Further tags

Τόσο νόστιμο που σου συγχωρώ τα πεθαμένα σου άμα τη λήψει από στόματος μιας εκάστης μπουκιάς :-)

Και όταν τρώμε κάτι γλυκό, για να μη γκώσουμε πίνουμε λίγο νερό με κάθε μπουκιά. Με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να τρώμε πολλά γλυκά.

Επίσης όταν τρώμε κρέας (λιπαρά εν γένει) πίνουμε και λίγο κρασί για να καθαρίσει το οινόπνευμα το λίπος από το στόμα.

ο ξερολιάς

ιδεοφέρων: χανκ

Τι ψωλάρα ρε φιλενάδα που είχε ο πούστης, κάθε εκατοστό στον κώλο μου και συχώριο... Αμ απ' το στόμα, τι να στα λέω, μπουκιά και συχώριο, τον πατέρα του την μητέρα του και όλα τα παππούδια του γενεές πενήντα πίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ολίγον τιραμισουρεαλιστική, που περιγράφει σλανγκογραφικώς την κατάσταση φραπέ ενός κινούμενου πλήθους που, αντί να δίνει στους περαστικούς μια σοβαρή, κυριλέ και κιμπάρικη εικόνα, έχει εκφυλιστεί σε τζέρτζελο των συμμετεχόντων, σε α ΠΡΟ.ΠΟ. αυτοσχέδιες μπυρουέτες όσων είναι ή περπατάνε σαν μεθυσμένοι και, γενικώς, σε ένα μπάχαλο χωρίς κανέναν έλεγχο.

Αν και χρησιμοποιείται ανετότατα για παρέα-πουτσοπανήγυρη που ξαφνικά αποφασίζει να πιει το πεντηκοστό της ποτό στο απέναντι μαγαζί, ωστόσο δίνει ρέστα στο χώρο που γεννήθηκε, δηλαδή στον ελληνικό στρατό, σκιαγραφώντας γλαφυρά το καραπουτσαριό μιας παρέλασης φαντάρων, πολύ νέων για να ξέρουν ή πολύ παλιών για να ασχοληθούν με το άθλημα.

  1. - Ρε συ, αυτοί που βγαίνουν από το Bel Air οι δικοί μας είναι; Πού πάνε όλοι μαζί;
    - Δε λες καλύτερα πώς πάνε; Πότε προλάβανε και γίνανε γκολ; Κοίτα χάλι... Σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση...

  2. - Τι είναι αυτά ρεεε! Περνάνε τα τεθωρακισμένα ρε ψόφιοι, να ξηλώνεται η άσφαλτος!
    - [φαντάρος μέσα απ' τα δόντια] ...τη μαλακία που σε δέρνει, στρατόκαυλε, στο δώδεκα και σήμερα...
    - Σκασμόοος! Απαράδεκτοι! Μπουρδέλο σε μετακόμιση! Άχρηστοι! ΕΜΠΛΟΚΗ ΣΤ' ΑΡΙΣΤΕΡΟ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, πρόκειται για οργανωμένη εκδήλωση του στρατού με σκοπό την αναψυχή των υπηρετούντων σε ένα στρατόπεδο. Περιλαμβάνει συνήθως την προετοιμασία του χώρου με τραπεζοκαθίσματα, εδέσματα και πάσης φύσεως σχετικά, με χώσιμο των ίδιων των φαντάρων που πρόκειται να «διασκεδάσουν», την υποχρεωτική προσέλευση όσων δεν έχουν υπηρεσία (αντί να βγουν σαν άνθρωποι στην έξοδό τους), την παροχή μίας (1) κανονικής μπύρας ανά στρατιώτη (βλ. όπου φτωχός κι η μπύρα του) ή απεριόριστης (γιατί μένει στα αζήτητα) μπύρας χωρίς αλκοόλ, την παρέα του ίδιου αρχιδόκαμπου που τρως στη μάπα κάθε μέρα, και, τελικά, την απόλαυση κάποιας φωνάρας ή κανενός Κακοφωνίξ που δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του. Η καθαριότητα και η ευπρέπεια του χώρου όταν το πάρτυ τελειώσει είναι, φυσικά, και πάλι καθήκον του φιλόμουσου κοινού, όπως άλλωστε και οι σκοπιές για τους τυχερούς που αναλαμβάνουν πόστο αργάμιση.

Ευτυχείς παραλλαγές περιλαμβάνουν κρυφή μπυρασφάλεια από κανένα φιλαράκι λέουρα, μπυρουέτες από μισοπιωμένους αξιωματικούς και, σε μυθικές, ούρμπαν λέτζεντ, καταστάσεις, απρόσμενα ξεσαλώματα με χορούς από μπαλαλάικες και λοιπές φραπεδιάρες.

Μεταφορικά, ο όρος παραπέμπει στην ξενερουά μάζωξη μιας παρέας-ψωλαρίας, σε ιδιωτικό κυρίως χώρο, και την αφοσίωση σε κουβέντες για μπάλα, αυτοκίνητα/μηχανές, γκόμενες και, φυσικά, στρατό.

Ο μύθος των ευχάριστων εκπλήξεων συνεχίζει να υπάρχει (ως μύθος).

- ...Έχω πάρει την πρώτη μετάθεση και είμαι σε εβδομάδα προσαρμογής στο Διδυμότειχο. Και πετυχαίνω στο κρεβάτι πάνω από ένα ασημί μου φλωρόπουστα που τους έχει ψαρώσει όλους και το παίζει παλιός. Μόλις τον παίρνω γραμμή...
- Ρε μάγκες! Τι κάνουμε εδώ πέρα δεκαπέντε ψωλαράδες και λέμε μασάλια; Βραδιά οπλίτη το κάναμε! Λοιπόν, τέλος, ο καθένας παίρνει τηλέφωνο κι από ένα παστάκι και με ό,τι κάτσει πάμε τσάρκα στην πιάτσα!

(από patsis, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από το νόμισμα της καρτουνίστικης πολιτείας και το χαρτί στο οποίο ο Σκρουτζ κάνει τα μακροβούτια του, σημαίνει σλανγκιστί τις επιταγές, συναλλαγματικές κλπ που, λόγω της λαμογιάς ή της μπατιριάς του υπογράφοντος, η περίπτωση να πέσουν τελικά τα ματαχρή αποκτά την αξιοπιστία και τη βαρύτητα λιακούρειας θεωρίας.

Λέγονται και χρήματα μονόπολης.

- Τσίμπα! και τις επιταγούλες σου!
- Τι είναι αυτά ρε Παναή;
- «Σκορδομπούτσογλου και Υιός», πολύ μαλλί φιλαράκι!
- Πούτσες μπλε Παναή μου. Καλά, δεν πήρες πρέφα την βρώμα που βγήκε στην αγορά γι' αυτούς;
- Τι δηλαδή, πέτσινες είναι;
- Δολάρια Λιμνούπολης αγόρι μου... Εσύ να' σαι καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Gay θεωρία συνωμοσίας, απόκρυφη και μυστικιστική, σύμφωνα με την οποία αρχηγός, ηγέτης και καθοδηγητής είναι ο σκληροτράχηλος, ανθεκτικός και υπομονετικός που τον έχει φάει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του.

Εμπνευσμένη από παλιό θρύλο που βρέθηκε γραμμένος στα αρχαία καλιαρντά σε ανασκαφές στα υπόγεια της Μασονικής στοάς Μυκόνου και παρά τον έντονο συμβολισμό του, εντέχνως θεωρήθηκε κυριολεκτικός και αγκαλιάστηκε αμέσως από την καλύτερη οργανωμένη ιστορικά gay μοναστική κοινότητα όπου και εφαρμόζεται ως τις μέρες μας.

Η κατά κόσμον εφαρμογή της προωθείται από έκφυλους ολιγάρχες που απεργάζονται την επιστροφή σε έναν εργασιακό μεσαίωνα.

...... – Σ' αρέσει, τέκνον Ιερόδουλε;
– Μ' αρέσει, αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ και πανοσιολογιότατε Δωρόθεε, αλλά ο κώλος μου ριγεί και ο πόνος με τυλίγει... Προς τί άρα γε;
– Αληθώς λέγω σε... Για να γίνεις Ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.

Δες ακόμη: μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα παίζει και ως μεταβατικό και αμετάβατο

Αμετάβατο: εξαντλούμαι σωματικά ή/και ψυχικά, αγανακτώ, απογοητεύομαι, δεν την παλεύω κάστανο, I am not fighting her chestnut, τραβάω τα βυζιά μου ή τις κωλότριχές μου με μια κατάσταση ή ένα άτομο, λυγίζω.

Μεταβατικό προς έμψυχα: προκαλώ σε κάποιον τα παραπάνω

Μεταβατικό προς άψυχα: εξαντλώ μονομερώς κάτι, κυρίως κάποιο είδος εν σπάνη, κυρίως το μπάφο εδώ που τα λέμε.

  1. - Ήρθε η Κάτια να τη βοηθήσω στο ppt....
    - Ωωωωχχχ
    - Σωστά διέγνωσες την κατάσταση....γονάτισα. Με λύγισε η γκόμενα, δεν παίζεται, διακόπτει τον εαυτό της για να πάρει το λόγο. Μα γαμώτο δηλαδή, παθολογικό είναι ρε πστ!;

  2. - Άιντε, το γονάτισες.... να μεταβαίνει παρακαλώ, είμαστε και σε διακοπάς... - Μ΄αρέσει να μου τη λες.. όπως παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αρχική της έννοια = διασκεδάζω. Κατόπιν και «γελάω με κάποιον».

Η φράση έχει ήδη περάσει στα λεξικά, αλλά η καταγωγή της νομίζω πως της δίνει το δικαίωμα για μια θέση στο σλανγκολεξικό. Και, παρεμπίπταμπλυ, υπάρχουν και τα λήμματα πλάκα κάνω!, πλάκα με κάνεις και πλάκα-πλάκα, που είναι παιδιά της.

Η ανακάλυψη του φωνογράφου έφερε επανάσταση στον τρόπο διασκέδασης σε όλον τον κόσμο. Στην Αθήνα του περασμένου αιώνα, τα κέντρα που διέθεταν φωνογράφο, έκαναν πράγματι χρυσές δουλειές. Οι πλάκες όμως, όπως ονόμασαν τους δίσκους από βακελίτη, δεν είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής. Εφθείροντο πολύ γρήγορα και ο ήχος γινόταν απαίσιος. Μπορούσαν μάλιστα να σπάσουν από μόνες τους αν δεν τις απέσυραν εγκαίρως. Γι' αυτό και τις πολύ φθαρμένες τις έβαζαν στην άκρη σαν άχρηστες.

Όταν λοιπόν οι πελάτες έρχονταν στο «τσακίρ κέφι», αντί για πιάτα έσπαζαν τις παλιές και άχρηστες αυτές πλάκες. Έτσι, το να σπας πλάκα έγινε συνώνυμο του διασκεδάζω. Και αφού μπορείς να διασκεδάσεις και με κάποιον, αθώα ή και όχι και τόσο αθώα μπορείς να πεις και ότι σπας πλάκα μαζί του.

Σημ.: οι δίσκοι από βινύλιο έφεραν και το τέλος των πλακών από βακελίτη. Οι από βινύλιο πια δεν σπάνε και επί πλέον αντέχουν πολύ περισσότερο. Έτσι, οι πλάκες αντικαταστάθηκαν από τα πιάτα στα κέντρα. Και η φράση «έπαθε μια μετάλλαξη» και έγινε σπάω πιάτα. Αλλά, ο ήχος που κάνει μία πλάκα όταν σπάει, είναι ανώτερος από αυτόν του γύψινου πιάτου, σας διαβεβαιώ.

Το ρήμα αυτονομήθηκε τα τελευταία χρόνια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνο του πλέον με άλλη σημασία: τα σπάει.

  1. - Πάμε στην Ταραντέλα στο Φάληρο;
    - Πολύ καλή ιδέα, θα σπάσουμε πολλές πλάκες!

  2. - Ρε συ! άσε πια τον Γιάννη ήσυχο!
    - Έλα μωρέ, σπάω πλάκα μαζί του.

Η Μάρθα Φριντζήλα για την προέλευση της έκφρασης (από vikar, 12/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοκοιτάζω (κυρίως γυναίκες γυμνές ή την ώρα που γδύνονται).

Ο Μιχαλάκης; Μέγας Μπανιστιρτζής! Όπου παραθυρόφυλλο αυτός κολλούσε το μάτι στις γρίλιες μπας και κατάφερνε να μπανίσει καμία να γδύνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τύπους που είναι στην αγαμία για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά αντί να τους πιάσει κατάθλιψη, μισανθρωπία και τάση απομόνωσης, παθαίνουν το ακριβώς αντίθετο, δηλ. ξεσαλώνουν, είναι μες την υστερία και το δήθεν κέφι, χτυπιούνται στα γέλια με το παραμικρό, μεθοκοπάνε σαν άβγαλτα σχολιαρόπαιδα, γελάνε ακατάπαυστα, παίζουν παντομίμα μέχρι τις 3 το πρωί, γίνονται ενοχλητικοί στον γείτονα, στον συγκάτοικο, στον φίλο, στην υποψήφια γκόμενα που βλέπει στο χάλι αυτό έναν σαραντάρη (γιατί το σύμπτωμα αυτό βαράει τέτοιες ηλικίες) και την στρίβει από την άλλη γωνία, κλπ.

- Τι γίνεται, πάλι σαββατοπαρέα έχει μαζέψει ο γείτονας;
- Γάμησέ τα...
- Ε ρε τον καψερό αγαμίες!
- Και το πρωί ξυπνάει και βάζει Μπετόβεν στο τέρμα... Και μετά Πρωτοψάλτη... και μετά ρεμπέτικα ή όπερα και τραγουδάει κι αυτός...Ό,τι νά 'ναι...
- Πωπωωω!
- Άσε που την έχει δει γκουρμέ μάγειρας και μας έχει μποχιάσει στα κάρυ, στα σκόρδα, στα ψάρια, στα μπρόκολα.
- ...
- Και το χειρότερο, έχει και wii και παίζει κανα δίωρο κάθε βράδυ με το που επιστρέφει από την δουλειά...
- Όχι ρε πστ!
- Τώρα καταλαβαίνεις τι εννοούσα όταν σου έλεγα ότι θα μας γαμήσει μέχρι να γαμήσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ακρόπολη δημιουργήθηκε τον 5ο αι. π.Χ. υπό την επίβλεψη του Φειδία (project manager...του εν λόγω πρότζεκτ. Λέμε τώρα!).

  1. Οταν αναφέρουμε τον όρο, δείχνουμε δια της υπερβολής, πόσο μεγάλη είναι κάποια γριέντζω, κάποια που ζει και καλάαπό τότε που βγήκαν οι λάσπες, κάποια που της έχουν παρμένες τις πινακίδες και που κουβαλάει του χάρου νερό.

  2. Πολλές φορές η φράση λέγεται εμφατικά σε κάποιους, που βλέποντας κάποιο γρίντζελο, να έχει κάνει ρεκτιφιέ στη μάπα της και στο υπόλοιπο σασί της (που έχει καταντήσει σαν ετοιμόρροπο γαλλικό σίγμα), να νεανίζει, κλπ. Αυτή προσπαθεί έτσι να κρύψει τα σημάδια από το ορμητικό καταστροφικό διάβα του χρόνου. Αυτοί ξεγελιούνται θεωρώντας πως είναι αρκετά νεότερη απ' όσο δείχνει και έτσι εκφέρουν τον συγκεκριμένο όρο.

  1. - Η κυρα Μαρία είναι πιο μεγάλη κι απ' την Ακρόπολη. Πρέπει να κουβαλάει δυο παλάμες δεκάδων Μαΐων πάνω της. - Ε ....κόψε κάτι. Έχει πατήσει πάντως τα τελευταία ήντα εδώ και λίγα χρόνια.

  2. - Η κυρά Γιωργία δε φαίνεται και πολύ μεγάλη. - Α ρε γκαβούλιακα. Έχει κάνει τις...πλαστικές, αλλά ένα έμπειρο μάτι διακρίνει πώς είναι πιο μεγάλη κι απ' την Ακρόπολη.

(από GATZMAN, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified