Further tags

Παίρνω πίσω όσα είπα, σα να τα κάνω γαργάρα και μετά να τα φτύνω, δεν είμαι συνεπής στον λόγο μου, ούτε ειλικρινής.

Έχουν ξεχυθεί πάλι όλα τα λαμόγια και κάνουν δηλώσεις και καμπάνιες με αφορμή τις ευρωεκλογές -για να τα κάνουν πάλι γαργάρα όταν τους περάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είμαι εντελώς απένταρος, στεγνός, βέρτζινος. Δεν υπάρχει σάλιο, δεν έχω μαντίλι να κλάψω. Κατάσταση που προκαλείται κυρίως μετά από ολοκληρωτική χασούρα σε τυχερά παίγνια, από κουμαρόλεθρο.

  2. Κατάσταση στην οποία περιέρχεται δυστυχές θύμα πλήρους ψειρίσματος κυρίως σε γκαρνταρόμπες καταστημάτων ή κατά τη διάρκεια του ύπνου.

  1. - Τί έγινε χτες στου μπαρμπα-απόχα ; Τους τα πήρες; - Με δουλεύεις ρε; Εντελώς καθαρός γύρισα.

  2. - Α, την πουτάνα, καθαρό με άφησε. Τον ψιλοπήρα και βρήκε ευκαιρία να μ' αδειάσει. Ούτε για τσιγάρα δε μου άφησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκή έκφραση για την ανάδειξη ως επί το πλείστον του ψυχικού πόνου. Αντίστοιχο του «Ωχ παναγιά μου».

Προσοχή, πρέπει να δοθεί έμφαση στον τονισμό τού «λέλε».

Με (τον / την) άφησε και έφυγε μακριά. Λέλε πόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απολύτως απένταρος μάγκας που, ως επί το πλείστον, έχει περιέλθει σ' αυτήν την κατάσταση από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες να ρεφάρει χασούρα από χαρτοπαιξία με ατυχή αποτελέσματα. Παρ' όλα αυτά, ο βέρτζινος δε θα κλειστεί στο σπίτι του να κλάψει τη μοίρα του αλλά θα γλεντήσει το καημό του με τράκα κρασάκι-τσιγαράκι. Παλιάς κοπής αντιλήψεις αλληλεγγύης στα πάθη του άντρα θα τον στηρίξουν μέχρι να ξαναπιάσει τη καλή.

- Γύρισε ο Τάκης βέρτζινος πάλι απόψε και τον παντόφλιασε η γυναίκα του.
- Άντε μωρέ τη σκύλα, όταν της τα φέρνει καλά είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από σύντομο ανέκδοτο που έχει περάσει στην καθομιλούμενη, είτε σαν χοντράδα από αποτυχημένα καμάκια, είτε ως αστεϊσμός ιδίως σε ανδροπαρέα για ασαράντιστους.

Συνήθως δε, προσθέτουμε ενδιάμεσα και κάτι ακόμη πιο σαχλό για να δέσει το γλυκό, όπως «πιες ένα ποτό» ή «δες την συλλογή γραμματοσήμων μου». To «πάμε σπίτι μου», που θα έπρεπε να προηγείται, παραλείπεται ή υπονοείται.

  1. (σκηνή από Greek καφετέρια. Αυτή πιπίνι τριζάτο, αυτός βερμουδιάρης χλέμπουρας)
    - Μωρό, πάμε για ένα ποτάκι μετά...;
    - Α μπα*, έχω να διαβάσω για εξετάσεις…(μαζεύει τα τσαμασίρια της)
    - Έλα μωρέ μωράκι, ένα ποτάκι θα πιούμε, δεν θα σε δαγκώσω.
    - Δεν μπορώ σου λέω, με περιμένουν οι φίλες μου… (έτοιμη να φύγει)
    - Κοίτα, έλα, πίνεις ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις! - Α, να χαθείς, γελοίε! (φεύγει τρέχοντας…)
    - Πάλι μόνος σήμερα, γαμώτο… Τι να φταίει άραγες;

  2. (συνάδελφοι, Παρασκευή βράδυ μετά το γραφείο…)
    - Πάμε για μιά μπυρωίνη με τα παιδιά να κουλάρουμε, θα ‘ρθεις μεγάλε ;
    - Α μπα*, πάω σπίτι, με περιμένει η γυνή, το πυρ (γιος) και η θάλασσα (κορούλα)…
    - Έλα μωρέ για καμιά ώρα, θα έχουμε μπυροκατάσταση, δεν θ 'αργήσουμε!
    - Όχι σου λέω, είναι μπερδεγουέη η φάση (και θα ξενυχτήσω και στο slang.gr…)
    - Έλα ρε συ, πιες ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις!
    - (το σκέφτεται, και για να μην τον περάσουν και για μάπα…) Καλά τότε, για ένα ποτάκι μόνο, ε ;

*@ φίλε Gatz ούτε εδώ υπάρχει αναφορά στους ΑΒΒΑ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο προερχόμενο εκ της σημασίας του ρήματος τσαμπουκαλεύω ως μαρτυρώ, πονηρεύω κάποιον. Ο τσαμπουκαλεμένος είναι και ο άνθρωπος που έχει κάποιον φάκελο στην αστυνομία και αποφεύγει εντυπωσιακές επανεμφανίσεις.

Κοινή χρήση στις μέρες μας του επιθέτου γίνεται μεταξύ χασικλήδων εκ πεποιθήσεως ή εκ παραδρομής, συνήθως νεαρότερων ηλικιών, με ενθουσιασμό και διάθεση για πρόοδο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις αναφέρεται σχεδόν πάντοτε στα πακέτα τσιγάρων είτε μαλακά είτε σκληρά με τον παρακάτω διαχωρισμό:

Σκληρό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί το εσωτερικό μαλακό χαρτονάκι που βρίσκεται κάτω από το καπάκι στο μπροστά μέρος του πακέτου. Χρησιμεύει ως τζιβάνα για τους βιαστικούς.

Μαλακό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί η διάφανη πλαστική μεμβράνη που εμποδίζει την υγρασία. Χρησιμεύει ως πρόχειρος αποθηκευτικός χώρος ή αυτοσχέδιο σακ βουαγιάζ. Βέβαια και τα σκληρά πακέτα διαθέτουν τέτοια μεμβράνη, αλλά καθώς τα μαλακά δεν διαθέτουν χαρτονάκι, η αδικία εις βάρος των μαλακών θα ήταν ανεπίτρεπτη ειδικά σε ανθρώπους της συγκεκριμένης ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης.

Θύματα τσαμπουκά τέτοιας μορφής πέφτουν συνήθως ανυποψίαστες πληθυσμιακές ομάδες, τυφλοί, γυναικόπαιδα και ιερωμένοι. Θεωρείται επίσης μεγάλη τιμή να τσαμπουκαλευτεί πακέτο χωμένου στα πράγματα πλην αντιπαθητικού συνανθρώπου μας.

- Ρε Κωστάκη το πακέτο της μάνας μου είναι τσαμπουκαλεμένο... - Δεν είναι της μάνας σου αυτά ρε, της γιαγιάς σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σκοπό έχει να αντικρούσει ή να ξορκίσει οποιονδήποτε άνθρωπο ή κατάσταση στρέφεται επιθετικά και με θρασύτητα εναντίον μας. «Γορίλας» μπορεί να σημαίνει είτε λαμόγιο, είτε γυναίκα-Πατσάνγκας που κάνει κίνηση προς το μέρος μας (αντίστοιχα, σε άντρα, ένας παιδοβούβαλος με διάθεση για καμάκι), είτε μεθόδευση-μπινιά που υπονομεύει τα κεκτημένα μας δικαιώματα, οτιδήποτε τελοσπάντων θεωρούμε ότι πρέπει κανονικά και με τον νόμο να τηρείται ελεγχόμενο για την ασφάλειά μας πίσω από τα σίδερα ενός κλουβιού, κυριολεκτικά (ως φυλακή) ή μεταφορικά (ως καταδίκη στην αγαμία ίσως;).

Προέρχεται από μια ατραξιόν του ποιοτικού μετα-μεταπολιτευτικού ελληνικού πανηγυριού, τον θρυλικό γορίλα. Ο γορίλας ήταν μια μούφα sci-fi παράσταση στην οποία παρουσιαζόταν ένας άνθρωπος κλεισμένος σε κλουβί, βυσματωμένος με καλώδια που και καλά τον μεταμόρφωναν σε άγριο γορίλα. Η όλη υπερπαραγωγή έκανε χρήση της τελευταίας λέξης της lo-fi τεχνολογίας 8mm προτζεκτόρων για να προβάλουν την εικόνα της μεταμόρφωσης του πρωταγωνιστή σε ωρυόμενο γορίλα. Το σχετικό ποιηματάκι που φώναζε από τα μικρόφωνα το αφεντικό-μουεζίνης καλούσε τον κόσμο τραγουδιστά: «Γορίλα, γορίλα, γορίλα! Πίσω γορίλα! Άτιμο παιδί! Θα μου κλείσεις το τσαντίρι!»

Για τις ηλικίες κάτω από οκτώ, το θέαμα ήταν αρκετά τρομακτικό, για τις υπόλοιπες ήταν τρομακτικά ηλίθιο.

[σ.ς. Ακολουθώ την απλουστευμένη γραφή της λέξης με ένα λ]

Βλ. και για μαλάκες ψάχνεις;

  1. - Αντιλαμβάνομαι ότι κλείσατε πρώτη θέση, αλλά αν δείτε στα ψιλά γράμματα...
    - Αμάν! Για πε...
    - Αγοράσατε την οψιόν πρώτης θέσης, σε περίπτωση που υπήρχαν ακυρώσεις και...
    - Πίσω γορίλα! Καλά ναυτιλιακή έχετε ή κωλοχανείο εδώ πέρα; Τζάμπα τόσα ευρώ δηλαδή;
    - Λυπάμαι κύριε...
    - Στ' αρχίδια μου κύριε!

  2. - Όχι ρε πούστη, κι εδώ με βρήκε ο μπόγος;
    - Για χάρη σου κανόνισε και ήρθε στο πάρτυ, την εορτάζουσα ούτε που την ξέρει. Σήμερα θα σου την πέσει, στάνταρ.
    - Πίσω γορίλα! Μόνο πρόσεξέ με να μην πιω τεκίλες απόψε...

  3. - Η υπερβολική βοήθεια προς τον πολίτη δημιουργεί τεμπελιά και απάθεια...
    - Πίσω γορίλα, θα μας πεις ότι φταίει κι ο πολίτης για το χάλι του ΕΣΥ και του ΙΚΑ τώρα!
    Από εδώ (διασκευή).

έλα στον γορίλα! (από MXΣ, 18/12/09)Οι φεμινίστριες καλλιτέχνιδες Guerilla Girls (από Khan, 15/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι χλωμό και σπάνιο να ανταμώσει κανείς χλωρίδα και πανίδα στο ευρύτερο κλανόν άστυ. Με εξαίρεση βέβαια το πλαστικό Χριστουγεννιάτικο δέντρο που ο Δήμιος Αθηναίων Νικηταράς ο Δενδροφάγος φυτεύει άπαξ τον χρόνο και την ενδημική ποικιλία κατσικίδιων αρουραίων της συνομοταξίας Rattogamosaurus Graecus.

Εξ ου και η ανά οθόνη λεξιπλασία της Έλσας από το Lexilogia Forum.

Ο φυσιοδιφικός σύλλογος Αθηνών «Ομέρ Πριόνης» διοργανώνει rafting και Ιλισό και σαφάρι στον Ελαιώνα. Μη ξεχάσετε να φέρετε πετονιές, αεροβόλα, τσεκούρια και πλαστικές σακούλες για να απο-θανατώσετε την όποια διαφυγούσα χλωμίδα και σπανίδα. Πληροφορίες εντός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σεσί νε πά σλανγκ, άι νόου, αλλά μ΄έπιασε να παρανομήσω.)

  1. Ισιώνω την στροφή όταν δεν την ακολουθώ πιστά, την κόβω όσο πιο κάθετα μπορώ. Αγαπημένο παιχνίδι των καυλόγκαζων, ιδίως σε ορισμένους επαρχιακούς δρόμους (η Χίος έχει ένα ωραίο τέτοιο σημείο, αν θυμάμαι καλά είναι μεταξύ λιμανιού και Μεστών), όπου οι στροφές είναι απανωτές, υπάρχει πλήρης ορατότητα, κι έτσι τις ισιώνεις όλες μαζί, τουτέστιν για 4-5 ψαλίδες εσύ πας ντουγρού -μεγάλη κάβλα. Παρόλ' αυτά όμως, έχει πλάκα κι όταν δεν έχεις ιδιαίτερη ορατότητα. Με το ίσιωμα της στροφής κερδίζεις σε χρόνο, κουράζεις λιγότερο το αυτοκίνητο και τη μέση σου, σπας όμως τα νεύρα του κατακαημένου συνοδηγού.

  2. Ισιώνω το γλυκό, την πίτα, τον μουσακά, την τούρτα, το ζελέ. Η κλασική δικαιολογία ώστε να το φας τελικά ολόκληρο. Το ίσιωμα ενός φαγητού ή γλυκού είναι μέγας ψυχαναγκασμός της άπληστης και ναρκισσιστικής προσωπικότητας που θέλει όλα να τα ελέγχει. Είναι κάτι σα να σπας μπιμπίκια. Αν δεν τα σπάσεις όλα, δεν ησυχάζεις. Αν λοιπόν αρχίσεις και τρως πχ. ένα γλυκό μέσα από το ταψί ή την φόρμα του, δηλαδή το έχεις ολόκληρο μπροστά σου, ξέρεις ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις -επειδή είναι παχυντικό, επειδή δεν είναι ευγενικό να μη βρουν τίποτα οι άλλοι, επειδή θα ξεράσεις στο τέλος, επειδή, επειδή. Για να το καταφέρεις αυτό, προφασίζεσαι ότι θα φας τόσο μέχρι που θα ισιώσει το υπόλοιπο (έτσι, για το μάτι), δεν θα έχει δηλαδή προεξοχές, καμπύλες και λοιπές προκλήσεις. Πώς γίνεται όμως και δεν ισιώνει ποτέ και στο τέλος τρώγεται όλο, άγνωστο.

  1. Ρε μαλάκα, κόφ' το επιτέλους, μας έχεις γαμήσει να ισιώνεις τις στροφές, έχεις κι άλλους μέσα στ' αμάξι ξέρεις...

  2. - Έλα ρε! μην τρως άλλο ρε πστ!, δεν θα μείνει τίποτα για μαααας!
    - Τώρα, τώρα, να το ισιώσω και τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση ταξιτζήδων για το γέμισμα του ρεζερβουάρ (reservoir, δεξαμενή καυσίμων). Σημαίνει ότι το γεμίζεις μέχρι που δεν παίρνει άλλο, μέχρι το χείλος, ξέχειλα.

Χρησιμεύει όταν θέλουμε μα πούμε σε κάποιον να αυξήσει ταχύτητα σε ένα μηχάνημα (αυτοκίνητο - μοτό).

  1. Φουλάρισέ το φίλε μέχρι τα μπούνια, έχω δύσκολη νύχτα απόψε.
  2. Φουλάρισέ το ρε μαλάκα, πάει, μας προσπέρασε ο πουστάρας!

Βλ. και φουλάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified