Further tags

Σε πλήρη ανάπτυξη: μας πιάνει κωλοπρεμούρα.

Ξαφνικό, έντονο και όψιμο μπρίζώμα / κωλοπιλάλα προκειμένου να ολοκληρωθεί κάτι για το οποίο μέχρι πρότινος έπεφτε το κωλοβάρεμα τση της αρκούδας.

Επίσης, η υστερόβουλη και ανειλικρινής σπουδή να προβληθεί κάποια θέση ή να ολοκληρωθεί κάποια πράξη επειδή πουλάει, άσχετα εάν την γράφουμε εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

Εκ του ιταλογενούς πρεμούρα και του γαμοσλανγκοπροθήματος κωλό-.

1.
ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΧΕΙ ΠΙΑΣΕΙ ΚΩΛΟΠΡΕΜΟΥΡΑ ΔΙΑΣΡΕΒΛΩΝΕΤΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΤΕ ΝΑ ΠΕΙΣΕΤΕ ΤΟΥΣ ΑΦΕΛΕΙΛΕΙΣ! ΚΑΤΑΝΤΑΤΕ ΓΕΛΟΙΟΙ!

2.
ο Δένδιας και όλο του το σκυλολόϊ,έχει τελευταία μια κωλοπρεμούρα με τους ρομά. Τί σκατά θέλει ο κατήγορος των μπουκαλιών μπύρας ; Προφανώς να αρπάξει ψηφαλάκια από την χρυσαυγίτικη φάρμα ασπόνδυλων και να ικανοποιήσει τα μισανθρώπινα ένστικτα τόσο τα δικά του,όσο και του αφεντικού του μονόφθαλμου βουτυρομπεμπέ Σαμαρά.

3.
Εσυ Ποπαρα μου δεν γουσταρεις τους Ελληνες γιατι εισαι βολεμενο μουνόπανο και σε επιασε ο πονος και η κωλοπρεμουρα για τους αλλοδαπους. Να τους παρεις ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ μεγάλη πείνα.

Έχει πέσει μεγάλη ψωμολύσσα, δεν υπάρχει ούτε ψωμί να φάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέσιμο.

Εχθές έφαγα μια σφανταλιά και με πονάει ακόμα η μέση μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πια κάποιος ή κάποια κατάσταση μας έχει σπάει τα νεύρα τόσο πολύ, κοινώς μας «έχει πρήξει τα αρχίδια», και αυτό συνεχίζεται εις διπλούν, εις τριπλούν, εις το διηνεκές... τότε μπορούμε (όχι και τόσο χαρούμενοι) να αναφωνήσουμε τον όρο πρηξαρχιδισμός, ως μια απόφανση από την οποία δε μπορούμε να ξεφύγουμε. Κι αυτό στο πλαίσιο της τραγικής κατάστασης η οποία μπορεί να μας κάνει ακόμα και να γελάσουμε ωσάν τρόφιμοι κάποιου ιδρύματος ψυχικής υγείας!!!

Περιμένεις το λεωφορείο και αυτό δεν έρχεται ποτέ;
Το παιδί σου επιμένει να πάτε βόλτα σε ώρες που είναι αδύνατον;
Το αφεντικό στη δουλειά σε αναγκάζει να κάνεις ένα σωρό άκυρες εργασίες άνευ ουσίας και άνευ σημασίας;
Ε!!! Πρηξαρχιδιμός!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, ο μπατίρης, αυτός που 'χει ξεμείνει από λεφτά, που 'χει μείνει ταπί. Γενικότερα, ο φτωχός.

  1. Παντα ετσι δεν κανουν ολοι; Να κερδισουν το ΘΡΥΛΟ.....κι ας πεσουν κατηγορια,μονο αυτο θελουν.....οι ακουποι,αμπαλοι,αμυαλοι.......αλεφτοι(χωρις λεφτα) (από εδώ)

  2. Α έχω να δηλώσω έλα αν ξέρεις να μαγειρευεις ειδικά! έτσι κι αλλιως σκουρα προβλεπονται τα πραγματα στην πατρίδα
    Β: έχω να δηλώσω ότι...φοβάμαι το εξωτερικό για τέτοια μόνιμα ανοίγματα επίσης είμαι τάπω
    Γ: Είσαι και συ κοντή;;;
    Β: όχι μαρήηηηη άλεφτη
    (από εδώ)

  3. - στο 78.50 αγορασα λιγα ΤΝΑ αυριο αν γινει χαμος θα αυξησω λιγο θεση..
    δεν αντεχω εντελως αχαρτος:)
    - cold, έχω ΤΖΑ που θα τα δώσω στο τέλος του μηνός (Μαϊου) και θα πάρω ΤΝΑ! Έτσι δεν μένω ποτέ άχαρτος-άμα δεν αντέχεις! Μόνο άλεφτος!!:))
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Δευτερεύον φορτίο (μικρό), συνήθως φαγητό, μικροπράγματα κ.λ.π., που μετέφεραν οι αγρότες με τα υποζύγια (γομάρια) μαζί με το κυρίως φορτίο, που ήταν φορτωμένο στις δύο πλευρές του ζώου. Το μισογόμι ήταν στον χώρο του σαμαριού ανάμεσα στο κύριο φορτίο στην πλάτη του ζώου. Μισογόμι ταξίδευαν και τα νήπια όταν δεν είχαν άνθρωπο να τα αφήσουν και τα έπαιρναν οι γονείς τους στα χωράφια όλη την ημέρα, σαν ολοήμερο νηπιαγωγείο ας πούμε.

Μεταφορικά λέγεται για κάποιον που βολεύεται και την βγάζει εκμεταλλευόμενος την προσπάθεια και φροντίδα άλλων, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια ή φροντίδα ο ίδιος, κατ' αναλογία των μικροφορτίων που μεταφέρονται με το κυρίως φορτίο, αφού ούτως ή άλλως το δρομολόγιο εκτελείται.

- Ρε φίλε, αυτός ο γείτονας όλη την ημέρα τεμπελιάζει, πώς ζεί;
- Την βγάζει μισογόμι στο σπίτι του αδελφού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρά ζαλάδα, αίσθηση αδυναμίας.

χαημάρα < χαημός < χαμός (χάνομαι)

- Αισθάνομαι μια χαημάρα σήμερα, δεν ξέρω τι φταίει. - Κάτσε στη καρέκλα λίγο να μη πέσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).

Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.

Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.

  1. Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.

  2. Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.

  3. Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σουργελέ ψηφιακές αυτοφωτογραφίες που βγάζει το κάθε λογής ανασφαλές τσόλι για να τις αποστείλει ως γυμνήματα ή να τις αναρτήσει στα φατσομπούκια και τα ινσταγκράμια εις άγραν likeιστικής ναρκισσιστικής επιβεβαίωσης του εγώ. Στην πιο ουγκ δε εκδοχή, οι αυτοφωτογραφιζόμενοι μορφάζουν δίκην πάπιας (ντάκφεϊς).

Επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η αποστολή σέλφι στην πραγματικότητα αποξενώνει τους ρόμπες-αποστολείς στα μάτια των φίλων τους.

Εκ του αγγλικάνικου selfie, που ανακηρύχτηκε λέξη της χρονιάς για το 2013 από το έγκυρο κατά τα λοιπά λεξικό τση Οξφόρδης. Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας, Νίκο Τσιαμτσίκα;

1.
Ανεβάζεις σέλφι, το δέχομαι. Μην κανεις από μόνη σου χάσταγκ πριτι, για το θεό, ασε να το αποφασίσουν οι άλλοι.

2.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Το τέλειο σέλφι, το σέλφι το σωστό, το πρόστυχο, το έξυπνο, το ξεσηκωτικό, είναι δύσκολη ιστορία

3.
Οι φορές που ένιωσα λίγο ένας μικρός γλυκός μαϊντανός (...) Όταν προσπάθησα να βγάλω σέλφι, εμένα με φόντο τους ανεμόμυλους, έχοντας δίπλα μου άλλα 6 άτομα να κάνουν το ίδιο. Και οι 2 ήταν Κινέζοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

προγκάω = διώχνω, ξαφνιάζω, φοβίζω, τρομάζω.

πρόγκα = κάτι που σε φοβίζει.

  1. Το γαϊδούρι πρόγκηξε από το δυνατό θόρυβο = το γαϊδούρι τρόμαξε από το δυνατό θόρυβο.

  2. Η μύτη της μας πρόγκηξε = η μύτη της μας φόβισε.

  3. Έχει μια μύτη πρόγκα = έχει μια μύτη άσχημη που σε φοβίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified