Further tags

Λαμογιά είναι αυτό που κάνει το λαμόγιο. Ως γνωστόν, λαμόγιο είναι ο κράχτης στο παιχνίδι του παπά. Αυτός που κερδίζει σε συνεννόηση με τον παπατζή με προφανή σκοπό να σε παρασύρει στο παίγνιο. Οπότε λαμογιά είναι η συγκεκριμένη συμπεριφορά και γενικότερα να είσαι αβανταδόρος. Ο όρος έχει πάρει ευρύτερη έννοια για να σημάνει οποιαδήποτε διαπλοκή, μίζα, ζήμα, βαλτοπαίδι, βία και νοθεία, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Υπάρχει και η μπυρολαμογιά.

Πηγή: Βάσκος, Άλλος, Χανκ.

Από το άσμα: Πού είναι ο Βάγκνερ, πού είναι ο Πουτσίνι;

Κοίταξε τι γίνεται μες' την κοινωνία
όλοι στροβιλίζονται στην ανωμαλία
κοίταξε αγάπη μου ρίξε μια ματιά
όλοι οι διαπλεκόμενοι
μεσ' στη λαμογιά.

Που είναι ο Βάγκνερ
που είναι ο Πουτσίνι
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν είμαστε σε μια κατάσταση προσωπικής νιρβάνας για κάτι καλό που μας συνέβη ή νομίζουμε ότι μας συνέβη και νιώθουμε σαν τον πούστη Δία, όπως απεικονίζεται από καλλιτέχνες του (τουρκο)μπαρόκ και του ροκοκό να κάθεται πάνω σε σύννεφα ως πατέρας και γαμιάς θεών και ανθρώπων. Πλην η φράση δηλώνει γνώση της μικρότητας και του μπανάλ της νιρβάνας μας ή και του ψευδαισθητικού της χαρακτήρα κατά το άσε με να νομίζω. Μπορεί να ειπωθεί και από τρίτο λοιδωρόντας κάποιον που νομίζει.

Νομίζει πως επειδή του έδωσε το τηλέφωνό της η θεομούνα φραπομούνα, που εντός του σερβίρει το φραπέ, κι επειδή του κάνει τα γλυκά μάτια στο πουτό, ότι θα είναι και εκτός καψουρεμένη μαζί του! Καλά, όταν κατέβει απ' το μικρό του συννεφάκι θά 'χει χάσει κανά σπίτι στα στριπτητζοδάνεια.

Ο πούστης Δίας στο μικρό του συννεφάκι. (από Dirty Talking, 23/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιός σλανγκικός τρόπος για να πεις «και τα λοιπά».

Ως γνωστόν, ο κεντροαριστερός χώρος χαρακτηρίζεται για την πολυδιάσπασή του. Αν η Δεξιά μοιάζει με μια Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που μπαίνουν όλοι στο μαντρί (στις μέρες μας εξαιρετικά σχετικό κι αυτό), ο αριστερός χώρος μοιάζει περισσότερο στην πολυδιάσπαση των προτεσταντικών σεκτών και παραφυάδων. [Αν και, βέβαια, το (προς λημματογράφηση) κουκου (-ε ή ό,τι άλλο) είναι κι αυτό μια εκκλησία].

Ιδίως στα 80ς υπήρχε μια πολυδιάσπαση, στην οποία ο Χάρρυ Κλυνν αναφερόταν στον δίσκο «Μαλακά» ως: «Θέλω να ευχαριστήσω το κουκουέ εσωτερικού, το κουκουέ εξωτερικού, το κουκουέ μουλού, το λουμουκουκουέ, του μουκουκουελού, το λουκουκουεμού, το κουκουελουμού, το λουμουκουκουέ, το κουκουεμπουλκουμέ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις άμα λάχει ναούμ».

Οπότε επειδή είναι εκ προοιμίου αδύνατον να αριθμήσει κανείς τα αριστερά σχήματα, κοτσάρει στο τέλος το «και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις», για να ξεχωρίσει τις «δυνάμεις της Αριστεράς και της Προόδου» από τις δυνάμεις της Δεξιάς και της Συντήρησης.

Εννοείται ότι η χρήση της φράσεις σατιρίζει μια ευρεία αριστερή ρητορεία κατά την οποία το πολιτικό φάσμα διχοτομείται έτσι απλά. Αλλά χρησιμοποιείται ειρωνικά και από αριστερούς για να καυτηριάσουν δυνάμεις που προφάνουσλυ δεν είναι δημοκρατικές.

Σταδιακά, φτάνει να σημαίνει ό,τι και το «και τα λοιπά». Συνώνυμα: «και άλλα δαιμόνια», από το βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές «Περί Έρωτος και άλλων δαιμονίων» (και τα δαιμόνια είναι δύσκολο να τα απαριθμήσεις, τόσο εκτενή λίστα που διαθέτουν).
«και ταλιμπάν»: Ο υποτίθεται κυπριακός τρόπος να πεις «και τα λοιπά», κινδυνεύοντας να σε μπαγλαρώσουν στο Γκουαντανάμο.

  1. Ο όρος «λαμογιά» έχει πάρει ευρύτερη έννοια για να σημάνει οποιαδήποτε διαπλοκή, μίζα, ζήμα, βαλτοπαίδι, βία και νοθεία, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Δες εδώ.

  2. Η Χορταρού, ο Γιαουρτάς και οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Δες εδώ.

  3. Ακούστε ονόματα στον Παναθηναϊκό: Εμπέντε, Γκαλίνοβιτς, Γκονζάλες, Μόρις, Άντοσόν, Μπόβιο, Μπίσκαν και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις.
    Δες εδώ.

  4. Τους υποδέχθηκαν αρκετοί ψηφοφόροι του Κακλαμάνη (ΜΑΤ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις).
    Δες εδώ.

(από Khan, 27/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας μιλήσουμε τώρα, για εκείνο το γλυκό που ακούει στο όνομα κρέμα καραμελέ. Για ένα γλυκό που προκαλεί τέρψη των οφθαλμών και δημιουργεί μια ανείπωτη ευχαρίστηση στη στοματική κοιλότητα. Μιλάμε για ένα είδος παχύρρευστου γλυκίσματος που ψήνεται στο φούρνο και περιχύνεται με σιρόπι καραμελωμένης ζάχαρης. Και μην ξεχνάμε, μιλάμε για κρέμα. Πράγμα που σημαίνει πως έχουν χτυπηθεί κάποια υλικά, προκειμένου να γίνει κρέμα.

Ώρα όμως για να πάρουμε πάσα στο σλανγκικό πεδίο. Πάμε περιπτώσεις;

Μιλάμε λοιπόν για:

1) Γλυκιά καυλοσυνάτη γκόμενα (παστάκια, νουαζέτες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις), με πλούσιο βυζογραφικό και αρμονική ταλάντωση. Για τύπισσα με ισχυρό αιδοιομαγνητικό πεδίο, που αιχμαλωτίζει ματιές και σηκώνει κεφαλές στο πέρασμα της. Για γκόμενα που, ως λικνιζόμενη κρέμα καραμελέ, αποτελεί το πιο γαμάτο γιατρικό για όσους έχουν πτώση ζαχάρου. Αυτή έχει μερακλή ζαχαροπλάστη πατέρα. Λέμε τώρα... Βλ. σχετικά και και η κλανιά της βάλσαμο. (βλ. παρ. 1).

2) Παχύσαρκο άτομο που ζει για να χτίζει κοιλιακούς. Μιλάμε για άτομο που μοιάζει με κινούμενο ζελέ, του οποίου η παλινδρόμηση της κοιλίας του, θυμίζει το δίχως άλλο, κρέμα καραμελέ. (βλ. παρ. 2).

3) Άτομο της γερολαίας με σώμα γαλλικό σίγμα, που τρέμει σαν κρέμα καραμελέ, όταν κινείται. Όλα σχεδόν τα μέλη του, χορεύουν πεντοζάλη. (βλ. παρ. 3).

4) Άτομο που έχει προσβληθεί από τη νόσο του πάρκινσον και δονείται σαν κρέμα καραμελέ. (βλ. παρ. 4).

5) Πολύ λεβεντόκωλο άνθρωπο. Για τσαγιέρατου ελέους ο λόγος, που από το πολύ σπάσιμο της μέσης, επηρεάζει το στάτους των πλευρικών ανέμων και προκαλεί μεταβολή στα data του καιρικού δελτίου, δελτίου που εκφωνεί μια άλλη κρέμα καραμελέ (η Πετρούλα). (βλ. παρ. 5).

6) Για κάποια περιοχή που έχει δεχτεί ισχυρό καταστροφικό χτύπημα (όπως χτυπιούνται και καλά κάποια διακριτά υλικά προκειμένου να γίνουν κρέμα), π.χ.: βομβαρδισμός (βλ. παρ. 6).

7) Το τσουτσού σορόπ κάποιου γλυκοτσούτσουνου. (βλ. παρ. 7).

  1. - Καλά ποια είναι αυτή η σεινάμενη και λυγάμενη που βγαίνει από το γραφείο του προέδρου; - Η νέα του γραμματέας είναι. Μπουκιά και συγχώριο, ε;
    - Μμμ Η απόλυτη κρέμα καραμελέ φίλε μου. Μμμ!

  2. Έχεις δει το Γιώργη τελευταία; Κρέμα καραμελέ κατάντησε. Άσ' τα, άμα δεις πως χορεύει η κοιλιά του όταν περπατάει, θα τα παίξεις.

  3. - Είδα χθες τον κυρ Μανώλη στο δρόμο. Μιλάμε, λες και βλέπεις κινούμενη κρέμα καραμελέ. Περπατά και διαλύεται. - Ε... ενενήντα και είναι ο άνθρωπος. Πάλι καλά. Θα ζούμε εμείς στην ηλικία του;

  4. Η κυρά Μαρία έχει προσβληθεί από νόσο του πάρκινσον. Τρέμει λες κι είναι κρέμα καραμελέ.

  5. - Γιατί λένε στη δουλειά κρέμα καραμελέ τον Πέτρο; - Επειδή κουνιέται σα βάρκα σε τρικυμία και επειδή ο τύπος αρμέγει το φίδι τρεις φορές την ημέρα, προ και μετά φαγητού. Καλά τίποτα δεν έχεις καταλάβει;

  6. Γιατί το να βομβαρδίζει κάποιος είναι εύκολο. Τη στήνεις απέναντι στην Ιταλία και πατάς κουμπάκια μέχρι η άλλη χώρα να γίνει κρέμα καραμελέ.
    Δες

  7. Λόλα: Αδερφούλα μου βγάζει μια κρέμα καραμελέ το σουτζούκ λουκούμ του Κώστα. Μμμ!; Να γλείφεις τα δάχτυλα σου.

(από GATZMAN, 24/06/09)(από GATZMAN, 24/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tamam στα τούρκικα σημαίνει ότι κάτι είναι εντάξει και στην ώρα του.

Για την μέση Ελληνίδα νοικοκυρά σχετίζεται με το φαγητό, όταν θα σβήσει την φωτιά και θα δοκιμάσει λέγοντας ταμάμ!

Στα αραβικά αν θες να πεις όλα καλά δεν θα πεις απλώς ταμάμ, αλλά kolo tamam.

Με λίγα λόγια και για έναν γκόμενο, ο οποίος έχει το πακέτο και μας ταιριάζει γάντι, λέμε ταμάμ, ενώ στην περίπτωση που δεν μας ταιριάζει λέμε kolotamam.

-Δοκίμασες;
-Μμμ, ταμάμ είναι!

-Πώς ήταν; Δοκίμασες;
-Αν δοκίμασα λέει; Μου ταιριάζει ταμάμ!

Η Χανιώτικη ταβέρνα Ταμάμ (από GATZMAN, 24/06/09)kolo tamam (από dryhammer, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο άλλος έχει προσόντα αυξημένου βεληνεκούς... και προσέξατε παρακαλώ την σύνδεση:

βεληνεκές το [velinekés]: η απόσταση που διανύει ένα βλήμα από το σημείο που εκσφενδονίζεται, ως το σημείο πτώσης: Πύραυλοι μικρού / μέσου / μεγάλου βεληνεκούς.

Έχει λοιπόν το πουλάκι μας, μεταφορικά και κυριολεκτικά, και το μέγεθος και την ταχύτητα που εντυπωσιάζει στο κάτω κάτω, αλλά δεν ξέρει τι να το κάνει, το έχει με λίγα λόγια μόνο για μόστρα.

Συνήθως ο εν λόγω φέρων το προσόν δεν έχει μόνο αυτό για μόστρα. Γενικά η έκφραση χρησιμοποιείται και για άλλα θέματα επιδειξιομανίας.

— Ακόμα να γίνει κάτι;
— Άστα ακόμα...
— Και καλά, αυτά που έλεγες περί ντουρασελιάς;
— Τζάμπα πάει, για μόστρα το έχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακροσκελέστατο λήμμα που περιγράφει μια απλή και γνώριμη Ελληνική ομορφιά.

Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε απαιτήσεις, φιλικών συνήθως ατόμων, που σου ζητούν κάτι που απλά θα μπορούσαν να το κάνουν και μόνοι τους, αλλά, είτε σκυλοβαριούνται, είτε σε χτυπάν εκεί που πονάει, στο φιλότιμο, γαμώτο… Και να δεις, που στο τέλος θα του την κάνεις… όχι φυσικά την πίπα!

Να μην χρησιμοποιείται σε αγνώστους, γιατί μπορεί να δημιουργηθούν τίποτε παρεξηγήσεις… Αν τώρα κάποιος όντως θέλει να του κάνει μια, πάω πάσο…

  1. - Ρε μεγάλε, μιας και θα μου φτιάξεις εκείνον τον καφέ, δεν πετάγεσαι μέχρι το περίπτερο να μου πάρεις και ένα πακέτο τσιγάρα… Α! Και καμιά σκέτη μπουγάτσα ρε. Με κρέμα, ε! Α να σου πω, να συνδεθώ στο facebook, από το λαπτόπι σου;
    - Μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα, λέμε;

  2. - Aχ, μωρουλίνι μου, θα μου πάρεις εκείνο το αυτοκίνητο, που μ’ αρέσει πολύ, για τα γενέθλια μου;
    - Nαι μωρό μου, μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;
    - …

(από BuBis, 24/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ειρωνική/χιουμοριστική φράση συνώνυμη του «Όλα βαίνουν καλώς» ή «Όλα Καλά». Το χιουμοριστικό οφείλεται στο ομοιοκατάληκτον. Η ειρωνεία από την άλλη, έγκειται στο αυστηρά μιλιταριστικό/απολυταρχικό πνεύμα της φράσης και μάλιστα από δυο πηγές:

  1. Το Τευτονικόν της φράσης που φέρνει στο νου βηματισμό χήνας, άψογη προσσσσ’χή! και αναφορά του Obersturmfuhrer στον SS Λοχαγό Karl-Heinz Frachten von Zipper.

  2. Τη χρήση της λέξης Kommissar. Ως επίσημος τίτλος στην Ρωσία (комисса́р), μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο (πολιτικός) Κομισάριος ήταν υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος, ισόβαθμος του Διοικητή σε στρατιωτικούς σχηματισμούς με αντικείμενο τον έλεγχο του στρατού από το Κόμμα (ένα είναι το κόμμα!). Καμία διαταγή του Διοικητή δεν δινόταν αν δεν είχε προηγηθεί έλεγχος και έγκριση από τον Κομισάριο. Όπως είναι αντιληπτό, ο Κομισάριος ήταν ο φόβος και ο τρόμος παρέα με την KGB και το στρατιωτικό της αδελφάκι, την GRU.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η κανονική χρήση της γίνεται για να δηλώσει αναγνώριση του αδιαμφισβήτητου κύρους του παραλήπτη και τον (σχετικό) φόβο προς την εξουσία του, πλην όμως στην περίπτωση μας, «with a twist» που λένε και οι Αγγλοσαξώνοι.

Η χρήση της φράσης λοιπόν εντοπίζεται κυρίως στα εξής:

Κοινωνικά
Με ανάλογη διάθεση ως απάντηση σε αίτημα/ερώτηση φίλου:

Χιουμοριστικά
- Τι έγινε ρε φίλε, ξεμπέρδεψες με τις εξετάσεις;
- (με ευχαρίστηση): Alles klar Herr Kommissar!

Ειρωνικά
- Πήρες ρε μαλάκα κανά παγωτό; Λιώσαμε απ’ τη ζέστη.
- Alles klar Herr Kommissar. Με βανίλια Μαδαγασκάρης και στους -2 βαθμούς κελσίου για το αφεντικό…

Προς έτερον ήμισυ
- Μωρό μου, τάϊσες τον σκύλο; έβαλες πλυντήριο; πλήρωσες τη ΔΕΗ; κανόνισες το φροντιστήριο του μικρού;
- Alles klar Herr Kommissar. Όλες οι δουλειές καπούτ.

Επαγγελματικά
Αν γνωρίζονται καλά και υπάρχει καλή/φιλική σχέση, ο υφιστάμενος το χρησιμοποιεί ως απάντηση σε περιπτώσεις όπου ερωτάται από προϊστάμενο για την εξέλιξη κάποιας ενέργειας ή έργου:
- Γιώργο τι έγινε με την παραγγελία του Μητσάρα;
- Alles klar Herr Kommissar. Ολοκληρώθηκε και έφυγε σήμερα το πρωί.

Αν οι σχέσεις δεν είναι καλές, η φράση χρησιμοποιείται στο κρυφό ως μπινελίκι:
- Δημητρίου ακόμα να τελειώσεις τις διορθώσεις;
- Είναι 1500 σελίδες κ. Διευθυντά και μου το δώσατε πριν 30 λεπτά…
- Δεν έχει σημασία παιδί μου. Ως στέλεχος πρέπει να είσαι αποδοτικός και ταχύς.
- (sotto vocce): Alles klar Herr Kommissar, κλαπαρχίδι. Εγώ φταίω που σταμάτησα την Γραψαρχιδίνη
- Τι είπες παιδί μου;
- Τίποτα, τίποτα…

Προς την Εξουσία
Συνήθως στο χαμηλόφωνο, εκτός αν θέλεις να προκαλέσεις την μήνιν του βλαχαδερού με την εξουσία. Στην περίπτωση των στρουμφακίων είναι βέβαια οξύμωρο καθώς η φράση στην Γερμανική είναι σχεδόν κυριολεκτική («Μάλιστα ή όλα καλά κύριε Αστυνόμε») και δηλώνει ευγένεια και συμμόρφωση προς τας εντολάς:
- Άδεια, δίπλουμα, ασφάλεια (στου χαντάκ)…
- Alles klar Herr Kommissar…
- Ποιόν είπις Κλαρ ρε χουλιγκάνε; Ακολούθα με στου τμήμα για να μαθ’ς να βρίζεις…

Για την ίδια χρήση υπάρχει και το: Γιαβόλ μαιν Κομαντάντ στο Δημόσιο Πρόχειρο (σλανγκασίστ)

Έμμεση σλανγκασίστ: ironick (βλ. σχόλια εδώ).

Εξ’ ολοκλήρου χρήση της φράσης στο χιτ του 1982 “Der Kommissar” (το μήδιον είναι θαύμα αισθητικής 80s) του μακαρίτη Falco.

Ως ανωτέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σειρά κοκκινοσκουφιστικών οραμάτων των βιαστικών ή νεοσυλλέκτων φαντάρων. Αξίζει να δούμε μερικά:

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω φωνές = 100 και σήμερα (αναλόγως) είναι πολλές;

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω Πέγκυ Ζήνα = μήπως απολύομαι τον άλλο μήνα;

- Περπατώ στο δάσος και βλέπω φίδια. Απολύομαι; Αρχίδια...

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω κρούτσου - κρούτσου = μήπως απολύομαι του Αγίου Πούτσου;

και το κορυφαίο (με εκτροπή απο το μέτρο): - Περπατώ στο δάσος κι ακούω Άννα Βίσση. Βλέπω το φίλο μου το Γιώργο και του λέω, ρε Γιωργάρα, μας έχουνε ΓΑΜΗΣΕΙ!

Περπατώ στο δάσος και πίνω Fanta, πουτάνα Λήμνο αντίο για πάντα! (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδεις όροι του λεξιλογίου των ξενύχτηδων. Όχι όμως των ξενύχτηδων γενικώς και αορίστως. Αναφερόμαστε σε όσους είναι ταγμένοι μέχρις εσχάτων, δηλωμένοι τρελοί με τα «πολιτιστικά κέντρα» του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Περισσότερο γνωστοί ως σκυλάδες ή μπουζουκάδες.

Σκουπίζω σημαίνει κάθομαι μέχρι τελικής πτώσεως, έως το απόλυτο τέλος του προγράμματος. Φεύγω τελευταίος απ' τους τελευταίους. Δε το κουνάω ρούπι μέχρις ότου ο χώρος να αδειάσει εντελώς, να έχουν ανάψει τα φώτα και οι πακιστανοί να σκουπίζουν το μαγαζί ώστε να είναι έτοιμο για την επόμενη νύχτα μπουζουκοκραιπάλης.

Ισοδύναμες εκφράσεις με το σκουπίζω είναι τα «κάθομαι μέχρι το σκούπισμα» ή «προβλέπεται σκούπισμα απόψε».

Καταχρηστικά, οι εν λόγω εκφράσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για διαφορετικού τύπου νυχτομάγαζα, π.χ. κλαμπ με μη ζωντανή μουσική, συναυλιακούς χώρους κ.ο.κ. Όμως, στα μπουζουκάδικα, το σκούπισμα στο τέλος της βραδιάς ανάγεται σε τελετουργία, καθώς με αυτό απομακρύνονται ευλαβικά οι τεράστιες ποσότητες εκτοξευμένων λελουδικών, πεμπτουσία του συγκεκριμένου είδους διασκέδασης.

Ποιοί όμως συνήθως σκουπίζουν; Σίγουρα όχι οι χαϊχλίδογλου που κάθονται πρώτο τραπέζι κάλτσα. Αυτοί την κάνουν κατά κανόνα νωρίς, διότι θεωρούν το σκούπισμα ψιλογύφτικη και φτωχομπινεδιάρικη πρακτική, για τους ταλαίπωρους που θέλουν να αποσβέσουν κάθε σεντ που έσκασαν στην είσοδο. Γι' αυτούς δηλαδή που παν να βγάλουν απ' τη μύγα ξύγκι, διότι εκτός των άλλων δεν γνωρίζουν πότε θα μπορέσουν να ξανάρθουν. Οι γκαφράδες δεν έχουν τέτοιες ανησυχίες. Και αύριο εδώ θα είναι, και μεθαύριο κι όποτε γουστάρουν.

Η παραπάνω εικόνα δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα. Τα λαϊκά παιδιά δεν κάθονται μέχρι το σκούπισμα μόνο επειδή έσκασαν τα λεφτουδάκια που έβγαλαν με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα. Θα κάτσουν γιατί πραγματικά γουστάρουν, κι ας έχουν βγάλει κιρσούς στα πόδια απ' την ορθοστασία στον εξώστη. Τα νταλκαδιάρικα άσματα τους εκφράζουν και τους θυμίζουν το βασανάκι τους. Αντίθετα, οι περισσότεροι πλούσιοι πάνε καθαρά για την μόστρα, για τη λεζάντα, για να επιβεβαιώσουν το κοινωνικό και οικονομικό τους status.

  1. - Τι θα γίνει ρε μαλάκα Ηλία, θα την κάνουμε καμιά ώρα να πάμε και σπίτια μας; Ξέρεις αύριο δουλεύουμε κιόλας, σε περίπτωση που το ξέχασες…
    - Πας καλά ρε, τώρα στο καλύτερο θα φύγουμε, τώρα που γυρίζει; Κι εγώ δουλεύω αύριο, δεν κάνω έτσι. Στην τελική, μείνε μέχρι να φύγεις...
    - Αυτά τα κουλά να μην έλεγες ρε Λια, και τί στον κόσμο... Τέσπα, έτσι στο 'πα, κάνε ότι νομίζεις.
    - Έτσι μπράβο αγόρι μου, κούλαρε λίγο, χαλάρωσε και θα δεις δε θα σε χαλάσει. Και στην τελική το 'ξερες, ο Λιας αν δε σκουπίσει δε φεύγει από μαγαζί, όλα κι όλα.

  2. - Μαλάκα Ηλία, Παρασκευή που θα πας Πετρέλη - Οικονομόπουλο θα 'ρθω μαζί σου. Θα είναι κι ένα φιλαράκι από Καλαμάτα που φιλοξενώ.
    - Κανόνισε να μου την κάνεις όπως την άλλη φορά που έφυγες στις 2.30. Και στην τελική στα παπάρια μου, κάν’ την ότι ώρα θες, μόνο μη με πρήζεις και μη μ' αρχίζεις στα κλαψομουνίστικα, του στιλ έχω δουλειά την άλλη μέρα και δεν ξέρω γω τι άλλο.
    - Όχι ρε σου λέω! Είμαστε για σκούπισμα, κανονικά! Κι ο δικός μου καυλωμένος είναι, χώρισε και με τη δικιά του και καταλαβαίνεις. Προβλέπεται σκουπισματάκι αγόρι μου! - Καλά νταξ, το εμπεδώσαμε. Έμαθες κι εσύ ο άσχετος πως μιλάν οι μπουζουκάδες και τώρα ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified