Further tags

Ζαχαρώνω. Γυροφέρνω κάτι, μαζεύω πληροφορίες γι' αυτό, το παρατηρώ, το χαζεύω, επιθυμώντας τελικά να το αποκτήσω.

  1. Από εδώ:
    Βρε κορίτσια...εγω λουκουμιάζω αυτες τις μπότες.... ξέρω ξερω έγιναν της μόδας αλλα τώρα με το κρυο πολυ τις σκεφτόμουνα!

  2. Από εδώ:
    Πηγα σε ενα καταστημα Vodafone και ο πωλητης μου ειπε για μεσα Mαιου αρχες Ιουνιου! Βεβαια λουκουμιαζω και το Diamond1

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος δεν έχει εξασφαλίσει αυτά που χρειάζεται για να ζήσει, βρίσκεται σε τραγική κατάσταση οικονομική και γενικά, όμως ζητά τη διασκέδαση και την απόλαυση και τις θεωρεί πιο σημαντικές από την επιβίωση. Είναι μια κατάσταση σαν να λέμε ψωμί-τυρί δεν είχαμε, λουλούδια για τ' αρχίδια μας, στον πούτσο μου λουλούδια, κολόνια για τ' αρχίδια μας, εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουνε, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται. Όλες αυτές οι παροιμίες μιλάνε πιο πολύ για περιττές πολυτέλειες, ενώ η δική μας παροιμία μιλάει πιο άμεσα για την προτίμηση της απόλαυσης που τη θεωρούμε πιο σημαντική από τα βασικά της επιβίωσης.

-Εδώ δεν έχει το κράτος να πληρώσει μισθούς και συντάξεις και πάμε και δίνουμε εκατομμύρια για να παίρνουμε οπλικά συστήματα να την μπαίνουμε στους Τούρκους.
-Ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λένε καμιά φορά οι Αλβανοί που ζουν στην Ελλάδα. Σημαίνει είτε πεθαίνω, ή τιμωρούμαι δια απέλασης.

- Τι κάνει ο πατέρας του Θανάση;
- Δεν την βγάζει.
- Κατάλαβα, πάει Κακαβιά.
...
Πρόσεξε με αυτά που κάνεις, πας Κακαβιά μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου έρχεται η διάθεση και συμπεριφέρομαι ανόητα, και κάνω πράγματα που σε κανονικές συνθήκες θα θεωρούσα ασόβαρα ή και ανάρμοστα. Κανονικά δεν είμαι έτσι, ξες, απλά κάτι παίχτηκε, κάποια περίεργη συναστρία ρε παιδί, και θέλω να κάνω καραγκιοζιλίκια ή να πετάω κρυάδες χωρίς να μπορώ να σταματήσω και χωρίς να δίνω λογαριασμό και σε κανέναν. Ξες... γιατι κανονικά, είμαι πολύ-πολύ σοβαρός άνθρωπος.

Συνώνυμα: με πιάνει η μαλακία, κουτουρντίζω, παρανοώ, συνήθως λέγεται για καταστάσεις γέλιου και χαβαλέ. Η σύνταξη θυμίζει τα με πιάνει βήχας / λόξιγκας / νευρικό γέλιο (όλα τους αθέλητα!), αλλά δέον να σημειωθεί ότι -παρά τη στάνταρ έκθλιψη στον προφορικό λόγο, με πιάν' η βλακεία- εδώ έχουμε οριστικό άρθρο: ή βλακεία, όχι οποιαδήποτε βλακεία -αν και συχνά λέγεται και με πιάνει μιά βλακεία για έμφαση, με το μια τονισμένο.

Μετά το "Hesame mucho" του μπαμπά μας, πέταξε ατάκα και η μαμά (εγώ δηλαδή): "Πώς λέγεται η πάνα που έχει πάνω χαρακτήρες του Sesame street? Hesame street!!!!" (Ναι, μας έχει πιάσει η βλακεία μας.)

από ιστολόι

χωρις να σκεφτεσαι, πως να καθησεις, τι θα πεις, πως θα το πεις, αν θα κλαψεις αν θα γελασεις, αν θα σε βλεπει τις ωρες που θα σε πιανει η βλακεια κ θα λες χαζομαρες ή οταν θα σερνεσαι στο πατωμα.

από το ζου τζι αρ

Τους έπιασε η βλακεία όταν μπήκα (ήδη άκουγα τα γέλια πριν χτυπήσω το κουδούνι) και άλλαζαν τα ονόματα εκείνη την στιγμή, ενώ ξεκίνησαν να λένε τα κανονικά τους.

από το μπουρδέλα κομ

- Τι ακραία μουσική ακούτε τώρα;
- Δε ξερω, ειμαι εδω με ενα φιλο και μας εχει πιασει η βλακεια και ακουμε Κατη ολη μερα

από φόρουμ

Έτυχε μια φορά στα σαράντα ενός συγγενικού προσώπου να ακούσω μια θεια μου να κλαίει και έπεσα κάτω από τα γέλια. Επίσης στο τέλος μιας πολύ κουραστικής ημέρας αν είμαι με κανένα συνάδελφο ή κανένα φίλο με πιάνει η μαλακία και αρχίζει το σπαστικό γέλιο με το παραμικρό και δεν τελειώνει με τίποτα, λες και έχω καπνίσει φούντα.

από φόρουμ

Συχνή η κρίση βλακείας στους έλληνες, θεμελιακό συστατικό του χιούμορ των οποίων φαίνεται να είναι ακριβώς η σάχλα, η εγνωσμένη κι εσκεμμένη ανοστιά ή και χοντράδα, και συχνά το ψυχαναγκαστικό λογοπαίγνιο επιπέδου αθλητικογραφίας / φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης / γυράδικων της Θεσσαλονίκης... Με άλλα λόγια, αυτά που απαρτίζουν τη λεγόμενη σεφερλίτιδα (εξού και άξιος ο Μάρκος). Όχι βέβαια ότι το ελληνικό χιούμορ δεν έχει και άλλα βασικά συστατικά -άλλη κουβέντα αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι εξαιρετικά αφηρημένος, μάλλον έχει αρχίσει το έμενταλ και γω έχω αρχίσει να καταπίνω ψαρέλαιο με ω3 μπας και.

- Καλά πάλι το ξέχασες;
- Ποιο;
- Το στικάκι με την δουλειά του πελάτη.
- Ποιού πελάτη;!
- Νταξ, είσαι για ψαρέλαια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μανία καταδίωξης, η παράνοια. Όταν κρύβεσαι μέσα στο σπίτι σου, στα σκοτάδια -και κοιτάς πίσω από την γρίλια του κατεβασμένου ρολού ή του παντζουριού για να δεις αν κάποιος σε παρακολουθεί από το απέναντι σπίτι, από το πεζοδρόμιο κλπκλπ.

Έκφραση των παρανοϊκών όταν θέλουν να κοροϊδέψουν τα χάλια τους.

- Σεταμάς;... περάσαμε και μεις το σύνδρομο της γρίλιας ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήτοι δε λειτουργώ, δεν επικοινωνώ, δεν αλληλεπιδρώ με το περιβάλλον, δεν επικοινωνώ με τον αφαλό μου και λοιπά από την κούραση στη δουλειά, την εξάντληση από τα ψυχολογικά, το γονάτισμα από το "πρώτη φορά αριστερά τόσο δεξιά", από την πίεση, το γκρούψιμο και την ανάγκαση. Μπορεί να χαροπαλεύω κι όλα. Συνώνυμο του "δε dη bαλεύω", "δεν αντέχω" και γι'αυτό αφήστε με μόνο μου λίγο να ηρεμήσω, να σκεφτώ και να ανασυγκροτηθώ.Να μη συγχέεται με το έχω τη μέρα οφ, δηλαδή τη γκρικλιά για το έχω ρεπό, άρα έχω χεστεί απ'τη χαρά μου που την επόμενη δε θα χρειαστεί να κουνηθώ από το χάραμα - αλλά μια μέρα, τί να σου κάνει, κρατάει λίγο...


- Έλα ρε, Κώτσο, είσαι για κάνα άφτερ μετά; Θα'ναι και τ'άλλα τα παιδιά μαζί.
- Μη με κοιτάς, αφού είμαι οφ, ρε... Λέω να πάω να την πέσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι γίνεται , κάτι κινείται, κάποια διαδικασία βρίσκεται σ' εξέλιξη, κάτι συμβαίνει κυρίως για καλό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καταστάσεις που η απόληξή τους είναι το γκομένιαζμα, ως συνώνυμο του κάνω/ έγινε φάση/ φασώνομαι, ή είμαι καθ' οδόν στο να φασωθώ και ίσως μετά και να κρεββατοκυλιστώ.


1.- Και τί έγινε τελικά με το πόστο σου;
- Παίζει φάση για προαγωγή, αλλά μη φανταστείς, ακόμα στον αέρα είναι.
2.- Τί έγινε χτες με τον Μάνθο στο πάρτυ;
- Άσε...Εκεί που χορεύανε όλοι κι ο καθένας στον κόσμο του απ'τα ξύδια έπαιξε φάση. Άρχισε να βάζει το χέρι του γύρω μου - να, έτσι!- μετά να μου ψιθυρίζει στ' αυτί ότι ήμουν η πιο όμορφη εκεί μέσα, ύστερα να μου φιλάει το λαιμό.. Χυμένοι και οι δυο στον καναπέ, ωστόσο... Χαμός σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Μένω στη μέση του πελάγους, με τέρμα μπουνάτσα την εποχή των ιστιοφόρων πλοίων και περιμένω να φυσήξει για να πάρουν πάλι μπρος τα πανιά, να γίνουνε μπαλόνια και να συνεχίσω την πορεία μου.

Κατ' επέκταση, μένω στάσιμος σε ένα σημείο, βαλτώνω, αδρανώ, τα χάνω (με την έννοια κολλάει το μυαλό μου από τον όγκο των πληροφοριών που πρέπει να διαχειριστώ, ή την ποσότητα των πραγμάτων τα οποία πρέπει να βάλω σε μια σειρά, σε μία τάξη. Η μεταφορική έννοια είναι που πλέον χρησιμοποιείται κατά κόρον καθώς το κυριολεκτικό πελάγωμα με τα σύγχρονα μέσα είναι σπάνιο και η ανιχνευσιμότητα των πλοίων μεγάλη με την τεχνολογία του gps εκτός κι αν υπάρχουν άλλα συμφέροντα στη μέση.


1.- Πώς τα πήγες στο τεστ;
- Τί να σου πω, ρε συ; Εκεί που ωραία και καλά όλο το σ/κ το είχα ξεσκίσει το λεξιλόγιο, σήμερα όταν είδα όλες αυτές τις λέξεις μαζεμένες, πελάγωσα! Μέχρι το τελευταίο μισάωρο δε λειτουργούσα και τελευταία στιγμή πήρα μπροστά. Τί να σου πω, θα δούμε.
2. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, φασίνα, μαγείρεμα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι... Πώς να μην πελαγώσει κανείς όταν έρχονται όλα πάνω του και εξαρτώνται απ'αυτόν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καζίκι στα κρητικά είναι ο πάσσαλος. Χρησιμοποιείται και μόνη της η λέξη ως βρισιά του στυλ "χίλια καζίκια του κώλου ντου" όπως το "χίλιοι διαόλοι να μπούνε στον κώλο ντου". Για επίταση ζόρε, τα καζίκια είναι πάντα πολλά - κατά προτίμηση χίλια: όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά για να γουστάρουμε, αφού το να μπουν δεν γλυτώνεται, γιατί ή όλα ή τίποτε σ' αυτή τη ζωή. Τα νά' ναι κανείς καζίκι τση μεθιάς είναι σοβαρή δοκιμασία γιατί είναι σαν η μέθη νά' χει μπει από τον κώλο κι αφού σε καλαφατίζει καλά καλά στο τέλος σε κάνει και να χεστείς. Έκφραση που χρησιμοποιείται για σοβαρές καταστάσεις μέθης, όπου ο συμπαθής βαρελόφρων από το τρελό φλερτ με ποικίλων ειδών ξύδια υποφέρει από τον προσομοιούμενο ανασκολοπισμό και από τις χημικές αντιδράσεις εντός των ευαίσθητων περιοχών κινδυνεύει να ξεφτιλιστεί , εφόσον απέχει ένα βήμα από ασύστολη και πλήρως ακούσια αφόδευση. Το επόμενο βήμα μέθης περιγράφεται στην έκφραση: "χέστηκε απ' το ποτό".


- Είντα πάθανε κείνοινέ οι κουζουλοί και πηαίνουνε σα τζι βάρκες σε φουρτούνα;
- Δε τζι θωρείς; Καζίκι τση μεθιάς εγίνανε! Ραβδέ που τσι περιμένει απ' τσι κεράδες τωνε...

Got a better definition? Add it!

Published