Further tags

Αποτρεπτικό θραύσης όρχεων.

Λιτή και περιεκτική έκφραση, που ανάγεται στην θειτσίστικη αποτροπή προς νήπιο, από το π.χ. να παίξει με θορυβώδες παιχνίδι (κοιμάται το μπλιμπλίκι), να τζολέψει εύθραυστο αντικείμενο (κοιμάται η τζαμαρία), να κάνει επικίνδυνη ταρζανιά (κοιμάται η κούνια), να ζητήσει παραμύθι (κοιμάται το βιβλίο) και εν γένει να της σκοτίσει το παπάρι.

Η απώτερη προέλευσή της, αποτελεί απήχηση της προσωποποίησης των παιχνιδιών στην παιδική συνείδηση (ότι το παιχνίδι «είναι ζωντανό»), π.χ. ο διαολής ήθελε να παίξει με κάποιο κουτσούνι/αρκουδάκι κλπ way past his/her bedtime, οπότε η παραμάνα με την έκφραση αυτή, πετύχαινε διά μιας να πείσει το ζερζεβούλη αφ' ενός ν' αφήσει το αρκούδι και να μην το (δηλ. την) ενοχλεί, τακτοποιώντας το σε κάποιο ψηλό ράφι (αφού καικαλά «κοιμάται το τσαμένο»), αφ' ετέρου σαν καλό παιδάκι να κάνει κι αυτό το ίδιο (δηλ. να πάει για νάνι), ώστε να ησυχάσει κομμάτι και δαύτη (η δόλjα).

Πάντως, η καταχρηστική επέκταση της προσωποποίησης στα πάντα όλα (δηλ. και σε αντικείμενα άσχετα με παιχνίδια αυτά καθ' αυτά), καθώς και η εμμονή στο πάτημα τσιρίδων σε κλίμακα «μη», είναι ενδεικτικά της τάσης των περισσοτέρων νταντάδων, να προτιμούν να προσέχουν μουγκά, καθηλωμένα ή σε κώμα πεσόντα παιδιά, για να δουν τηλεόραση με την άνεσή τους.

  1. (Η Περιέργεια)
    - Πώ ρε φίλε! Τί γαμάτο ηχοσύστημα είν’ αυτό; Καινούριο; Να σου πώ, παίζει και MP-3; Αυτό το κουμπάκι τί είναι;
    - Άστο, κοιμάται τώρα.

  2. (Έρως ο Λυσιμελής)
    - Μωρό μου, πόσον καιρό έχουμε να κάνουμε σέξ; Οι βυζάρες σου με τρελαίνουν!
    - Πάρ’ τα κουλάδια σου. Κοιμάται τώρα.

  3. (Η Έξοδος)
    - Είσαι να πάμε σε κανα κουτούκι Δράτσα μεριά;
    - Τρελός είσαι ρε; Πού να τραβηχτούμε εκεί κάτω;
    - Έλα ρε, τόσον καιρό έχουμε να βγούμε, ωραία θα ’ναι.
    - Κοιμάται τώρα.

  4. (Το Χρησιδάνειον)
    - Σεβαστέ μου πατέρα, μου δίνεις μια τα κλειδιά απ’ το αμάξι να πάω σε μια δουλειά; Σε μισή ώρα-τί λέω-δέκα λεπτά, θα στο φέρω πίσω. Ε; να το πάρω;
    - Κοιμάται τώρα.

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα επανειλημμένα σχόλια ή μηνύματα είτε με μορφή e-mail, είτε με μορφή σχολίων ή δημοσιεύσεων στον τοίχο κάποιου ατόμου στο Facebook. Το άτομο το οποίο κάνει τα σχόλια ή στέλνει τα e-mail ονομάζεται σπάμερ (spammer) και η πράξη αυτή ονομάζεται σπάμινγκ (spamming).

- Πω πω ρε συ...χτες στο Facebook τσάντισα τον Αλέξανδρο το χάκερ και μου γέμισε τον τοίχο ο κωλο-σπάμερ!

- Φιλαράκο πρέπει να έχω κολλήσει ιό στον υπολογιστή, γιατί το e-mail μου έχει γεμίσει από σπαμ...

@dino ;) (από jesus, 24/02/12)

Φυσικά το σπαμ δεν περιορίζεται στο Φατσοβιβλίο. Βλ. και σπαμαρχίδας, σπαμάρω, Spamστικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοπευτικός ορισμός απόδοσης σε μια σεξουαλική συνεύρεση. 1 βαθμός για κάθε εύστοχη βολή σε διαφορετική τρύπα. Με άριστα φυσικά το τρία!

Συνώνυμο: τριφασικό (γαμήσι)

- Τι έγινε χτες με την άλλην;
- Τρία στα τρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Τριφασικό γαμήσι: Ο νοών νοείτω, και δε θα μπω στον κόπο, να αναλύσω από ποιες «φάσεις» μπορείς να τον δώσεις σε μια γυναίκα! Να βοηθήσω λίγο ακόμα, αν γινόταν και απ’ τα αυτιά τότε θα μιλούσαμε σαφώς για τέταρτη φάση! (συνώνυμο: τρία στα τρία)

2. Τριφασικό μουνί: Τριφασικό μουνί χωρις να κάνει τριφασικό γαμήσι (βλέπε λήμμα) γίνεται; Εγκρίνω και επαυξανω τον ορισμο του συνάδελφου, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ένα μουνί δεν έχει μόνο διακοσμητική αξία αλλά και χρηστική! Έτσι νομίζω ότι είναι ολοκληρωμένος ο ορισμός...

- Αυτή που γνώρισες χτες στο μπαρ χτες, σου έκανε και πίπα;
- Εδώ σου λένε γαμήσι τριφασικό έπεσε, εσύ πίπα με ρωτάς αν με έκανε… τι μαλάκας είσαι!

- Τριφασικό μουνί σε λέω, τι ματάρες, τι κωλάρα, τι βυζάρες και στο κρεβάτι, ότι γίνεται το κάνει...

(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε χωρίς να συναντηθείς με κάποιον.

Το ζαμάνι προέρχεται από την τουρκική λέξη zaman (χρόνος, εποχή, περίοδος), η οποία με τη σειρά της οφείλει την ύπαρξή της στην περσική زمان (zamān).

Στα ελληνικά χρησιμοποιείται μόνο στη συγκεκριμένη έκφραση.

[Ο Γιώργος με τον Σπύρο πηγαίνουνε μαζί σχολείο. Τον Σπύρο τον βιάζουνε και φεύγει Αυστραλία. Μετά από 10 χρόνια (ή ζαμάνια, τώρα που το μάθαμε) τον συναντά τυχαία στο μετρό]

- Πού 'σαι ρε Γιώργο; Εσύ είσαι ρε αδερφέ;
- Σπύρο! Καλά, δεν το πιστεύω! Χρόνια και ζαμάνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδικό παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο, καθισμένα γύρω από τη μάνα, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνη βγάζει τη ζώνη της ή ένα λουρί ή σχοινί και πρώτα σχηματίζει μ’ αυτό διάφορα σχήματα, π.χ. ένα αχλάδι, ένα μήλο, ένα καλάθι κτλ. Τα άλλα πρέπει να μαντέψουν τι παριστάνει. Όποιο το βρει, του δίνει η μάνα το λουρί και τότε εκείνο έχει το δικαίωμα να σηκωθεί και να κυνηγήσει τ’ άλλα παιδιά. Η μάνα μένει στη θέση της και κάθε τόσο φωνάζει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! ». Εκείνος που κρατεί το λουρί, συνεχίζει το κυνήγι του κι αν κτυπήσει κανένα παιδί, τότε εκείνο βγαίνει απ’ το παιχνίδι. Αν όμως η μάνα φωνάξει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! », τότε αυτός που κυνηγάει, πρέπει αμέσως να γυρίσει πίσω και να παραδώσει το λουρί στη μάνα, αλλιώς τα άλλα παιδιά έχουν το δικαίωμα να τον πάρουν στο κυνήγι και να του πάρουν το λουρί και να αρχίσουν μ’ αυτό να τον χτυπούν. (από http://users.sch.gr/vaxtsavanis/tris_kai_to_louri_tis_manas.html)

Και μια άλλη παραλλαγή: κάνουν κύκλο σε δυάδες τα παιδιά και ένα από αυτά, ως μάνα κυνηγά γύρω από το κύκλο το πρώτο που βγαίνει μετά από κλήρωση. Εκείνο για να γλυτώσει από τα χτυπήματα του κυνηγού με το λουρί, έχει δικαίωμα να μπει μπροστά από όποια δυάδα θέλει. Τότε το παιδί που είναι στην εξωτερική σειρά γίνεται το θήραμα. Αν το παιδί που κυνηγά, θέλει να σταματήσει, τότε κρυφά δίνει το λουρί σε όποιο παιδί θέλει της εξωτερικής σειράς και γίνεται εκείνο ο κυνηγός. (http://strimoniko.blogspot.com/2010/07/blog-post_3570.html)

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται για πολυχρησιμοποιημένους, προβεβλημένους όρους αλλά και για να δηλώσει επανάληψη, πολλαπλασιαστικά επίσης, θέλοντας να δώσει έμφαση στην ποσότητα αλλά και για να δηλώσει μια κατάσταση στην οποία υπάρχει δυσπιστία, καχυποψία και περιφρόνηση.

Παράλληλα χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια παραφροσύνη που επικρατεί σε μια κατάσταση χωρίς να εμβαθύνει στις αιτίες αλλά έτσι πιο φλου αρτιστίκ...

Ακόμη, ως βρισιά προς τη μάνα σου, οπότε παίρνει μπάλα και το λουρί της...

Συνώνυμα : (τρεις) + και μαλακίες, και κουραφέξαλα, και παπαριές, και τρέχα γύρευε, και άλλα πολλά...

  1. Δεν αντέχω άλλο με τη γραφειοκρατία, υπογραφές, πρωτόκολλα, θεωρήθηκε ο διευθυντής και το λουρί της μάνας. Αμάν πια...

  2. «Φράχτες - ελικόπτερα και το λουρί της μάνας», από άρθρο στο Ποντίκι (http://topontiki.gr/article/25996)

  3. Μια του πούστη, δυο του πούστη, τρεις και το λουρί της μάνας σου ρε γαμημένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τύπος φαλάκρας που χαρακτηρίζεται από τα εξής: α) Αποτελείται από έναν μεγάλο κύκλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
    β) Μπροστά υπάρχουν κάποια μαλλιά, οπότε η φαλάκρα είτε δεν έχει επαφή με το μέτωπο, είτε υπάρχει έστω ένα ασθενές χώρισμα λίγων τριχών. γ) Τα υπόλοιπα μαλλιά δεν είναι ούτε ξυρισμένα ούτε και τόσο κοντοκουρεμένα, οπότε υπάρχει έντονο κοντράστ φωτοσκίασης μεταξύ φαλάκρας και του υπόλοιπου τριχωτού της κεφαλής. Συνήθως δε τα μαλλιά είναι μαύρα σε αυτήν την περίπτωση, και όχι ξερωγώ ξανθά, άσπρα ή γκρἰζα.

Για τους παραπάνω λόγους σχηματίζεται ένας φωτεινός κύκλος που κάνει μπαμ στο κεφάλι του φέροντος και έτσι θυμίζει το φωτοστέφανο που φέρουν οι άγιοι στις εικόνες. Νομίζω ότι η αναφορά είναι λιγότερο σε ορθόδοξες εικόνες, όπου το φωτοστέφανο περικυκλώνει τον άγιο που τίθεται μετωπικώς, ενὠ περισσότερο παραπέμπει σε δυτικούς πίνακες ρωμαιοκαθολικής έμπνευσης, όπου το φωτοστέφανο συχνά εφάπτεται στο πίσω μέρος της κεφαλής του αγίου (ο οποίος μπορεί να εικονιστεί σε διαφορετικές γωνίες) σαν αιωρούμενο καπελάκι που δεν επικάθεται ποτέ πλήρως. Εξάλλου, η έκφραση οφείλεται στο ότι γίνονται αστεία με την φωτοχυσία που προκαλείται και καλά από μια φαλάκρα όπου αντανακλάται το φως και διαχέεται σε όλον τον γύρω χώρο, οπότε οι ειρωνευόμενοι τον φαλακρό το αποδίδουν καικαλούα σε υπερφυσικό φαινόμενο.

  1. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις που παρομοιάζουν το φωτοστέφανο με ηλεκτρική συσκευή που παράγει πηγή φωτισμού. Οι εκφράσεις αυτές λέγονται ειρωνικά ή αυτοειρωνικά όταν κάποιος προβάλλει για τον εαυτό του ίματζ άγιου, ή όταν κάνει επιδεικτικά μια υπερβολική καλοσύνη ή καλία.

Οι συνηθέστερες:

- βάζω το φωτοστέφανο να φορτίζει
- πρόσεχε μη μείνει το φωτοστέφανο από μπαταρία
- σβήσε λίγο το φωτοστέφανο μαζεύει κουνούπια.

  1. α. - Ρε μαμούχαλε ξύρισέ τα λίγο, που ντρέπομαι να σε γνωρίσω σε γκομενάκια μ' αυτό το φωτοστέφανο που κουβαλάς!

β. ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ; Μιλαω για εναν παχουλο που παντα εκανε την αδελφη με ασπρα μαλλια (αν κι οχι τοσο μεγαλης ηλικιας) κι εναν με χαρακτηριστικη φαλακρα (στυλ φωτοστεφανο) (Εδώ).

  1. α. Είμαι άγγελακι.... απλά τα φτερά μου είναι στο πλυντήριο, και το φωτοστέφανο φορτίζει!! (Εδώ).

β. - μην αγχωνεσαι..σε λιγο θα πεσει η μπαταρια απο το φωτοστεφανο μου.. Ο ναουτενιος δεν μου πηρε αλκαλικες...
Κατι χρησιμοποιημενες μου βαλε ο τσογλανος. (Εδώ).

γ. εγω παω για υπνο τωρα,θα σβησω το φωτοστεφανο να μη μαζευτουν κουνουπια και θα σας δω αυριο!!!φιλακια!!! (Εδώ).

Ο άγιος Ιερώνυμος, διά χειρός Caravaggio. (από Khan, 10/09/12)(από Khan, 14/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη θεατρική διάλεκτο σημαίνει ότι, ενώ γίνεται η παράσταση και βρίσκομαι στην κουίντα (τον χώρο δίπλα και έξω από τη σκηνή όπου οι ηθοποιοί περιμένουν κρυμμένοι από το κοινό για να βγουν στη σκηνή), κατά λάθος φαίνομαι από το κοινό χωρίς να παίζω εκείνη τη στιγμή στο έργο και χαλάω την υποβολή του θεατή στην υπόθεση του έργου, αφού με βλέπει να ξύνομαι και να κοιτάζω σαν χαζός κι εγώ τι γίνεται στη σκηνή!

  1. (από παράσταση στη Λυρική)
    - Η Νάγια σήκωσε την κουρτίνα και σφοράρουμε τώρα!
    - Τι κάνουμε;
    - Σφοράρουμε, έτσι λένε στο θέατρο, φαινόμαστε.
    - Ααα, μισό να το σημειώσω να το περάσω στο slang.gr....

  2. (από εδώ)
    ««Σφοράρω», σημαίνει στη διάλεκτο του θεάτρου: διακρίνομαι κατά λάθος ανάμεσα στις κουίντες. Δεν γνωρίζω αν από εκεί κατάγεται και η ονομασία της εταιρείας θεάτρου Sforaris, αλλά με τρεις κυρίως δουλειές στα έξι χρόνια ύπαρξής της έχει καταφέρει να διακρίνεται ανάμεσα στις κουίντες της θεατρικής μας πολυπραγμοσύνης.»

Στην αριστερή κουίντα της Λυρικής. (από Cunning Linguist, 30/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τάπα σε κάποιον, το ρούμπωμα.

A: Η δικιά σου δεν μπορούσε να βγείτε χθες, αλλά ήτανε με τις φίλες της για ποτάκι στο Γκάζι. Χοχοχο.
Β: Ναι, ενώ η δικιά σου ήταν στο σπίτι του Δημήτρη. «Χοχοχο» παπάρα.
Γ: Πωπω ταπίδιιι! Τι του είπε ρε!

(από HardcoreGR, 01/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν προτείνεται ένα πολύ ασθενές μέτρο ή λύση για ένα πολύ βαρύ πρόβλημα. Όπως στην έκφραση «πάει να γιατρέψει τον καρκινοπαθή με ασπιρίνες». Πολύ συχνή έκφραση στο δημοσιοκαφρικό ιδίωμα σχετικά με την οικονομική κρίση, όπου κάθε τόσο ακούμε ότι προτείνονται «μέτρα- ασπιρίνη» για τα ανίατα προβλήματα της Μπουρδελλάδας.

  1. Δεν αντιμετωπίζεται με μέτρα «ασπιρίνη» το καρκίνωμα της φοροδιαφυγής. (Εδώ).

  2. Barclays: Ασπιρίνη τα νέα μέτρα, αναγκαία η αναδιάρθρωση. (Εδώ).

(από Khan, 01/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published