστά και υπήρξε αλληλεπίδραση.

Οπότε η έκφραση σημαίνει: τόσο γρήγορα, όσο ανάβει μια φιτιλιά, όσο εκπυρσοκροτεί ένα όπλο, όσο γίνεται ένα μπαμ.

-Πότε είναι η διορία κύριε Αφεντουλέσκου;
-Χτες! Το θέλω στο πιτς-φιτίλι!
(-Γαμώ το Βουκουρέστι σου, γαμώ!).

Βλ. και σχετικά λήμματα τσακ-μπαμ, καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καρναβάλι είναι η εορταστική περίοδος της αποκριάς (λατινικά carnem levare= εξαφανίζω το κρέας) που παραπέμπει σε κατάσταση διασκέδασης χωρίς τελειωμό.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται, για να περιγράψει άνθρωπο γελοίο, που δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά αυτά που λέει, τον τρόπο που συμπεριφέρεται ή ακόμη και τον τρόπο που ντύνεται.

Επίσης περιγράφει και καταστάσεις που είναι για γέλια λέγοντας ότι είναι για τα καρναβάλια.

Την είδες πώς ήρθε η Βούλα για καφέ; Σκέτο καρναβάλι! Αμ εκείνος ο κότσος πάνω στο κεφάλι της τι σου έλεγε! Πρέπει να τραβήξει την προσοχή και στο τέλος καταντάει για τα καρναβάλια!

Ωραία μωρέ τα καρναβάλια... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως γνωστή και κλασσική έκφραση, που μας λέει το αυτονόητο:

O καθένας μας μπορεί να αναλάβει έναν μόνο συγκεκριμένο ρόλο, όχι πολλαπλούς. Ο παπάς δεν μπορεί να είναι γεωργός, ούτε ο γεωργός να γίνει παπάς.

  1. Απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας Βήμα:

«Αξιότιμοι κύριοι καθηγητές, ο σοφός λαός μας λέει ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς. Τιμούμε την εκπαιδευτική σας προσφορά, αποδοκιμάζουμε τις επιχειρηματικές σας βλέψεις. Η δουλειά σας δεν είναι να εκπονείτε μελέτες. Αρκετά πια!».

  1. Απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία:

Τη λαϊκή ρήση «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» επιστρατεύει ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος για να στείλει το μήνυμα ότι όποιος ασχολείται με τα ΜΜΕ, να ξεχάσει παράθυρα και πόρτες σε κρατικές προμήθειες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από τα μύχια της λαϊκής θυμοσοφίας: όπως τα ογκώδη καρπούζια δεν χωράνε κάτω από τη μασχάλη μας, έτσι και όταν κάποιος καταπιάνεται με περισσότερες από μία υποθέσεις, αδυνατεί να τις διεκπεραιώσει.

  1. Σχόλιο στο διαδίκτυο: % «Να κάνει κάτι για να αποτρέψει τον ξεσηκωμό. Τον οποίο προφανώς φοβάται ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και απεύχεται. Και τι είναι αυτό το κάτι; Αναθεώρηση της ΚΑΠ, όχι κατάργηση. Ούτε τη λέξη δεν τολμούν να προφέρουν. Ο Αλ. Αλαβάνος γνωρίζει ότι η ΕΕ δε θα αναθεωρήσει την πολιτική της, γιατί αυτή την πολιτική θέλουν τα συμφέροντα που εκφράζει. Αλλά τι να πεις όταν θέλεις να είσαι καλός με την ΕΕ και να φαίνεσαι καλός και με τους αγρότες; Ξεχνούν φαίνεται ότι δυο καρπούζια δε χωράνε στην ίδια μασχάλη».
  2. Σχόλιο στην εφημερίδα Ριζοσπάστης: «Επειδή όπως αναφέρω και στην επικεφαλίδα, δύο καρπούζια δεν χωράνε στην ίδια μασχάλη, το συγκεκριμένο ιστολόγιο θα παραμείνει αναρτημένο για ένα ακόμη μικρό χρονικό διάστημα, αλλά χωρίς ωστόσο κάποια ανανέωση όσον αφορά τη θεματολογία του»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα Έκπληξης και ταυτόχρονα άπειρου Θαυμασμού.

Δεν πιστεύεις στα αυτιά σου (άκουσες κάτι απίστευτο το οποίο σου προκάλεσε θαυμασμό), δεν πιστεύεις στα μάτια σου (είδες κάτι απίστευτο το οποίο σου προκάλεσε θαυμασμό) και πάει λέγοντας. Γενικώς δεν πιστεύεις αυτό που σου συμβαίνει και έχεις μείνει άφωνος (εκτός από το να λες «τι λες τώρα!!!»).

Προέλευση:
Την φράση έκανε διάσημη ο Λορέντζο Καριέρε, παίκτης του περίφημου reality show «Bar» (από το οποίο ξεπήδησαν διάφοροι σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως η Στέλλα Μπεζαντάκου που έγινε διάσημη για το τσιμπούκι που πήρε - ή υποκρίθηκε ότι πήρε - στην τουαλέτα από τον μελαχρινό συμπαίκτη της Άρη).

Ο Λορέντζο ήταν φανατικός παναθηναϊκόςκαι το ευγενικό κανάλι του επέτρεψε κατά παρέκκλιση να δει έναν σημαντικό αγώνα. Με το πρώτο γκολ που έβαλε ο βάζελοςο Λορέντζο πετάχτηκε πάνω ουρλιάζοντας την ιστορική φράση 'ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ!!!». Στην συνέχεια για ένα δεκάλεπτο (στο περίπου) γυρνούσε στο σπίτι κουκουλωμένος με ένα πατσαβούρι με τριφύλλια και αναφωνώντας με ύφος αποχαυνωμένο «τι λες τώρα!... τι λες τώρα!... τι λες τώρα!». (Αργότερα βέβαια συνήλθε και έκανε συγκρότημα με τον φίλο του Γιώργο Ελευθερά που έγιναν φίλοι κολλητοί επίσης στο ίδιο reality, αλλά αυτό δεν αφορά το λήμμα).

Τα ξέρατε όλα αυτά; Αναφωνείστε όλοι μαζί τώρα «ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ!!!» :-P

Δύο System Administrators συζητάνε:
- Ακου να δεις τι έγινε χθες!
- Τι, τι;
- Γνώρισα μία φανταστική γκόμενα σε ένα μπαρ...
- Για λέγε, για λέγε...
- ...και της είπα να έρθει από το σπίτι για ποτό, και ήρθε.
- Τι λες τώρα! Για λέγε, για λέγε...
- Ήπιαμε εκεί δυο ποτάκια, ζεστάθηκε η κατάσταση και ξαφνικά μου λέει. «Μπορείς σε παρακαλώ να μου βγάλεις τη φούστα γιατί με στενεύει;»
- Τι λες τώρα!! Για λέγε, για λέγε...
- Της βγάζω λοιπόν τη φούστα, τη σηκώνω με δύναμη και τη βάζω πάνω στο γραφείο δίπλα στο καινούργιο laptop.
- Τι λες τώρα!!! Πήρες καινούριο laptop;

Όχι για να μη μείνει ατεκμηρίωτο. (από Galadriel, 14/09/12)

Παίζει και σε τ' είπες τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κουτσαβάκηδες όπως φαίνεται και εδώ, το 'παιζαν βαρύμαγκες και στην ουσία επρόκειτο για ψευτόμαγκες και ψευτοπαλικαράδες που πούλαγαν νταηλίκι και ψάχνονταν για καυγά. Ο μέγας εχθρός τους, που τους οδηγούσε μετά από διαπόμπευση σιδηροδέσμιους στη φυλακή, ήταν ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης.

Πέραν των παραπομπών του όρου πουτσαβάκης, οι ιδιότητες του όρου «κουτσαβάκης», που κομίζονται εδώ είναι: ψευτοπερήφανος και δήθεν μάγκας.

  1. Ως πουτσαβάκηδες θεωρούμε τους ψωλοπερήφανους, τα αποτυχημένα καμάκια, αυτούς πουέχουν μεγάλη ιδέαγια το σεξαπίλ και τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, πράγμα που ωστόσο διαψεύδεται στην πράξη. Έχουν πλάσει μέσα τους την εικόνα του καρδιοκατακτητή και τουακάματου εργάτη του σεξ, μόνο που, στην πράξη, αποδεικνύονται Δον Ζουάν για κλάματα και Καζανόβες της συμφοράς. Έχουν φάει τις ...χυλόπιτες, αλλά η ψευδαίσθηση που έχουν για τον εαυτό τους είναι βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Απαξιώνουν δε κάποιαν, που μέχρι χθες εξύψωναν στα ουράνια, αν αυτή κάνει το «λάθος» να τους προσφέρει χυλόπιτα. Λένε βέβαια πως αυτοί την τζάσανε. Αυτό το κάνουν γιατί δεν αντέχουν να τσαλακώνεται η ψευτογοητεία τους.

  2. Θα μπορούσαμε επίσης να μιλήσουμε και για κάποιους που απλά τους αρέσει να φαντασιώνονται στην παρέα τους. Αυτοί δεν φτάνουν ούτε στο καμάκι.

  3. Θα μπορούσε να αποκαλεστεί από ζήλια κάποιου, κάποιος original σεξουαλικός δυναμίτης.

  4. Κάποιος Σάββαςπου δεν τον απασχολεί τίποτα άλλο από τις εισαγωγές-εξαγωγές οτινανιστικών προδιαγραφών.

  5. Θα μπορούσε επίσης να αποκαλεστεί έτσι και κάποιος GTP μάγκας. Εδώ η έννοια του πουτσαβάκη ταυτίζεται με την έννοια του κουτσαβάκη.

  6. Ακόμα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε απαξιωτικά για κάποιον που δεν τον χωνεύουμε ή κάποιον που θεωρούμε πως είναι ftp.

Σημείωση: Ο όρος «πουτσαβάκι», αντί του όρου «πουτσαβάκης», είναι (λόγω ουδετέρου γένους) περισσότερο απαξιωτικός.

  1. - Για φάε ρε τον Νώντα. Πολύ ψωλοπερήφανος το παίζει μωρ' αδερφάκι μου. Νομίζει πως είναι ο ... γκόμενος. Πως μετά από αυτόν ... ο εαυτός του!
    - Πίπες. Μπούρδες! Έχει φάει ... χυλόπιτες αυτός. Μην τον ακούς. Πουτσαβάκι της πλάκας είναι. Τίποτα άλλο! Μη σου πω πως όλο πουλμούρ στην παρέα... κι από κει και πέρα τίποτα. Δεν τολμάει να κάνει καμάκι το άτομο.
    - Μπας και τον ζηλεύεις;

  2. - Μη σου πουλάει μαγκιές αυτός. Είναι μάγκας της πούτσας. Πουτσαβάκι να πούμε!
    - Δεν τον χωνεύεις, ή δεν τον πας; Εμένα μου φάνηκε ζόρικος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παγίδευση υποψήφιου γαμπρού που θεωρείται «κελεπούρι», καθώς συμβουλεύουν οι μαμάδες παλαιάς κοπής τις κόρες τους- θήλεα παλαιάς κοπής. (Ίσως το κάνουν και τα νέας κοπής, αλλά με πιο προηγμένο στυλ και μεθόδους). Γίνεται με απρόβλεπτη εγκυμοσύνη, ή με κάποιον άλλο συναισθηματικό εκβιασμό. Από εκεί βγήκε και ο urban legend για τον σχιζοφρενή περιπτερά με το βελόνι. Επίσης, αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποιούν οι μαμάδες παλαιάς κοπής του γαμπρού, για να εξηγήσουν πως ο κανακάρης τους παντρεύτηκε/ τά 'φτιαξε με γυναίκα που δεν τυγχάνει της έγκρισής τους (100% περιπτώσεων): «Τον τύλιξε!».

Τον τύλιξε αυτή, ναι, αυτή μου τον τύλιξε και μου τον πήρε τον Γιωργάκη! Είχε αυτός μυαλά για τέτοια; Αυτή τον παρέσυρε!

Την τύλιξε! (Στην ταινία). (από Hank, 14/02/09)Τον τύλιξε και πρόκοψε. Κι όταν κατάλαβε τη μαλακία ΘΑΝΑΤΟΣΣΣ (από Galadriel, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγαπημένος και χαϊδεμένος γιος, ο μεγαλωμένος με φροντίδα και περιποιήσεις.

Ετυμολογία: Από το αρχαίο «καναχή», που σημαίνει «ήχος μετάλλων και μουσικών οργάνων», που προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kan, σημαίνουσα «ηχώ, τραγουδώ», όθεν το λατινικό «cano», «canticum» (τραγουδώ, τραγούδι), το γαλλικό «chanter» (τραγουδώ), το αγγλικό «hen» (κότα που κακαρίζει), το γερμανικό «Hahn» (καμία σχέση με τον Khan whatsoever). Οπότε ο «κανακάρης» είναι ετυμολογικώς ο μεγαλωμένος με τραγούδια, αν και άμεσα προέρχεται από το ομόρριζο «κανάκι», που σημαίνει «χάδι, καλόπιασμα».

Ο κανακάρης είναι χαρακτηριστικός τύπος Έλλεεινα, που μένει στο σπίτι των γονιών ως τα τριάντα, μόνο για να αλλάξει μετά το χρυσό κλουβί των γονιών του με το οδοντωτό κλουβί κάποιας Ελλεεινίδας. Αν η γυναίκα του δεν πετυχαίνει το παστίτσιο, θα περνάει κι απ' το πατρικό του για να φάει ένα φαΐ της προκοπής.

Έναν κανακάρη τον είχαν και του έκαναν όλα τα χατίρια. Αλλά από όταν τους τον τύλιξε η Λίλιαν, δεν μπορούν να συνέλθουν απ' το σοκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified