Further tags

Με χαλάει που δεν μου μιλάει, δεν με γονιμοποιεί, δεν με ρωτάει, δηλαδή σπάζομαι, τρελαίνομαι.

Αν η διάθεσή μας είναι φτιαγμένη, ας πούμε κτισμένη, η συμπεριφορά του / των άλλων μας τον γκρεμίζει τον χτισμένο τοίχο της διάθεσής μας, άρα μας τον χαλάει.

Επίσης με χαλάει η πίτσα με αντζούγιες και βατόμουρο, δεν πίνω θεσσαλικό τσίπουρο γιατί με χαλάει.

Δεν το κάνω με προφυλακτικό μωρό μου, με χαλάει η μυρουδιά του καμένου λάστιχου...

Σχετικά: μου την σπάει, μου την δίνει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη κουβέντα. Να φας, να πιεις, μεγάλη κουβέντα να μην πεις.

Δεν μιλάμε για ξεκούραση, όχι, μιλάμε για ήσυχη συνείδηση (light) και για ύπνο (αραχτός). Βέβαια το «αραχτός» δεν είναι και υποχρεωτικά ο κοιμώμενος.

Κάποιος που κοιμάται χωρίς χάπια, σαν πουλάκι -χωρίς τις Ερινύες να του στοιχειώνουν τον ύπνο του ώστε να μην έχει ένα ρεμ ήρεμο.

Αν κάποιος ενήλικας κοιμάται 7 ώρες κατ' ελάχιστο, προλαβαίνει ο οργανισμός του να αναδομηθεί. Μεγάλο πράγμα ο ύπνος, πιστέψετε με.

Πρέπει να το έχει πει ο Χάρης ο καθαρός.

- Τέρμα το αραχτός και light για μένα. Έχω πέντε μέρες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος ρε φίλε, από τότε που χτύπησα αυτό το σκυλάκι στον δρόμο... Βλέπω τη φάση σαν εφιάλτη...
- Μην ανησυχείς αδελφέ, ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μία πρόσληψη δεν γίνεται αξιοκρατικά, αλλά ύστερα από πουτσοδότηση ανδρικού μορίου. Λογοπαίγνιο με τα «μόρια», που μετράνε για να προσληφθεί κάποιος σε μια δουλειά. Πρβλ. λήμματα: τσιμπουκωτός, -ή, Ζαχόπουλος, βυζογραφικό.

- Καλά, πώς πήρε αυτή την δουλειά; Αφού δεν είχε τα τυπικά προσόντα!
- Ναι, αλλά ανέβηκε με μοριοδότηση.

(από Khan, 28/02/14)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάφυση τρίτου όρχεος, της οποίας τα καταγεγραμμένα περιστατικά και η εν γένει ύπαρξη χάνονται στην αχλύ των γενετικών μύθων, είναι παρ' όλ' αυτά η πιο γνωστή και κυρίως αμφιλεγόμενη μετάλλαξη την οποία μπορεί κάποιος άρρην να εμφανίσει. Τραγωδία ή κωμωδία; Φρίκη της δυσαρμονίας και της στυτικής δυσλειτουργίας, ή ευλογία του σπερματοπαραγωγικού back up;

Μπροστά στο ενδεχόμενο να βγάλουν και τρίτο αρχίδι, τρεμοπουλίζουν τα φυλλοκάρδια των κάθε λογής γκρηνιάρηδων, ενώ οι συμφιλιωμένοι με το γενετικό λιαξ αρακατάνγκ και τη θνητότητά τους μειδιούν στωϊκά και ολίγον ηλίθια.

- Καλά ρε μαλάκα, ερχόμαστε στη φύση για να φάμε κονσέρβες;... κι όχι τίποτα σοφτ, από το LIDL να 'ούμε;
- Το πολύ πολύ να βγάλεις τρίτο αρχίδι...

- Εγώ αυτά δεν τα τρώω... Τον κατάλογο της γκρήνπις δεν το διάβασες ρε μαλάκα... 4 φορές στον έστειλα...
- Σιγά μη βγάλεις τρίτο αρχίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της έκφρασης «κατά το δοκούν» με παραπλήσιο νόημα. Χρησιμοποιείται όταν, ελλείψει στρατηγικής, ο καθείς προτρέπεται να ενεργήσει σύμφωνα με τις ορέξεις της ψωλής του. Να κάνει ό,τι του καυλώσει, να ακολουθήσει της ψωλής του το χαβά, να 'χει πυξίδα τ' αρχίδια του και τη ψωλή βελόνα.

Η επιλογή της ενδεκάδας γίνεται κατά το καυλούν του προπονητή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω παχύνει τόσο, που παθαίνω έκλειψη πούτσου. Δηλαδή, επειδή παρεμβάλλεται ο όγκος της κοιλιάς μου, δεν βλέπω τον πούτσο.

Πηγή: Vrastaman.

- Ρε, είδες τον Βαγγέλη πώς πάχυνε;
- Ναι, ζήτημα είναι αν βλέπει τον πούτσο του.
- Μπα, ούτε γκαυλωμένο δεν τον βλέπει!

(από Dirty Talking, 08/06/09)εμπυρίες... (από BuBis, 08/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ταλαιπωριέμαι, δεινοπαθώ, υφίσταμαι κακουχίες.

Το ξύλο νοείται εδώ μεταφορικώς. Αν φάμε κανονικό ξύλο, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τότε λέμε ότι τις μαζέψαμε, ότι μας τις έβρεξαν, ότι μας κοπάνησαν, ότι μας έκαναν ασήκωτους κλπ.

Εντούτοις, η έκφραση τρώω ξύλο αφορά κυρίως ταλαιπωρίες σωματικές. Διότι όπως έλεγε ο Foucault, σε τελική ανάλυση όλες οι εξουσίες και οι καταπιέσεις έχουν ως αποδέκτη το ανθρώπινο σώμα, και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγής σε κάτι πιο χειροπιαστό.

Παραδείγματα:

Ξύλο τρώω όταν έχει πέσει πολύ χώσιμο στη δουλειά και δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

Ξύλο τρώω όταν βρέχει καρέκλες και γω είμαι με το μηχανάκι στο δρόμο.

Ξύλο τρώω όταν είμαι (πάλι) με το μηχανάκι κι από τις πολλές λακκούβες του γαμόδρομου, έχω πάρει τη μέση μου στο χέρι.

Ξύλο τρώμε όταν είμαστε συνεπιβάτες σε αμάξι και από τα πολλά στροφιλίκια του δρόμου, κοντεύουμε να ξεράσουμε τ' αντέρια μας.

Ξύλο τρώμε σε πολύωρο ταξίδι με αερόπλανο, όπου από το στριμοκώλιασμα στην αεροπορική έχουμε γίνει σαν ανάποδο γαμώτο.

Υπάρχει όμως και η ψεχολογική (sic) διάσταση του θέματος:

Όταν π.χ. πάμε να γράψουμε εξετάσεις (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ) και τα θέματα είναι γενικώς απάλευτα, λέμε πως έπεσε ξύλο.

Η οποία ψεχολογική διάστασις είναι στο φινάλε σωματικός ντουβρουτζάς, διότι πας σπίτι σου μετά το εξεταστικό βατερλώ και απ' τα νεύρα σου πονάει το κεφάλι σου, οι αρθρώσεις σου, οι μύες σου και θες απαξάπαντος ένα τσιγάρο ρε πούστη μου να ισιώσεις. Γενικώς τις όποιες διακρίσεις μεταξύ σωματικού και ψυχολογικού τις έχουμε αποδομήσει προ πολλού (όπως και πολλές άλλες)...

Ξύλο δεν τρώνε μόνο οι άνθρωποι, τρώνε ενίοτε και τα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που κατά όλες τις ενδείξεις έχουν ψυχή: τα μηχανοκίνητα.

Όταν π.χ. βγάζεις βόλτα το καινούργιο σου κωλοφτιαγμένο σαυρίδι κι αρχίζουν να τερματίζουν οι αναρτήσεις απ' τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τότε το έρμο το αμαξάκι τρώει ξύλο κι η καρδιά του κάβουρα κατόχου ραγίζει...

- Είδες ο Γιαννάκης αμαξάκι που χτύπησε; Μερσεντικό SLK καμπριούμπα περικαλώ... Τριάντα χηνάρια ζεστά ζεστά ακούμπησε.
- Ναι ρε, μαζί ήμασταν την Κυριακή και τραβηχτήκαμε προς Τρίπολη για να το ανοίξουμε λίγο και να ξεκαυλώσουμε.
- Και λοιπόν;
- Νταξ, στην Εθνική πάει χαρτί το εργαλείο, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Δεν ξέρεις όμως τι τραβήξαμε όταν χωθήκαμε κατά λάθος σ' ένα χωματόδρομο κοντά στην Κόρινθο. Κάναμε 6 χιλιόμετρα σε 30 λεπτά. Τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό σου. Έφαγε ξύλο το αμαξάκι, και μαζί φάγαμε κι εμείς.

κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09)κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09) (από xalikoutis, 10/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω τον απόλυτο έλεγχο κάποιου, ή έτσι θέλω να πιστεύω, τον κάνω -με την κακή έννοια- ό,τι θέλω, τον εκμεταλλεύομαι σα να ήταν κάτι άψυχο ή τυπικό, σα να βάζω πρόγραμμα το βίντεο να γράφει, την πολυσιντιέρα μου να παίζει, σα να ταχτοποιώ το καρνέ με τα επαγγελματικά ραντεβού της εβδομάδας, κλπ.

- Δεν βγήκατε απόψε με τον Τάσο;!
- Όχι. Και καλά είναι άρρωστος. Κατάλαβες; Με έβαλε πρόγραμμα ο μικρός. Θα του ξηγήσω εγώ όμως τι θα πει φιστίκι! Άαααμα ξαναδεί κοκό, κλάψε με...

Got a better definition? Add it!

Published

Ουσιαστικοποίηση του νατουραλιζέ πια τούρκικου επιρρήματος και συνδέσμου demek που, σε αντίθεση με την Σαλονικιώτική του έννοια, του δήθεν δηλαδή, σημαίνει στα οθωμανικά «επομένως», «άρα», «συνεπώς», «κατά συνέπεια», «για τον λόγο αυτό».

Η ντεμεκιά θα μπορούσε να μεταφραστεί ως την δηθενιά, δηλαδή κατάσταση όπου το υποκείμενο είναι τελείως δήθεν, ψεύτικο, κάλπικο, πουλάει μούρη και φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Για τους πάσχοντες από το σύνδρομο της Ανορθόγραφης Παράτονης Ακρόασης, ακούγεται ως και ντεμέκια, δηλαδή χαμουτζίδικη ντεμέκ φτηνή βρισιά για τους μπουγατσοφάγους βόρειους γείτονες μας.

  1. Από βλόγιον σε συζήτηση για το ασφαλιστικό:
    Αφού με τόση επανάσταση μας είπε ότι δε θα περάσει, φαντάζομαι ότι προτίθεται να πληρώσει και το λογαριασμό. Αλλιώς ντεμεκιά και τζάμπα μάγκας...

  2. Από έτερον βλόγιον σε συζήτηση για τις εκλογές:
    χαρακτηριστική ντεμεκιά.... «στις εκλογές νικητής ήταν η... δημοκρατία» ή «να γίνει ανταλλαγή απόψεων και να προάγουμε τον γόνιμο διάλογο»

  3. Από παρ' άλλο βλόγιον σε συζήτηση για μια θεατρική παράσταση:
    Να κι ένα τρέχον αρτ πράμα από τη Νέα Υόρκη που δεν είναι (μόνο) ντεμεκιά.

  4. «Ναι, κοροϊδεύετε τα ντεμέκια ρε χαμουτζήδες εδώ κάτω, αλλά άμα τύχει και ανεβείτε στην φραπεδούπολη μένετε με τον στόμα ανοιχτό ιδίως με τα μωρά της. Άρα μόκο, και ερωτική πόλη είναι και καλό φραπέ έχει»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθαρή εξήγηση, το ντόμπρο φέρσιμο.

Ξηγιέμαι, είμαι ξήγας, είμαι ξηγημένο άτομο, ξηγιέμαι καλά, όμως έχουμε και το «ξηγιέμαι άσχημα» ή «δεν ξηγιέμαι καλά», άρα η ξήγα μπορεί να είναι και το αντίθετό της, αντί δηλαδή να μας ξεκαθαρίσει τη στάση του κάποιος, να μας την βρωμίσει κι άλλο.

  1. - Καλή ξήγα ο τύπος ε;
    - Αφού τά 'χουμε πει, το άτομο είναι σπαθί, τι λέμε τώρα...

  2. - Φίλε, δεν κάνεις καλή ξήγα, μας τα μπέρδεψες κομματάκι τα πράγματα, για ξαναρίχ' τα αλλέως ναούμ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified