Further tags

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποκάλυψη στοιχείων, το ρουφιανιλίκι, το δώσιμο, είτε όταν πρόκειται για ομολογία (ως αποτέλεσμα ανάκρισης ή όχι), είτε συνειδητά, με σκοπό το ίδιο όφελος ή την εκδίκηση.

Συναντάται σαν ρήμα, όταν θέλουμε να καταδείξουμε τον άνθρωπο που «μίλησε», στη μορφή «ο τάδε κελάηδησε».

- Ρε φίλε τα μαθες; Πιάσαν τον Ιεροκλή με κάτι ψύλλους. Λες να κελάηδησε ο Μητσάρας;
- %$@#@#$

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Πρωτομαγιά, πριν καθιερωθεί σαν κεντρική εργατική επέτειος και αργία (βλ. πχ εδώ), ήταν για αιώνες ημέρα ιδιαίτερου εορτασμού της άνοιξης ως αναζωογόνηση της φύσης. Για την Ελλάδα ειδικά, πολλά έθιμα τηρούνται ακόμα και σήμερα σε διάφορες περιοχές, έθιμα που κρατούν από την αρχαιότητα και έχουν να κάνουν με μεταφυσικές δοξασίες για την αναγέννηση της πλάσης και, ιδίως, την άνθιση των λουλουδιών, όπως την εορταστική έξοδο των ανθρώπων σε εξοχές, το στεφάνι από λουλούδια που κατασκευάζουν και φέρνουν πίσω στο σπίτι, το Μαγιόξυλο, το Μαγιόπουλο (βλ. εδώ).

Μια έκφραση, λοιπόν, που λέγεται αυτήν την μέρα είναι «Έπιασες τον Μάη;» ή «Πού / Πώς έπιασες τον Μάη;» και οι πιθανές απαντήσεις περιλαμβάνουν την εξόρμηση που κάναμε, το αν περάσαμε καλά, τα λουλούδια που χαρήκαμε και μαζέψαμε κτλ.

Σλανγκικώς, η έκφραση είναι αβανταδόρικη και λέγεται περιπαικτικά σε διάφορες παραλλαγές, με, ενδεικτικώς αλλά όχι περιοριστικώς, τις παρακάτω σημασίες:
1. Θα σε κάνω μητέρα.
2. Τσίμπα ένα αρχίδι.
3. Το τέλος της αγαμησιάς και η είσοδος στην ορμητική άνοιξη του σεξ.
4. Παίρνω τ' αρχίδια μου.

Να σημειωθεί ότι η ενεργητική και η παθητική σημασία μπορούν να είναι είναι λίγο συγκεχυμένες στην χρήση της έκφρασης.

Αατα.

  1. - Σύλλογος μεγάλος και πίπες. Έλα ρε βάζελε να με πιάσεις τον Μάη στην Τούμπα!
    - Άσ' τα πλέι οφ ρε μπαόκι και ψήνε! Φεστιβάλ χοληστερίνης έχουμε!
    - Πουρναρόψαρα και γαύρους έχωωωω! Ναι ρε, Μπάοκ! αμπαλαέ και αλεόοοο...

  2. - Η πρωτομαγιά δεν είναι απεργία ρε κομμουνίσταρε; Τι γυρεύεις στα ψησίματα και στις εξοχές;
    - Καλά ρε, εγώ δεν σας έφαγα τ' αυτιά να κατεβούμε κέντρο για την πορεία;
    - Παρεξηγήθηκες μαλάκα; Πιάσε μου τον Μάη...

  3. - Προς τι το χαμόγελο της Colgate;
    - Φίλε, εγώ κι αν έπιασα τον Μάη φέτος... Με τα λουλούδια, τα πουλάκια και τη φύση, η Μαιρούλα η ολιγογάμητη τσίμπησε!
    - Και;
    - Χέρια πόδια στο παρμπίζ. Τέλος τα τυριά...

  4. - Χριστούγεννα μέσα, πρωτοχρονιά μέσα, Πάσχα μέσα, πρωτομαγιά του πούστη, δεν θα την πάρω την άδεια;
    - Για τσέκαρε στο επιλοχάδικο. Μάλλον σου τον πιάσανε τον Μάη φέτος...

Βλ. και σχετικό λήμμα μαγιόξυλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τρώω γκομενάκι. Το φιστικώνω. Το γράφω στον κατάλογο με τις κατακτήσεις. Από το ιταλικό colazione = κολατσιό, τσιμπολόγημα.

  2. Δαγκώνω κάποιον / κάποια στο πορτοφόλι. Του / της τσιμπολογάω χρήμα.

  1. Το έχεις κολατσίσει το μωράκι;

  2. Άσε μαλάκα, δεν κολατσίζεις εδώ, είναι καβουρομάνα ο τύπος.

Μετά το κολατσιό, ακολουθεί η κανονική μάσα (από Marco De Sade, 01/05/09)...Φτάνει μη σου κάτσει τίποτα τέτοιο στο λαιμό (από Marco De Sade, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την ακούω με ντραγκζ. Φτιάχνομαι, γίνομαι σκατά, με την καλή έννοια.

Γιατρέ, δεν κλάνω πια (βλ. μύδι)...

(από xalikoutis, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίσω στο παρελθόν, στις αχαρτογράφητες εποχές της τρυφερής παιδικής ηλικίας της δικής μας και των μεγαλύτερων αδερφών και ξαδέρφων μας, πριν από το ίντερνετ, πριν από τους ίδιους τους οικιακούς υπολογιστές, μια από τις γλυκές αμαρτίες ήταν η επίσκεψη στα ηλεκτρονικά ή αλλιώς ουφάδικα.

Δεν είχες μόνο την μάνα και τον πατέρα να σε κυνηγούν μην τυχόν και σε τσακώσουν εκεί...

Δεν ήταν μόνο η αστυνομία που έκοβε βόλτες πού και πού και, όσο και να πεις, τους φοβόσουνα μη τυχόν σε βάλουν φυλακή και σε γράψουν οι εφημερίδες για κανένα street fighter ή double dragon...

Ούτε απλά τα μεγαλύτερα παιδιά που έβαζαν κατοστάρικο για διπλό και σε νικούσαν με δύο κόμπο ή, αν ήταν λιγότερο βουργούνδιοι ιππότες, απλά σε παραμέριζαν και έπαιζαν με το κρέντιτ σου... [κρεντιτ < credit = πίστωση, οι συμμετοχές στο παιχνίδι που αγοράζει κανείς με κέρματα]

Ή ο μαγαζάτορας που, είτε με πρόφαση, είτε εξαιτίας πραγματικού ντου από την ασφάλεια, σου κατέβαζε το γενικό και σου διέγραφε όλα τα ρεκόρ και τα κρέντιτ σου, αφήνοντάς σε να χτυπιέσαι πάνω σε μια μαύρη, καμπυλωτή (τότε) οθόνη...

Ήταν και ο ίδιος σου ο εαυτός που εθιζόταν και, ως εθισμένος, είχε όλα τα συμπτώματα: παρέες που είχαν το ίδιο σπορ, ψέμματα σε όλους τους παραπάνω για να πάρεις τη δόση σου, χαμένος χρόνος, κόλπα για να χρηματοδοτήσεις την ντόπα σου...

Ένα από αυτά τα τελευταία κόλπα ήταν εναντίον του αφεντικού. Τα πιο τσακαλάκια από την παρέα είχαν πάρει μάτι τον ρουμάνο όταν άνοιγε τον κερματοκουβά και είχαν σταμπάρει τον μηχανισμό. Έτσι, με λίγη εφευρετικότητα, ήρθε η πετονιά.

Έβαζαν λοιπόν οι πιτσιρικάδες διαρρήκτες στην σχισμή ένα κέρμα κολλημένο στην άκρη μιας πετονιάς, το άφηναν να ρολάρει κανονικά στη σχισμή και, μόλις αυτό περνούσε την ακίδα και έπεφτε το πρώτο κρέντιτ, το ανασήκωναν και η διαδικασία επαναλαμβανόταν όσες φορές χρειαζόταν για να μην καρφωθούν ή γίνει κανένα μπλέξιμο στο μηχάνημα. Μετά έβγαζαν τον μηχανισμό με τρόπο και ύφος ocean's eleven και βυθίζονταν στον κόσμο της οθόνης...

Η μέθοδος φυσικά λειτουργούσε και στα περισσότερα μηχανήματα με κέρματα του δρόμου (τσίχλες, γάντζος με αρκουδάκια και ρολόγια) αρκεί να μην το παρατραβούσες με την τύχη σου. Ύστερα, απ' ό,τι λεν οι πληροφορίες μου, μπήκαν δικλείδες ασφαλείας κατά της πετονιάς, αλλά ήδη πια το παιχνίδι ήταν αλλού...

Πέρα από το σλανγκικό ενδιαφέρον που έχει ιστορικά η έκφραση, την καταγράφω διότι τώρα πια, μεταξύ εκείνων των παιδιών που μεγάλωσαν (αλλά έμειναν εννοείται παιδιά), την άκουσα να χρησιμοποιείται και μεταφορικά: Σημαίνει την υφαρπαγή πολλών ευκαιριών που δεν κερδίσαμε με το σπαθί μας, την εκκίνηση με τρία γκολ αβάντζο ή, διαφορετικά, την απόλαυση μιας εμπειρίας χωρίς να την έχουμε πληρώσει όπως θα ήταν ο κανόνας.

(c) και αφιερωμένο στον Ναουσαίο φίλο και προσωπική μου σλανγκομηχανή...

  1. - Ρε μαλάκα Φλοκ τι κάνεις με τη σακκούλα τα ψωμιά πάνω στο Virtua Striker;
    - Κολλητέ μ' έστειλε η μάνα μου για κάτι ψώνια...
    - Ναι;
    - Αλλά πέρασα κλασικά από εδώ και έβαλα πετονιά για κρέντιτ για να το βγάλω το γαμίδι επιτέλους...

  2. - Γιατί δεν γράφεις κι εσύ στο slang.gr ρε φίλε; Αφού είσαι φυσικό ταλέντο!
    - Γουστάρω πολύ ρε συ, αλλά βλέπω τους πρώτους στη βαθμολογία και κωλώνω... Εγώ πρέπει να βάλω πετονιά για κρέντιτ και να πάρω δύο φανάρια αβάντζο για να καταφέρω κάτι...
    - Έλα, δεν είναι πρωταθλητισμός, σλανγκαθλητισμός είναι...

(από stathisbsg, 30/01/10)(από stathisbsg, 30/01/10)(από stathisbsg, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι μόνο «είμαι ασυνεπής» κατά συσσλαγκιστή, αλλά ειδικά φτύνω κάποιον, τον αψηφώ, δεν τον ακούω, τον περιφρονώ. Συνήθως το λέει ως διαμαρτυρία ο κλασμένος: «Γιατί με κλάνεις ρε φίλε» κτλ.

Το παρόν λήμμα είναι κατ΄εξοχήν «κλασικό» από κάθε άποψη.

- Εγώ το καλό σου θέλω ρε φιλάρα, κι εσύ με κλάνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι είναι. Τα πάντα είναι στο χέρι μας, εκτός από το τέλος μας. Το λεγόμενο αυτό προήρθε (νομίζω) από έναν κουτοπόνηρο χωρικό επί τουρκοκρατίας που θέλησε να γελοιοποίησει έναν Τούρκο αξιωματούχο, κρατώντας μέσα στη χούφτα του έναν ζωντανό σπουργίτη και ρωτώντας τον Τούρκο αν το σπουργίτι ήταν ζωντανό ή πεθαμένο. Αν ο Τούρκος του απαντούσε πεθαμένο, τότε απλά άνοιγε τη χούφτα του και το πετεινό θα πέταγε μακριά. Αν του έλεγε ο Τούρκος ζωντανό, ο κουτοπόνηρος χωρικός απλά θα έσφιγγε την χούφτα του και θα σκότωνε τον σπουργίτη.

Και ο Τούρκος του απάντησε: «Αν είναι ζωντανό ή όχι, είναι στο χέρι σου.»

Σαν αρχή λοιπόν το δεχόμαστε μια και το λέμε συχνά, αλλά και σε όποιον αναρωτιέται αν θα τα καταφέρει κάπου ή σε κάτι που κάνει.

Πράγμα που μας φέρνει στο άλλο αρχαιοελληνικό ρητό «το θέλειν εστί δύνασθαι» (όποιος θέλει μπορεί).

Και πραγματικά, αν θέλεις κάτι στην ζωή και το θες πραγματικά, θα γίνει (no matter what). Προσοχή όμως θέλει το τί εύχεται κάποιος, διότι παύει να είναι στο χέρι του, μια και υπάρχουν και άλλοι που εύχονται και επιθυμούν διάφορα που ίσως έρχονται σε αντιπαράθεση με τα δικά σου «θέλω» (αν ο θεός άκουγε τα κοράκια, θα μας είχε πεθάνει όλους) και τότε πάμε σε σύγχυση στο σύμπαν που, συνωμοτώντας να δώσει τα νικητήρια νούμερα του λόττο σε έναν που το εύχεται, δεν ξέρει τι να κάνει (το σύμπαν), διότι πολλοί είναι αυτοί που τα ζητιάνε τα νούμερα. Κι έτσι, τον πούλο όλοι. Να λοιπόν πώς βγαίνει τζακ ποτ τόσο συχνάκις.

- Λαμπάδα έταξα στον άγιο να μου φανερώσει τα νούμερα του λόττο,
αλλά τίποτα μωρή Μαρίκα...

- Άσ΄τα Τούλα μου, δεν το ζήτησες με δύναμη και ζέση αρκετή (τι λες μωρή καραπουτανάρα που θα σου φανερώσει εσένα τα νούμερα Άγιος, σε έμενα θα τα φανερώσει την επόμενη φορά), στο χέρι σου είναι χρυσή μου, στο χέρι σου. Άμα το θέλεις, έλεγε η μάνα μου, το μπορείς.

Δυσλεκτικοί υπήρξαν και οι Einstein, da Vinci, Churchill και J.F. Kennedy (από Vrastaman, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται, από τη λέξη Λούξεμπουργκ (Λουξεμβούργο) και παραπέμπει στο ομώνυμο δουκάτο, που έχει ως αρχηγό, τον Μέγα Δούκα Ερρίκο του Λουξεμβούργου. (που είναι δε, ο τελευταίος μέγας δούκας, στον κόσμο).

Αλλά... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.

Αναφερόμαστε εδώ, στο δουκάτο μιας αντρικής οικογένειας, αλλά και στον αρχιδούκα του (δούκα των αρχιδιών), τον Λούτσεμπουργκ (λούτσος... στο πιο αριστοκρατικό).

Ο Λούτσεμπουργκ έχει ως υπηκόους δυο όρχεις και διατηρεί τον τίτλο του ανώτατου άρχοντος, των σλανγκικών κάτω χωρών.

Ο αρχιδούκας, δεν θα μπορούσε να μην είναι τζέντλεμαν. Και εννοείται, πως όταν βλέπει κυρία σηκώνεται. Το σαβούρα βίβρ στο αίμα του. Ας μην... το κρύψωμεν άλλωστε.

Κι όταν κάποια τον φέρει στα ντουζένια του, τότε αυτός, ξεχνάει την ευγενική του καταγωγή και είναι σε ετοιμότητα για να κάνει λούτσα, άνευ διασπερματεύσεως, αυτήν που κατόρθωσε να ανυψώσει καταλλήλως το ανήθικον του κατόχου του.

Η χρήση του όρου γίνεται, είτε για να προσδώσουμε χιούμορ στο λόγο μας, είτε στα πλαίσια πειράγματος.

- Η Εριέτα, είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Μην πας και μιλάς για λούτσους μπροστά της, όπως έκανες την προηγούμενη φορά. Θα σε παρεξηγήσει.
- Ε τότε θα το πιάσω στο πιο αριστοκρατικό.
- Μπράβο!
- Δε θα ξαναμιλήσω μπροστά της για [λούτσο].
- Μπράβο!
- Θα μιλήσω για τον αρχιδούκα του Λούτσεμπουργκ, τον Λούτσεμπουργκ... χε χε χε - Γκρρρ!
- χε χε χε...

(από GATZMAN, 02/05/09)O Ερρίκος σε αναμνηστικό νόμισμα του 2004 (από GATZMAN, 02/05/09)Η πόλη του Λουξεμβούργου (από GATZMAN, 02/05/09)Με σλανγκική ματιά φαίνονται, το πέος κι οι όρχεις  (από GATZMAN, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική φράση, όταν ελπίζουμε να την βρούμε με εναλλακτικές αλτέρνατιβ ή λατέρνατιβ ηδονές με την καλή ή κακή έννοια.

Λουκιανός Κηλαηδόνης, «Βουλιαγμένη»:

Όσοι πηγαίνουν στην Βουλιαγμένη,
λέει ένας νόμος παλιός,
νύχτα με φεγγάρι κι είναι λίγο πιωμένοι,
πάντα την βρίσκουν αλλιώς.

Στο 1.30 η ατάκα (από Dirty Talking, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published