Further tags

Η επιτηδευμένη μάλαξη της κωλοτρυπίδας με τη μύτη κατά τη διάρκεια γλειψίματος του αιδοίου ενώ η γυναίκα είναι στα τέσσερα.

Όταν ο φίλος μου ο Βασίλης κάνει στα γκομενάκια μυτοκώλι τον πονάει η μύτη του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική λέξη για τη διακοπή ρεύματος, αφού μεταφέρθηκε στην ελληνική ως άκλιτη, τείνει ν’ αναλάβει ρόλο πασπαντού για κάθε μπλοκάρισμα και δυσλειτουργία που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος.

Ειδικότερα:

  1. Αιφνιδιαστικό μπλοκάρισμα που οφείλεται σε πολύ στρες ή έντονη συγκίνηση, όπως χαρά, λύπη, γκάβλα κλπ. και μας κάνει να μένουμε παγωτό, σαν σε κώμα, ανίκανοι ν’ αντιδράσουμε και να κάνουμε αυτό που απεγνωσμένα κι επιτακτικά επιθυμούμε ή πρέπει.

  2. Βαριά κατάθλιψη που μας αποδιοργανώνει τελείως και μας αφήνει ανίκανους να κάνουμε ο,τιδήποτε. Τούνελ βαθύ και σκοτεινό μέσα σε συναισθήματα απαισιοδοξίας, απόγνωσης και ματαιότητας, με αμφίβολη την έξοδο. Περιγράφεται στο παράδειγμα 2, όπου κττμγ ο όρος δεν περιορίζεται να χαρακτηρίσει μόνο την περίπτωση των εξετάσεων, όπως θεωρεί ο ασθενής, αλλά την όλη του κατάσταση.

  3. Αφλογιστία του ανδρικού μορίου, ανικανότητα -πρόσκαιρη- για ερωτική πράξη (γι’ αυτό δίστασα λίγο, εφόσον αυτές οι τσούλες στο κοσμοπόλιταν και την ενθαδική ύπαρξη φερ’ ειπείν με το μουνί τους θα τη συσχετίσουν, εφόσον όμως λημματογραφούμε αδόκιμους όρους νομίζω ότι περνάει).

  4. Αμνησία, προσωρινή ή και οριστική, όπως επί αλτσχάιμερ.

  5. Αφασία. Υπαρξιακή κρίση ταυτότητας που εκδηλώνεται με την απόλυτη απάθεια. Κατάσταση πολύ συγγενής με τη νιρβάνα, μόνο που αντί για απόλυτη ικανοποίηση ο πάσχων αισθάνεται ακριβώς το αντίθετο: ανυπέρβλητη ανία και βαρεμάρα. Πολύ κρίσιμη ψυχική κατάσταση, εφόσον μπορεί ν’ ακολουθηθεί από έκρηξη δημιουργικότητας, αλλά μπορεί και να διαρκέσει για όλη την υπόλοιπη ζωή του πάσχοντος.

  1. Ωστόσο, αυτό που θεωρώ ότι μου προκάλεσε αυτό τον φόβο ήταν κάποια στιγμή στην ηλικία των 10 όπου θα έλεγα ένα ποίημα μπροστά σε μία κατάκλειστη αίθουσα στην οποία βρισκόταν η μητέρα μου και ήθελα να την εντυπωσιάσω, εγώ ανεβαίνοντας στην σκηνή ξέχασα το ποίημα και έπαθα ένα γενικότερο μπλακ άουτ όπου δεν μπορούσα να σκεφτώ και έτρεμα.
    (μπλακάουτ από στρες) εδώ

τρωω φρικες κ παθαινω μπλακ αουτ και αγχωνομαι σε σημειο να μν αναπνεω οταν μου αναθετουν κατι κ το μυαλο μ παιρνει σβουρες να κανει σχεδια να τα βγαλω εις περας, κ αν δεν τα καταφερω τρελαινομαι ρε παιδια!!!!!!πρεπει οπωςδηποτε να κανω αυτο που χω σχεδιασει κ δν μπορω!
εδώ

Εδώ ίσως να είναι σκόπιμο να πώ οτι εξαιτίας ενός προηγούμενου ατυχήματος η βελόνα έφυγε για αλλαγή πηνίου και αναβελόνωση.Κοινώς σχεδόν καινούργια βελόνα. Αφού λοιπόν ξεκίνησε η κουβέντα ο Κυριάκος έπιασε τα εργαλεία του και ξεκίνησε. Ευθυγράμιση πικάπ - Ευθυγράμιση βραχίονα και ρύθμιση βάρους. Ρύθμιση του antiskate με δίσκο-ρύθμισης. Έπειτα ξεκίνησε η ακρόαση. Νομίζω οτι μέχρι πρίν 2 βδομάδες θα ήμουν σαφής. Το pink triangle και ένα πικάπ αυτής της κατηγορίας είναι αρκετό. Παραπάνω δέν φαίνονται και τόσο οι διαφορές. Είναι ίσως ανούσιο για το ίδιο το μέσο. Όμως έπαθα black out!!! (μπλακάουτ του χαϊφιντελίστα βινυλιομάχου από την κάβλα). εδώ

  1. «Δεν έχω όρεξη για διάβασμα. Δεν μου αρέσει η σχολή μου, αισθάνομαι ότι έχω «μπουχτίσει» από τα πάντα. Δεν μπορώ να αυτοσυγκεντρωθώ. Δεν μπορώ να αποφασίσω ούτε για το τι παντελόνι θέλω να βάλω. Αναβάλλω συνεχώς ότι έχω να κάνω, ακόμα και να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Δεν έχω διάθεση για παρέες, φοβάμαι μήπως με κοροϊδεύουν για την ακμή μου. Δεν μπορώ να πλησιάσω κοπέλες. Δεν έχω καθόλου αυτοπεποίθηση. Αγχώνομαι να πλησιάσω μια κοπέλα λόγω της εμφάνισης μου. Δεν βρίσκω τι να πω στους φίλους μου. Αισθάνομαι ότι οι άλλοι είναι καλύτεροι από μένα, τα βλέπω όλα μαύρα. Πάω να εξετασθώ και παθαίνω black out με αποτέλεσμα να δώσω λευκή κόλλα. Το μυαλό μου είναι άδειο». εδώ

  2. αμα δεν θελει τοσο πολυ σεξ και απο την ολη συμπεριφορα μπορεις να το καταλαβεις αλλα απο το αμα του σηκωνεται η οχι σκετο δεν μπορεις,εχει τυχει σε φιλο μου να ριξει γκομενα που την ηθελε τρελα κ να παθει μπλακαουτ οταν πηγε να γινει...
    εδώ

  3. Κάθε φορά που πηγαίνω στο γιατρό λες και παθαίνω μπλακ αουτ και ξεχνάω όσα θέλω να ρωτήσω!
    εδώ

  4. Έχει πάει ήδη 4.50 τα ξημερώματα κι εγώ δεν έχω γράψει ούτε λέξη!
    Δεν είναι κατάσταση αυτή!
    Ειλικρινά, θα αρπάξω τον υπολογιστή και θα τον ξεφορτωθώ μια και καλή, κάτω απ’ το μπαλκόνι!
    Είχα διαβάσει κάποτε σ’ ένα άρθρο για το λεγόμενο μπλακάουτ των συγγραφέων, αλλά ποτέ δεν περίμενα ότι θα συμβεί σε μένα!
    εδώ

βλ. και βλακ άουτ, κοκομπλόκο, κλακάζ, μπλε οθόνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από αναρριχητές. Εκφράζει το σημείο της αναρρίχησης που ο αναρριχητής κολλάει στον βράχο και δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε μπρος ούτε πίσω.

Κι εκεί που πήγαιναν όλα καλά στην ορθοπλαγιά, να' σου ένα αρνητικό και βράχωσα τρελά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο αναφέρεται στα εξής:

  1. Περίπτωση ατόμου που είναι τόσο καθηλωμένος με κάτι, που στην πράξη είναι λες και τον έχουν «συνδέσει» με καλώδιο. Αναφέρεται συχνά σε καμένους και nolifers.

  2. Όποιος φέρει πάνω του ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Εδώ υπάρχουν οι εξής δύο περιπτώσεις: α) Εξοπλισμός υπολογιστή (π.χ. headset), μικρόφωνο τηλεοπτικού παρουσιαστή ή floor manager και γενικά κάθε είδους ηλεκτρονικά καλώδια που εξυπηρετούν μια εργασία.
    β) Κοριός με στόχο την παρακολούθηση συνομιλίας από κατάσκοπο, ντετέκτιβ, αστυνομικό της ασφάλειας κτλ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, ο κοριός συνδέεται με live κύκλωμα σε mini van όπου συνήθως οι συνομιλίες παρακολουθούνται από στρουμφάκια.

  3. Άτομο που είναι κολλημένο με μία πεποίθηση, τόσο που δεν ξεκολλάει με την καμία (αναφέρεται και για τις θρησκείες)

Αντίστοιχα παραδείγματα των παραπάνω ορισμών:

  1. - Πάμε στο Σπύρο για καφέ;
    - Άσε με μωρέ με τον μαλάκα. Πήγα χθες για να πούμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα κι αυτός ήτανε καλωδιωμένος 3 ώρες στο Facebook. Γάμησέ τα σου λέω, δεν πάει afk ούτε για τουαλέτα.

2α. - Ελένη, βγαίνουμε live σε 1'!
- Τι λέτε ρε παιδιά; Εδώ δεν είμαι ακόμα καλωδιωμένη, θα έρθει κάποιος να μου περάσει ένα...μικρόφωνο;

2β. - Μπήκε ο δικός σου μέσα στην έπαυλη;
- Ναι.
- Καλωδιωμένος;
- Ναι, κομπλέ. Σε λίγη ώρα θα έχουμε και ήχο.

  1. Το παλικάρι είναι πλέον τίγκα καλωδιωμένος με την θρησκεία. Πιστεύει ότι πρέπει να κάνουμε σεξ μετά τον γάμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα αρχικά «Away From Keyboard». Το αναφέρουμε για συντομία την ώρα του chat, όταν πρέπει να απομακρυνθούμε από το PC για λόγους ανάγκης (βλέπε τουαλέτα, φαγητό, νερό, τηλέφωνο, πόρτα κι όλα τα συναφή που μας σπάνε τις μπάλες).

(Στο Facebook:)
- Έλα man, είσαι εκεί να σου πω κάτι;
- Ναι ρε, απλά μισό να πάω afk 2 λεπτά να ρίξω ένα κατούρημα κι έρχομαι.

(από HardcoreGR, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απαράδεκτη και που συνάμα «βρωμάει» (όπως η ψαρίλα του σολομού).

Μου είπε με νόημα πριν ο προϊστάμενος να ετοιμαστώ διότι αύριο θα μεταφέρουμε τα γραφεία μας στην διπλανή αίθουσα... Θα κάνω κουβάλημα απ' ο,τι κατάλαβα... Πούτσες σολομός δηλαδή!

(από Vrastaman, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσκηση επιρροής προς διαφωνούντες από ιεραρχικά ανώτερο, με σκοπό την κάμψη των αντιρρήσεων και την συμμόρφωση τους.

Εφαρμόζεται συχνά στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνητικού κόμματος, όπου διάφοροι βουλευτές μετά το μασάζ που υφίστανται από τον Γραμματέα της Κ.Ο. ενόψει μιας κρίσιμης ψηφοφορίας, κάνουν γαργάρα τους δια τηλεοπτικών παραθύρων λεονταρισμούς τους, καταπίνουν το επάρατο κόκοκο και επιστρέφουν τελικά στο κομματικό μαντρί.

Ο κ. Καρχιμάκης έχει αναλάβει το δύσκολο «κομματικό μασάζ» των πιο... μαχητικών συνδικαλιστών. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε με κόσμιο τρόπο -συνήθως μεταξύ άλλων- ότι δεχθήκαμε παροχή υπηρεσιών ιερόδουλου.

  1. - Τελικά πήγες για ποτό εχθές; - Όχι ρε, το απόγεμα μόνο πετάχτηκα και ψώνισα ένα ξανθό παλτό.

  2. - Ρε συ, γιατί πάει ο Μπίλης κάθε Σ.Κ. στη Βουλγαρία; - Α, δε το ξέρεις; Έχει καλά ξανθά παλτά μέσα ρε...

βλ. και κουβερτούλα ορ. ironick

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική ορολογία των μαστόρων αυτοκινήτων (συνεργειατζήδων).

Προέρχεται από αστοχία στη ρύθμιση του οδοντωτού ιμάντα χρονισμού του κινητήρα, σε σχέση με τα οδοντωτά γρανάζια εκκεντροφόρων και στροφάλου. Ο ιμάντας αυτός έχει μόνο μια σωστή θέση όπου πρέπει να τοποθετηθεί ώστε να λειτουργήσει ο κινητήρας σωστά, αλλιώς σημειώνεται αρρυθμία και δουλεύει λάθος, κοινώς ρετάρει.

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος δεν πάει καλά, το έχει χαμένο.

  1. - Ρε τι έγινε με τον άλλον σήμερα, πήγε να με αρπάξει στα καλά καθούμενα. - Α, καλά άστο, μην ασχολείσαι με αυτόν, πηδάει δόντι.

  2. Πήδηξες δόντι ρε παπάρα;Τι σαματάς είναι αυτός μέρα μεσημέρι;

(από Παπαντώνης, 27/09/11)

Σχετικό: ρετάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει σταυρός φτιαγμένος από νήμα και είναι αυτό που έχουν μέσα αρκετές διόπτρες όπλων. Στρατιωτική ορολογία. Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι έχουμε βάλει κάποιον στον στόχο.

  1. - Πω ρε σειρά, ο λοχαγός την έχει κάνει ψώνιο μαζί μου, είπε ότι με έχει βάλει στο νηματόσταυρο. - Αφού είσαι καμπανόφατσα ρε, δεν ηρεμείς με τίποτα!

  2. Μιλάμε για πολύ πρώτο γκομενάκι ξάδερφε, την έχω βάλει στο νηματόσταυρο από καιρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified