Further tags

Ο παγκοσμίου φήμης άγνωστος.

  1. Χρησιμοποιούμε τον όρο κυρίως για κάποιον ο οποίος κάνει μια αξιομνημόνευτη πράξη, αλλά όταν ψάχνουμε να δούμε ποιος κρύβεται πίσω από αυτήν την πράξη, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για κάποιον παντελώς άγνωστο, τόσο ώστε δύσκολα μπορεί να του αποδοθεί ευθύνη για την πράξη. Λ.χ. γράφεται ένα σημαντικό ή προκλητικό άρθρο σε ένα έντυπο και όταν ψάχνουμε ποιος είναι ο προκλητικός συντάκτης, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για κάποιον τελείως ασήμαντο, οπότε το κείμενο εγείρει πρόβλημα ως προς την πατρότητά του. Επίσης, σε κοινωνικά μήδια ή άλλα σάιτ του Διαδικτύου, κάποιος που κάνει προκλητικά σχόλια, χωρίς να έχει μια σταθερή ταυτότητα- λογαριασμό, ώστε να μπορεί να έχει κάποιο είδος διαδικτυακής υπευθυνότητας σε βάθος χρόνου. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, το να είναι κάποιος πουθενάκιας γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης με την έννοια ότι οι πουθενάκηδες χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση συμφερόντων ή απλώς προκλήσεων, χωρίς να υπάρχει υπευθυνότητα.

  2. Ο τίποτας ή ανθυποτίποτας, ο παντελώς ασήμαντος. Και εδώ όμως η έκφραση χρησιμοποιείται διαλεκτικά ή για κάποιον που κάνει μια σημαντική πράξη ή έχει μια σημαντική εξέλιξη ενώ ήταν ασήμαντος στο παρελθόν. Βλέπουμε δηλαδή κάποιον αίφνης να γίνεται διάσημος και αξιόλογος, έχοντας έρθει από το πουθενά, ουρανοκατέβατος. Ή για κάποιον που έχει έναν σημαντικό τίτλο ή θέση, ενώ στην ζωή του δεν κάνει τίποτα, και εδώ που τα λέμε, ίσως αυτό να είναι και το μυστικό του χάρη στο οποίο προόδευσε.

  3. Μπορεί να είναι και ο πουθενάς με την έννοια αυτού που δεν τον βρίσκεις ποτέ στο πόστο του.

1.α. Και άντε σου λέω ότι κάποιος Πουθενάκιας, έγραψε ό,τι έγραψε. Δουλειά του αρχισυντάκτη δεν είναι να διαπιστώσει κατά πόσον ισχύει κάτι; (Εδώ).

β. Κλασικός πουθενάκιας. Πετάει μια μαλακια το βοδι που ειδαν στη tv και τρεχει να το κανει ρτ (Από το Τουίτερ)

  1. α. Ο «πουθενάκιας» Τζόρβας από το σκούπισμα του πάγκου της Παλέρμο στην προεπιλογή της εθνικής και ένας από τους κορυφαίους τερματοφύλακες του φετινού. (Από το Φέισμπουκ)

β. Πρώην συνδικαλιστής της αστυνομίας νυν βουλευτής, περισπούδαστος πουθενάκιας, φαφλατάς ολκής και αν δεν μιλούσαμε σε δημόσιο βήμα θα του έδινα τον γνωστό χαρακτηρισμό που δίνουν οι Έλληνες μεταξύ των. (Εδώ).

  1. Ένας θιασώτης της κατάληψης, ένας φοιτητής πουθενάκιας, ένας ανώνυμος είρωνας ή ένας κουκουλοφόρος; Δύσκολη επιλογή! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος από σύνθημα οπαδών του Ολυμπιακού («όσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει, γαμιέται το σπίτι του κάθε Ενωσίτη» ή «και μπαίνει στο σπίτι του κάθε Ενωσίτη»), το οποίο τείνει να αυτονομηθεί και να λάβει διάφορες τροποποιήσεις. Λ.χ.

  1. Συνδέεται με το κλασικό μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι (βλ. παράδειγμα 3).

  2. Χρησιμοποιείται από εθνικιστές ως σύνθημα εναντίον θεωρουμένων ως μη Ελλήνων σε ομοιοκαταληξία με το «Κολοκοτρώνη» σε ρίμες τ. «όσο νυχτώνει, η πούτσα μεγαλώνει, γλείψτε τα αρχίδια του Κολοκοτρώνη/ πάρτε τσιμπούκι απ' τον Κολοκοτρώνη» κ.τ.ό., με σκοπό να καταδειχθεί πώς οι «μη Έλληνες» ταπεινώνονται και καλά από τους «Έλληνες».

  3. Γενικά, δηλώνει μια κατάσταση που όσο περνάει ο καιρός εκτραχύνεται και βαίνει προς το χειρότερο. Αλλά μπορεί και να δηλώσει, αντιστρόφως, την σταδιακή ανάδυση επαναστατικής προοπτικής (βλ. παράδειγμα 7).

Πάσα (Δ.Π.): allivegp

  1. Quizz από το Cosmopolitan: όσο νυχτώνει : 1) η πούτσα μεγαλώνει
    2) ρούφα το τρομπόνι
    3) share and watch KONY
    4) μη κοιμάσαι άλλο μόνη
    5) υπάρχουνε και τα πόνυ

  2. OSO NYXTWNEI,I PUTSA MEGALWNEI K MPAINEI ST SPITI T KA8E ENWSITI! K GAMISTE XANA TUS PELATES,OI OPADOI TUS EINAI AIWNIOI ORIVATES! (Το σύνθημα του Ολυμπιακού, στο youtube).

  3. Όσο νυχτώνει, η πούτσα μεγαλώνει. μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι! (Εδώ)

  4. Αντε γαμή-, άντε γαμήσου Πάγκαλε. Οσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει, η υπομονή του Ελληνα αρχίζει και τελειώνει. (Από μπλογκ)

  5. ΟΣΟ ΝΥΧΤΩΝΕΙ Η ΠΟΥΤΣΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΣΕ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΚΥΡΙΑΚΟ ΠΑΠΑΧΡΟΝΗ (Εδώ).

  6. Βασικά όσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει. Ο Καρατζφέρης δε φαίνεται να μπαίνει, άρα παίζει να ξαναπάμε σε δεύτερο γύρο. Λογικά τα ποσοστά των δύο θα πέσουν και άλλο. (Εδώ).

  7. ΟΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ ΝΔ ΠΑΣΟΚ ΛΑΟΣ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ..ΟΣΟ ΝΥΧΤΩΝΕΙ Η ΠΟΥΤΣΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΛΑΜΟΓΙΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΜΠΛΕ ΚΡΥΦΤΕΙΤΕ. (Εδώ).

  8. Oσο περνάει ο καιρός, τόσο μας γαμάνε και περισσότερο! Κατι σαν το όσο νυχτώνει, η πούτσα μεγαλώνει! (Εδώ)

(από Khan, 05/07/13)(από HODJAS, 10/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άγιωμαν: το σκούριασμα (κυπριακίζειν).

Άγιωσεν το ποήλατον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που το έχει σκάσει από κάπου, αυτός που δεν βρίσκεται εκεί που οφείλει. Βλ. και κατσάκι, κοπάνα, την κοπανάω, το σκάω.

    α. Από εδώ:
    Είμασταν μονάδα από τις πιο καραχύμα της επικράτειας, οι μισοί ήταν σκαστοί, και με το που μυρίστηκαν όλοι ότι κάτι παίζεται, σε λίγα λεπτά ήταν όλοι πίσω χωρίς να τους έχει φωνάξει κανένας

    β. Από εδώ:
    Hταν πολύ φιλικός σαν να με ήξερε χρόνια. Εκτίμησα το γεγονός ότι ήρθε σκαστός από την δουλειά του.[/I]

  2. Αυτός που κάνει ήχο έκρηξης, κυρίως μεταφορικά. Η ενέργεια που ολοκληρώνεται με ένταση, με πάταγο. Βλ. και σκάω, σκασίδι. Πρβλ. σκασάκια, μπραφ.

    α. Από εδώ:
    H κυβέρνηση θέλει να πνίξει το σκαστό σκάνδαλο της Zίμενς

    β. Από εδώ:
    Σκαστό ψεύδος!

    γ. Από εδώ:
    Παρακαλώ, δώστε ένα σκαστό φιλί στο γιο σας όταν έρθει, και τα συγχαρητήριά μου φυσικά!

    Ως εδώ λεξικογραφημένα, π.χ. εδώ.

  3. Το κομμάτι της ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης που κάποιος πραγματικά εκτίει στη φυλακή. Έλκει την νοηματική του προέλευση πιθανόν από το 2 παραπάνω, ως δηλαδή «καταβαλλόμενα» χρόνια που δεν σηκώνουν βερεσέ.

    α. Από εδώ:
    Δεν ελπίζω πια σε καμία αποφυλάκιση. Με το σύστημα των συγχωνεύσεων, παρανομούν εις βάρος μου. Δηλαδή εγώ για να αποφυλακιστώ θα πρέπει να εκτίσω 30 χρόνια “σκαστά” και ό,τι μου έχει καταλογιστεί με την ποινή του κ. Περικλή Παναγόπουλου.

    β. Από εδώ:
    Ο Παπακ. πρέπει να φυλακισθεί για καμιά δεκαριά χρόνια, -σκαστά, εννοώ-, μόνο και μόνο για το θράσος του να λέει κατάμουτρα στον ελληνικό Λαό ότι “έχασε” το CD.

    γ. Από εδώ:
    Εξίμισι χρόνια σκαστά στην Κέρκυρα, δεσποινίς μου. Εξίμισι χρόνια και τις πλήρωσα όλες τις μέρες, μία προς μία. Εχεις πάει ποτέ στην Κέρκυρα;[/I]

  4. Η μπαλιά, το σουτ, το γκολ ή το καλάθι κλπ που περιλαμβάνει γκέλα της μπάλας στο έδαφος.

    Από εδώ:
    ο Καραγκούνης εκτέλεσε φάουλ, ο Πατς έδιωξε, ο Μήτρογλου έκανε ένα σκαστό σουτ και ο «Τόρο» μπήκε στην πορεία της μπάλας και [...]

  5. Το μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο (ιδίως μηχανάκι) όταν το βάζουμε μπρος με σμπρώξιμο και εισαγωγή ταχύτητας στο κιβώτιο (λόγω αποφόρτισης της μπαταρίας κλπ).

    α. Από εδώ:
    Τώρα που το συζητάμε έχω μια απορία, στη γριά αρκετές φορές το έβαλα «σκαστό» με ψεκαστά όμως τι παίζει; Υπάρχει πρόβλημα να το «σκάσεις» αν δεις ότι δεν έχεις άλλη επιλογή;

    β. Από εδώ:
    δεν περνει μπρος... ουτε «σκαστό»!!! Καλημέρα! χθες έμεινα απο...(δε ξερω τι) στο παρκιν στα carrefour ευκαρπίας. πηγα μια χαρά και εκεί που θέλησα να φήγω... τίποτα...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω σκαστός: αποδημώ από τον μάταιο τούτο κόσμο πνιγμένος από το δίκιο, έχοντας πληγεί ψυχολογικά («σκάσει») από κάποιο καημό, κάποια αδικία, κάποιο σαράκι.

Συμπλήρωμα στον εξαιρετικό ορισμό του Πάτσμαν.

1.
«Ο Γιάννης πήγε σκαστός. Πρόκειται για μια ακόμη κρατική δολοφονία. Αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα σακχάρου το οποίο προφανώς επιδεινώθηκε λόγω του άγχους και των προβλημάτων που βιώναμε ως σύλλογος από τα χρήματα που μας έφαγαν και τις ζωές που μας κατέστρεψαν όσοι μας κυβερνούν» δήλωσε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο ενεργός πρόεδρος του σωματείου μικροομολογιούχων...

2.
Δείτε το βίντεο όπου ο εξάδελφος του 62χρονου, μιλώντας στο ilialive, υποστηρίζει ότι ο Νίκος Π., γνωστός με το παρατσούκλι «Κουτάλας», «πήγε σκαστός» από την αδικία που υφίστατο κάθε μέρα.

3.
«Ο Μανώλης πήγε σκαστός. Έσκασε από το άγχος του και από την στενοχώρια του. Μίλησα με την μητέρα του. Ήταν σαν το λιοντάρι μέσα στο κλουβί τις τελευταίες μέρες. Κάτι περίεργο τον είχε αγχώσει τρομερά. Από τη μία η συρρίκνωση προσωπικού, οι απολύσεις και το φάσμα της ανεργίας και από την άλλη οι δυσχερείς συνθήκες εργασίας, τον είχαν καταβάλει. Κρίμα. Η οδύνη μας είναι απερίγραπτη»

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.

  1. Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).

  2. Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).

  3. -Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).

  4. Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).

  5. Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βάζω κάτι στο ψυγείο.

  2. Βάζω κάποιον «στον πάγο», δηλ. προσωρινά τον αχρηστεύω.

Εντελώς τελείως φρέσκος νεολογισμός και, κττμγ, εξαιρετικά πρακτικός από γλωσσολογικής πλευράς.

  1. Πάρ' τα αυτά, ψυγείωσέ τα, και έλα μετά να με βοηθήσεις να μεταφέρουμε τα υπόλοιπα που είναι για την αποθήκη.

  2. Εφτιαξα τιραμισού... εγώ που ήξερα, είδα το λάθος του φιλαδέλφεια.
    Ψυγειώνω το μισού και ξενικώ το χοιρινό. Βάζω φούρνο, τσατάρω να μην κοιμηθώ όρθια και πιφ, πέρασε η ώρα, ξεραίνομαι που θάλεγε η Ζαμπετά.
    από εδώ

  3. Στην Ίντερ έχει Κρέσπο, Αντριάνο, Ιμπρα, Κρουζ και Σουάζο και έδιωξε τον έναν και ψυγείωσε τον άλλον για να παίζει με 1 επιθετικό επειδή έτσι ...
    (από εδώ -το ολοκληρωμένο κείμενο μπορεί να το δει όποιος γραφτεί στο φόρουμ, εγώ δεν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο με πρόσωπο, ενώπιον, μπροστά, ακριβώς απέναντι, φάτσα κάρτα, καρσί.

Νεόκοπη σχετικά φράση (ενδεικτικά, στο γκουγκλ χτυπάει απ' το 2006 και μετά), που αν και υπονοεί «τόσο κοντά ώστε να φτάνεις να στράψεις και χαστούκι», λέγεται βέβαια και μεταφορικά, χωρίς απαραίτητα να αφορά πρόσωπα, ούτε και να προϋποθέτει σωματική εγγύτητα (βλέπε παράδειγμα 4).

  1. Tο τζιπ σταματά και η σκρόφα με την παραλλαγή προσπερνά αεράτη και με ψαρωτικό ύφος τον θαλαμοφύλακα και βρίσκεται φάτσα μπάτσα με 6-7 μαλαπέρδες [...] «Eλάτε ρε παιδιά, μαζευτείτε, γυναίκα μπήκε στο θάλαμο» φώναξε έκπληκτη και μάλλον ήταν ότι καλύτερο της είχε συμβεί απο την εποχή που έβγαλε τρίχες στο πράμα της. (από εδώ)

  2. “Φασιστoειδές” εναντίον “πολιτικού πτώματος” αυτές τις προσφωνήσεις αντάλλαξαν Αντιδήμαρχος Δ. Δέδες (Μίτε) και Βουλευτής Χρυσής Αυγής Στάθης Μπούκουρας. Μετά όμως ο Μίτε άφησε υπονοούμενα και για τον Γ. Γκιώνη που του απάντησε πως ότι έχει να του πει να του το πει φάτσα μπάτσα. (από ιστολόι)

  3. Κατεβήκαμε στο τέρμα της γραμμής μες στην τρελή χαρά,ούτε σε εκδρομή να ήμασταν χαχαχα! Φάτσα μπάτσα με το μπουρδέλο,ούτε ντροπή ούτε ενδοιασμοί...βουουρ στον πατσά. (από φέισμπουκ)

  4. Σκέψου π.χ. να πηγαίνεις στο λιμάνι της καρντασούπολης να πάρεις το καράβι για Σκιάθο. Βλέπεις τον πολύ τον κόσμο να πηγαίνει στο ωραίο καράβι, μπαίνεις κι εσύ σαν καλό κορίτσι, και βρίσκεσαι φάτσα-μπάτσα με τη Λέσβο. (από ιστολόι)

  5. Μπορείτε όμως να φανταστείτε πώς ένιωσα όταν ήρθα φάτσα-μπάτσα με τον Άγιο Βασίλη το Σάββατο το πρωί, ντυμένη με αμάνικο μπλουζάκι και πέδιλα!! (από ιστολόι)

Φάτσα με φάτσα: φάτσα κάρτα, φάτσα μπάτσα, φάτσα παρτίδα, φάτσα φιγούρα, φάτσα φόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μαζεύω προέρχεται από το αρχαίο ὁμαδεύω, δηλαδή συγκεντρώνω. Βάζοντας την λέξη «τις» μπροστά, εννοούμε πως μαζεύουμε φάπες, κλωτσιές, μπουνιές, μάπες κ.ο.κ. - που είναι όλα θηλυκού γένους, όπως λ.χ. η κλωτσοπατινάδα. Ωστόσο η φράση «τις μαζεύω» συνδυάζεται και με λέξεις που ανήκουν σε άλλο γένος (πχ «κουτουλίδι» βλ. παράδειγμα).

- Ο νεοναζί τις μάζεψε τελικά.
- Σοβαρά; Τι έγινε δηλαδή;
- Την ώρα που τραμπούκιζε έναν πακιστανό στα φανάρια, βγήκε ένας οδηγός και τον άρχισε στα κουτουλίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι αφάνταστα, βαριέμαι τη ζωή μου και δεν δουλεύω.

Άντε θα απολυθεί κανάς δημόσιος υπάλληλος που ξύνουν όλη μέρα το καβλί τους, ή εμείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα την πληρώσουμε πάλι;

Δες ακόμα: τα ξύνω, το ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified