Further tags

Έκφραση που δηλώνει πως κάτι είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και αξίζει και με το παραπάνω, ή ακόμη πως το κάτι αυτό είναι το βασικό στοιχείο ή χαρακτηριστικό που υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Είναι συνώνυμη στο λόγο και στη χρήση με την φράση όλα τα λεφτά.

Αρκετά παλιά έκφραση που χρησιμοποιεί την συμπαραδήλωση χαρτί = λεφτά, η οποία χρονολογείται από τις ημέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα κι η Γλυκερία αναρωτιόταν στις πίστες γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ωστόσο, αν και παλιά, η έκφραση λέγεται (και γράφεται) ακόμη, και είναι υφολογικά αρκετά μαγκιόρικη έτσι ώστε να γλιτώνει την κατάταξη στους μπαμπαδισμούς.

  1. Eίναι παραγωγής, αλλά σε πολύ λίγα κομμάτια. Το πλαίσιο είναι όλο το χαρτί, ο κινητήρας είναι TZR250 και η μοτοσυκλέτα εχει στήσιμο GP250. Είχα υποσχεθεί φωτό, την εχω σε βιβλίο στο γκαράζ, αλλά σήμερα με ξελόγιασε πάλι η bimota και το ξέχασα τελείως. (Από εδώ)

  2. Το διπλό πλάνο της Όλγας Τρέμη με τον πατατοπαραγωγό Ξανθόπουλο είναι όλο το χαρτί και αποτυπώνει άψογα την εικόνα της σημερινής Ελλάδας της κρίσης! (Από εδώ)

  3. Ο πορωτικότατος ήχος που ακούγεται από την σκάστρα είναι όλο το χαρτί! Πρόκειται για μία διπλοέμβολη της HKS που κάνει το Subaru στο πέρασμά του να ανασταίνει και νεκρούς! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που υποδεικνύει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των ονομαζόμενων ομοφυλόφιλων. Η παραπάνω πράξη είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στους κυνηγούς λαγών. Εξ ου και ''το πνίγει το κουνέλι''. Εννοείται το Αρσενικό.

π.χ.- Παιδιά μιλάμε ότι ο τυπάς το καβαλάει το τουφέκι!

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τα όριά μου και ξεσπάω. Αυτό που με συγκρατούσε δεν αντέχει πια ή απλώς επιλέγω να το καταργήσω. Η ασφάλεια λοιπόν καταργείται και εκρήγνυμαι.

Από την ορολογία των όπλων γενικά (αν και ο νους μας πάει κυρίως στη χειροβομβίδα ή στη βόμβα) όπου απασφαλίζω σημαίνει «μετακινώ τον μηχανισμό ασφαλείας ενός πυροβόλου όπλου ώστε να είναι έτοιμο για βολή».

Στη σλανγκ μεταφορά όμως δεν γίνεται τόσο μεθοδικά και ψύχραιμα το πράμα. Γίνεται εν βρασμώ.

  1. Αγαπημένη έκφραση των δημοσιοκάφρων. Ιδού μερικοί τίτλοι:

- Απασφάλισε... ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κατά του πρώην πρωθυπουργού.
- Ο Ανδρουλάκης απασφάλισε κατά του ΠΑΣΟΚ , Πάγκαλου και της Αριστεράς
- Η Φωτεινή Πιπιλή... απασφάλισε και ανταπάντησε στον Παπουτσή «Δεν έχει δουλέψει ούτε ώρα στη ζωή του»
- Απασφάλισε και δεν σταματάει ο Χρυσοχοΐδης

(από το νέτι)

  1. Ε όταν το είδα πια αυτό, δεν άντεξα, απασφάλισα, τον έβρισα, κι έφυγα από το σπίτι.

βλ. και κυκλοφορεί απασφαλισμένος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκατά, στα ποδανά.

Οι παλαιότεροι διασκέδαζαν το μαύρο χάλι τους με το όνομα του Henry Tasca, άλλοτε πρέσβυ των ΗΠΑ στην Αθήνα και παρασκηνιακού δάκτυλου του κυπριακού και της μεταπολίτευσης: Tasca-tasca-tasca-ta.

Απέλπιδα κραυγή άτυχου σπερματοζωαρίου προς τους συντρόφους του:

- Προδοσία λεβέντες, πέσαμε στα τασκά!

Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε... (από joe909, 22/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολλάω.
1) σταματάω να λειτουργώ
2) κολλάω σε αυτό που γουστάρω

- Καλά ε, αυτός έφαγε πατάτα.
- Ναι, δεν ξεκολλά με τίποτα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλάρωσε.

-Με παράτησε ρε, δεν θα την ξαναδώ. (μεγάλη στενοχώρια και κλάμα)
-Κούλαρε υπάρχουν και καλύτερες...

Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κουλέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι δικό μου, κτήμα μου. Το ρήμα αναφέρεται σε:
α) Πρόσωπο
β) Πράγμα
γ) Θέση

α) Πρόσωπο
Στα γενέθλιά του ήρθαν κι οι φίλες της αδερφής του. Σκάει η Αναστασία, ένα ψηλό 1.75 και το αρχίζει μετά από καμιά ώρα στα φασώματα. Ε στο τέλος την καπάρωσε. Τώρα πάνε για γάμο, σιγά μη το άφηνε τέτοιο άλογο.

β) Πράγμα
Έχω ήδη καπαρώσει την νέα BMW. Έσκασα την προκαταβολή και την περιμένω το Σάββατο.

γ) Κοίτα τον πούστη με την Aprilia, καπάρωσε τη θέση parking κι εκεί χωράει να παρκάρει ένα ολόκληρο αμάξι.

(από HardcoreGR, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε άτομο ή μέρος όπου συχνάζουν μουνιά, κυρίως μούναροι.

1 (άτομο): Μαριάννα, δε παίζεσαι ρε. Τη μία μου γνώρισες την Ιωάννα, χώρισα και τώρα στα καπάκια μου έψησες σκηνικό με τη Ράνια. Σκέτη μουνοπηγή είσαι!

2 (μέρος): - Χθες πήγα στο Γκάζι, έκατσα λίγο στο Gazzarte και δεν έπαιζε τίποτα. Μόνο ζευγάρια και ψωλαρία.
- Τζάμπα ταλαιπωρία δηλαδή, ε;
- Όχι, ευτυχώς μετά πήγαμε Socialista και πάθαμε πλάκα. Μουνοπηγή το μαγαζί σου λέω. Είχε δύο Bachelor party με γυναίκες κι έγινε της πουτάνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ, αισθάνεται ευφορία και συχνά παραφέρεται.

Χτες το βράδυ ήπιαμε 4 μπουκάλια ουίσκυ και γίναμε γιάμπαλο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θόρυβος, φασαρία, δυνατός θόρυβος με την μορφή δυνατού και συνεχόμενου βόμβου.

Κάνω τσαχαλί: κάνω φασαρία για ένα θέμα (όχι με την μορφή καυγά, αλλά δίνω έκταση σε ένα θέμα).

Αναφέρεται στο θόρυβο που κάνουν τα ζώα περνώντας ανάμεσα από χορτάρια (τσάχαλα). Προέρχεται από την λέξη τσάχαλο, την οποία συναντάμε συνήθως στην περιοχή της Ηπείρου. Τσάχαλο (το): τρίμμα ξύλου, αχύρου κ.ά. (άχει – άχι: χορταράκι).

Μεταφορικά: κάτι πολύ αδύνατο και ασθενικό, π.χ. έχει χέρια σαν ~ (πάπυρος larousse, το παπυράκι).

Και στο διαδίκτυο: σκουπιδάκι, μικρόν μόριον κονιορτού (Αραβ.), τρίμμα και ό,τι ξένο σώμα αιωρείται στο νερό, στο γάλα κλπ. Από το ψίχαλο (ψυχίον) =>ψάχαλο =>τσάχαλο

Σημ. σλαγκογράφου (sic): με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι για τη λέξη “τσαχαλί”, που είναι πολύ συνηθισμένη για μένα, δεν υπήρχε αναφορά πουθενά στο διαδίκτυο.

1 Παιδιά γιατί κάνετε όλο αυτό το τσαχαλί; Φορέστε πιτζάμες και πέστε για ύπνο.

  1. - Τι έγινε ρε Μπάμπη και κάνεις τέτοιο τσαχαλί;
    - Δεν είδες τι μου είπε η κουφάλα;
    - Άσε ρε Μπάμπη, δεν είναι για τα μούτρα σου η γκόμενα.

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχάλισμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified