Further tags

Φράση που λέγεται όταν έχω λαμβάνειν, και γνωρίζω και ο ίδιος ότι δε πρόκειται να τα πάρω ποτέ, οπότε λέμε ότι (τα χρήματα) θα τα πάρω σε φιλιά.

- Δούλευα μια βδομάδα, πέντε μεροκάματα και μετά σταμάτησα.
- Πληρώθηκες τα 300 ευρώ;
- Μπα από ότι βλέπω σε φιλιά θα τα πάρω.

Οι ωραίοι έχουν χρέη και πληρώνουν σε φιλιά. (από Khan, 04/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εκ του αγγλικού too much.

- Έρχεται εξεταστική...
- Ωχ, τουματσίλα διάβασμα προβλέπεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.

Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.

Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.

Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.

  1. Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.

  2. Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.

  3. - Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
    - Πήρα λεωφορείο...
    - Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
    - ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.

Έτσι περίπου. (από Galadriel, 15/09/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρέμουλο του τιμονιού αυτοκινήτου ή μηχανής που παρατηρείται σε ταχύτητες περίπου 100 χ.α.ω. και που οφείλεται συνήθως σε πλημμελή ευθυγράμμιση ή ζυγοστάθμιση των τροχών του οχημάτου.

Μην περιμένετε χαριτωμενιές και μαλακιούλες, ως άσχετος με το θέμα αγγαρεία κάνω, ποινήν εκτίω. Και καταγγέλω από αυτό εδώ το βήμα τους σύσσλανγκους που, ενώ το έχουνε με την αυτοκίνηση, κάνουνε την κορόιδα και αφήνουνε τον παππούλη να βγάλει το μπουλόνι από την μπουλονότρυπα. Αίσχος!!!

  1. Από τότε που έβαλα τα καινούργια λάστιχα όταν φρενάρω το τιμόνι τρέμει αρκετά. Ειδικά σε ταχύτητες 90 και άνω τότε σου προκαλεί ανησυχία. Σε μιά βόλτα στον λαστιχά μου, μου είπε ότι από τη στιγμή που τρέμει μόνο στο φρενάρισμα δεν φταίνε τα λάστιχα αλλά κάτι άλλο. Μπορεί και οι δισκόπλακες να έχουν στραβώσει μου είπαν [...]

Δες αρχικά αν τα λάστιχά σου έχουν φαγωθεί ποιό πολύ από τη μέσα πλευρά η από την έξω πράγμα που σημαίνει ότι δεν έγινε καλή ευθυγράμμιση ή όταν έχεις σταθερή ταχύτητα χωρίς να φρενάρεις σου «κοσκινίζει» το τιμόνι όταν το κρατάς πολύ ελαφρά (με το ένα δάκτυλο) αυτό σημαίνει ότι δεν έγινε καλή ζυγοστάθμιση. Αν όλα αυτά που είπα είναι εντάξει τότε πήγαινε ποιό πέρα δηλαδή για δισκόπλακες Στον ξάδερφό μου

  1. Είναι καθαρά θέμα ελαστικού ή ζυγοστάθμισης. Και στο δικό μου όταν άλλαξα λάστιχα και το πήγα για δοκιμή είχε κοσκίνισμα στο τιμόνι. Το πήγα πίσω και ήταν στραβό το λάστιχο [...] τον μάστορα

  2. Οταν φτιαχτηκαν τα ρουλεμαν του τιμονιου, και μετα απο δοκιμες του μπροστινου, παρατηρησα οτι αφηνοντας τα χερια απο τα 100 και κατω φτανοντας στα 20-15 αρχιζει να κοσκινιζει το τιμονι, και ακουμπωντας το ενα χερι αμεσως διορθωνει. Με τα δυο χερια δεν το καταλαβαινεις καθολου. Θελω μαλλον ακτινολογηση; επειγόντως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υπάρχει μια τρύπα να γαμήσω κι ας μην είναι γυναίκα, ας είναι κούκλα, άντρας, μουλάρι, ό,τι νά 'ναι. Για να μη με φάει η χείρα με τα πέντε ορφανά.

Αντίστοιχο (για κοριτσάκια): άντρας, κι ας είναι και ξύλινος.

  1. - Καλά ρε σαβούρι, με τη Λίτσα; Την Λίτσα;;;
    - Ε και; Επειδή είναι μπάζο; Μωρ' τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι...

  2. - Ο Λεωνίδας καλά;
    - Ποιος Λεωνίδας! Χωρίσαμε, πάει!
    - Γιατί;
    - Τον έπιασα με την κατσίκα.
    - Ρε τους πούστηδοι, τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γινόμαστε μπίλιες: Γίνεται χαμός/καβγάς με την κακή την έννοια.

Όπως λέμε «γίνεται της πουτάνας

Μη μου υψώνεις εμένα τον τόνο της φωνής σου γιατί θα γίνουμε μπίλιες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτύνω ενώ μιλάω, ραίνω.

Ρε φίλε, μίλα καθαρότερα, μας ψέκασες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή δίαιτα την οποία πρότεινε στον Καστράτο η Λουκρητία του Αρκά. Σκοπός της δίαιτας είναι να κόβει την όρεξη πριν τα γεύματα. Αυτό επιτυγχάνεται με το φάγωμα μιας μεγάλης πίτσας πριν κάθε γεύμα ώστε μειώνεται η όρεξη και επομένως η κατανάλωση του φαγητού.

— Τι θα παραγγείλεις;
— Τώρα τίποτα. Κάνω δίαιτα. Έφαγα την πίτσα μου και ευτυχώς δεν πεινάω.

Δίαιτες: του ανανά, της πίτσας, τουκάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που βεβαίως σημαίνει ότι κάτι κακό συνέβη απροσδόκητα. Το ενδιαφέρον της έκφρασης είναι η λανθασμένη χρήση της καθαρεύουσας. Η πρώτη μορφή τουλάχιστον της έκφρασης είναι τόσο παλιά και συνηθισμένη που δεν προκαλεί αρνητικές εντυπώσεις, η δεύτερη όμως έχει ακόμα αρνητικές συνδηλώσεις (στυλιανοπούλου).

1, Έπαθα λάστιχο στα καλά καθούμενα!

  1. Μου χάλασε το [νύχι, μαλλί, εξτένσιον] στα καλά του καθουμένου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που υποκαθιστά / αντικαθιστά την παλιότερη μένω παγωτό, έμεινα ενεός, σάστισα (και κάτι παραπάνω). Είμαι ανίκανος να αντιδράσω σε κάτι που εξελίσσεται μπροστά μου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί (εξωραϊστικά) και για να εννοήσει ότι κράτησα την ψυχραιμία μου. Επίσης υπονοεί σε πολλές χρήσεις του πως δείλιασα - χέστηκα, άλλαξα πάνες.

Προέλευση: Βλ. κασιδιάζω.

Μόλις σηκώθηκε ο νταβάς, έμεινα παυλόπουλος.

Βλ. επίσης μένω Προκόπης, πάκι bah' ching.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified