Further tags

Η λέξη αυτή έχει προέρθει από τη ταλαντούχα Βούλα Βαβάτση την οποία την μάθαμε μέσα από πορνοταινίες. Το βαβατσελέ το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να εκφράσουμε κάτι με ένα επίθετο και δεν μας έρχεται κανένα! Τότε πετάμε ένα βαβατσελέ και τελειώνει εκεί.

Αυτό το πράγμα ήταν πολύ...πολύ...πολύ... βαβατσελέ ρε παιδί μου!

Για γερά νεύρα. (από Mr. Cadmus, 30/01/12)όρος που παραπέμπει λόγω επωνύμου και στον υπόγειο εδώ και κάμποσα τέρμενα,  Τώνη  (από GATZMAN, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλος ένας όρος, προερχόμενος από παιχνίδια MMO και RPG, όπου ένας από μία ομάδα παιχτών παίρνει για τον εαυτό του κάποιο μαγικό αντικείμενο, το οποίο βρέθηκε μετά από πολύωρη μάχη και κάψιμο, χωρίς να το δικαιούται και αμέσως εξαφανίζεται από την ομάδα, προκαλώντας την οργή των συμπαιχτών του. Συχνά, τέτοιοι παίχτες (γνωστοί και ως ninja- looters), αφού νιντζάρουν ένα αντικείμενο, αλλάζουν την εμφάνιση και το όνομα του χαρακτήρα τους για να μην γίνονται αντιληπτοί και από άλλους παίχτες.

Λίγο αργότερα, ο όρος επικράτησε και στην καθημερινή μας γλώσσα με τη σημασία: κλέβω, παίρνω κάτι στα μουλωχτά χωρίς να με πάρουν είδηση οι υπόλοιποι, ωστόσο, τα αποτελέσματα γίνονται αντιληπτά πολύ αργότερα, όταν θα έχω ήδη εξαφανιστεί, εφαρμόζοντας την αλάνθαστη τεχνική των νίντζα.

Άλλη μία αρκετά γνωστή ερμηνεία είναι η εξής: μαχαιρώνω (μεταφορικά πάντα) ή χτυπάω κάποιον πισώπλατα, χωρίς να καταλάβει από πού του ήρθε.

  1. απο δουλεια τπτ...
    σημερα θα μιλησω με μια ιδιωτικη κλινικη παλι...
    αν δεν βρεθει τπτ το κοβω να νιντζαρω κανα 2000 χιλιαρικα απο τους δικους μου και να την κανω εξω... (από εδώ)

  2. Εσυ κ455λοπαιδι, που τα τακίμιασες με τον Ντόλη, κοίτα να μαζέψεις την γλώσσα σου γιατι θα σε τραμπουκίσω και θα σε νιντζάρω. (από εδώ)

  3. Ο El σηκώθηκε να μου ρίξει τις άμυνες αφού ανακοίνωσε τον πόλεμο αλλά δεν είχε δει ποτέ του τον στόλο μου και δεν ήτανε δυνατό φυσικά να σιμάρει,έτσι έστειλε στο πρώτο κύμα τα μεγάλα σκάφη και στο 2ο τα 200000 ελαφριά με άλλα καλούδια που δεν θα μπορούσα με τίποτα να νιντζάρω... (από εδώ)

(από Mr. Cadmus, 19/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι συνώνυμη με το ''τα κάναμε σκατά''. Τη λέμε όταν κάναμε κάτι που μας βγήκε πολύ μπέρδεμα, που άλλο θέλαμε και άλλο κάναμε, που τέλος πάντων δεν μας πέτυχε.

Εναλλακτικά: κουρουβάχταλα.

- Πως ανοίγει αυτό τέλος πάντων;
- Άστο, άστο! Τα έκανες κουλουβάχατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι δεν έχει να κάνει με μετεωρολογία.Ο λόγος για τα μποφόρ της... μουνοθύελλας. Συνοδεύεται και από εκφράσεις του τύπου «με πήρε ο αέρας».

Δυο φίλοι μπαίνοντας σε καφετέρια.
- Πω, ρε μαλάκα τι γίνεται σήμερα; Πλακώσανε μποφόρια.
- Με έχει πάρει ο αέρας ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε νιώθει: Δεν καταλαβαίνει, δεν χαμπαριάζει τίποτα.

- Ρε γιωτόμπαλο, μισή ώρα περιμένω να με αλλάξεις. Την σκοπιά σου θα κάνουμε; Θα σε σκίσω ρε!
- Ηρέμησε ρε Μήτσο. Αφού δε νιώθει ο μπούφος. Ι3 είναι.

(από HardcoreGR, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή προς όποιον δεν καταλαβαίνει κάτι. Το reset χρησιμοποιείται στην γλώσσα των υπολογιστών για να δηλώσει την επανεκκίνηση, που συνήθως χρησιμοποιείται όταν ο υπολογιστής «κολλάει». Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το εκάστοτε στουρνάρι θα πρέπει να κάνει επανεκκίνηση στον εγκέφαλό του γιατί όσο κι αν προσπαθήσεις να του εξηγήσεις κάτι, αυτός δε νιώθει.

- Ο Μ. τα έχει με την Σ.; Θα τρελαθούμε τελείως!
- Γιατί ρε; Επειδή είναι άσχημος;
- Ανιωθίλα; Ρε παπάρα, κάνε reset! Ο Μ. είναι gay!

(από HardcoreGR, 30/01/12)(από HardcoreGR, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντερβεσίδικη παραλλαγή της γνωστής φράσης έγινε της πουτάνας. Χρησιμοποιείται κυρίως από κουτσαβάκηδες των Βορείων Προαστίων Αττικής. Συσχετίζεται συνήθως με υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και μετέπειτα ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Τι λέει ρε τζόννυ; Πήγατε τελικά για ξεφτιλίκια με τον νιάρη; - Ε ναι ρε μαλά! Παίχτηκε κωλίλα. Τα τσούξαμε, της - τέιν έγινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπεριφορά μεθυσμένου ατόμου που δεν συμβαδίζει με τις υπάρχουσες κοινωνικές συμβάσεις και τους αποδεκτούς κώδικες συμπεριφοράς.

- Άσ' τα να πάνε ρε φίλε. Ο Χριστάρας ξεφτιλίστηκε στις μπύρες προχθές, και τρέχαμε να τον μαζέψουμε από την Βριλησσού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων «καλησπέρα» και «σπέρμα». Προσφωνείται από αμφότερα και τα δύο φύλα:

  • Όταν κάθε καυλωμένος καλησπερ(μ)ίζει την κοπελιά του ή κάποια άγνωστη η οποία τον έχει ανάψει,
  • Στα προκαταρκτικά του σεχ την ώρα που ο λούτσος βγαίνει απ' το σλιπάκι και χαιρετάει το γατάκι.
  1. (χτυπάει κουδούνι) - Έρχομαι μωρό μου....
    - (ανοίγει την πόρτα) Ήρθα να δούμε DVD, όπως μου είπες.
    - Καλησπέρμα! Μμμμ...ντύθηκες όπως πρέπει βλέπω.

  2. - Τι είναι αυτό που έχει φουσκώσει στο σλιπάκι σου βρε παλιόπαιδο;
    - Για έλα να δεις. Κάποιος θέλει να σου πει κάτι.
    - Για να δω......ΩΩΩ!
    - Καλησπέρμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύς κόσμος, πολύς λαός.

Κοίτα ρε φίλε λαούρα στα εισιτήρια! Ούτε αύριο δεν ξεμπερδεύουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified