Further tags

Το σύνολο των ανεπίσημων μυστικοσυμβούλων, που παρασκηνιακά ασκούν εξουσία, επηρεάζοντας ως προς τη λήψη αποφάσεων ένα ισχυρό άτομο, που έχει συνήθως πολλές δικαιοδοσίες.

Το λήμμα έχει καταστεί συνώνυμο της διαφθοράς, των υπόγειων και αδιαφανών διαδικασιών και της παρακμής.

Η λέξη πρωτοεμφανίστηκε το 1814 περιγράφοντας τον κύκλο προσώπων που περιστοίχιζαν το βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδο Ζ΄, οι οποίοι συνεδρίαζαν μυστικά στον αντιθάλαμο (camarilla) παραπλεύρως της βασιλικής αίθουσας και ασκούσαν ισχυρή επιρροή στις βασιλικές αποφάσεις.

  1. Kαρακιτσαριό ...με «πράσινη καμαρίλα» στην ΕΡΤ, την ώρα που η Ελλάδα χρεοκοπεί. (από δω)

  2. Αντώνη, η καμαρίλα μας έχει σπάσει τη μύτη. (απέ κει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρά χαριτολογώντας, αλλά με συγκαλυμμένο ερωτικό υπονοούμενο (αυτό που λένε συνήθως «πονηρό» και δεν ξέρω γιατί).

  1. Ένα σκαμπρόζικο ύφος, αστείο, ανέκδοτο.

  2. «Πάμε μια βολτίτσα;» του είπε με σκαμπρόζικο ύφος / διάθεση.

  3. «Αχ... Μ' αρέσει!», είπε σκαμπρόζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγαρεία είναι γενικώς κάθε μη αμοιβόμενη υποχρεωτική εργασία και αποτελούσε θεσμό των αρχαίων διοικητικών οργανώσεων. Συνώνυμο: επίταξις (αν και αυτό σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο για αντικείμενα ή κτήρια). Αναφέρεται, εννοείται, σε ελευθέρους (δούλους δεν έχει νόημα).

Συνήθως αφορούσε μαζική συμμετοχή, όπως στο χτίσιμο φρουρίων, φραγμάτων, δρόμων, γεφυρών κ.ο.κ. και μπορούσε να είναι έκτακτη ή και τακτική, όπως π.χ. κατά τη συγκομιδή. [Διαφέρει από την κοινοτική εργασία όπου κάποιος συμμετέχει αυτόβουλα]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτίσιμο των πυραμίδων.

Σήμερα η μόνη μορφή αγγαρείας που υφίσταται (χωρίς να χαρακτηρίζεται έτσι) είναι, σε απόλυτους όρους, αυτή καθ' εαυτή η στρατιωτική υπηρεσία. Ο όρος 'στρατολογική υποχρέωση' υποκρύπτει αυτήν ακριβώς την έννοια, διότι είναι υποχρέωση που επιβάλλεται από το κράτος (νόμο) σε ελεύθερους πολίτες. Το ότι αυτό γίνεται για την άμυνα της χώρας δεν έχει σημασία. Όλες οι αγγαρείες έχουν προφανή σκοπιμότητα.

Η λέξη προέρχεται από το περσικό hangar που σήμαινε 'βασιλικός ταχυδρόμος' και πέρασε στην ελληνική ως άγγαρος και ως άγγελος, με όλα τα παράγωγά τους.

  1. Με αγγάρεψε η μάνα μου να σκουπίσω την αυλή.

  2. Ο κίνδυνος υπερχείλισης του ποταμού ανάγκασε την διοίκηση να επιβάλει αγγαρεία για την συσσώρευση σάκκων άμμου, και να επιτάξει μερικά φορτηγά επίσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της αργκό. Με λίγα λόγια, αν κάποιος δεν έχει λεφτά δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ακριβέστερα, άκουσα ότι χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί ο έρωτας μιας κοπέλας για κάποιον ευκατάστατο.

Δεν νομίζω να χρειάζεται παράδειγμα, ο ορισμός μιλάει από μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να σηκώνεσαι από το κρεβάτι το πρωί ή να γυρίζεις σπίτι σου το μεσημέρι και πριν απ' ό,τι άλλο κοιτάς αν έχεις εισερχόμενα στον σύνδεσμό σου. Εάν έχεις το διαβάζεις και απαντάς ΠΡΙΝ ΑΠ' Ο,ΤΙ ΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.

- Νίφτηκες πρωί πρωί;
- Μια στιγμή... - Πάλι το slang.gr ανοίγεις; Ρε... τι σλανγκτζιαρμανία είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακριτικά (Παρ.1). Ως αυτούσια φράση χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις όπου κάποιος χάσκει ή απλώς κοιτά επιμόνως κάτι ή κάποιον, για να του υπενθυμιστεί πως είναι αγενές ή πως μπορεί να τραβήξει την προσοχή επάνω του (Παρ.2).

Έχει επίσης και την παρεμφερή σημασία «μη βεβιασμένα» ή και «φυσικά». Με αυτήν την έννοια περιγράφει πολύ συχνά σινιάλα τα οποία είναι σημαντικό να μη γίνουν πολύ εμφανή λόγω υπερβάλλοντος ζήλου (Παρ.3). Τέλος, μπορεί να σημαίνει απλώς «προσεκτικά» (Παρ.4).

  1. Και που λες, πλησιάζω με τρόπο, να ακούσω τι λένε...

  2. - Ρε συ, για κοίτα τον αυτόν εκεί. Πόσο τόφαλος μπορεί να είναι; (απότομο γύρισμα του κεφαλιού, άνοιγμα στόματος, βλέμμα της αγελάδας που βλέπει τα τρένα να περνούν στραμμένο προς τον περί ου ο λόγος παχύσαρκο):
    - Με τρόπο, ρε, μη γίνουμε ρεζίλι...

  3. Λοιπόν, όπως είπαμε, μόλις τον δεις να έρχεται, βήξε, αλλά με τρόπο, ε; Όχι σαν φυματικός...

  4. Για άνοιξε την πόρτα με τρόπο, να δούμε, έφυγε το κοπρόσκυλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μαγειρική αργκό για το αποτέλεσμα της κατάστασης όπου το φαγητό αρχίζει να καίγεται με συνέπεια να κολλάει, κατά κάποιο τρόπο, στο επίπεδο του πάτου της κατσαρόλας, λόγω έλλειψης υγρών, απουσίας ανακατέματος και υψηλής θερμοκρασίας στην εστία. Χρησιμοποιείται με προσωπική αντωνυμία σε γενική πτώση και κατά κόρον στο τρίτο ενικό του παρατατικού (παρ.1), αλλά και κάποιες φορές του υπερσυντέλικου (παρ.2).

Τα φαγητά αυτά συνήθως είναι φαγητά κατσαρόλας (π.χ. μπριάμι, γιαχνί, στιφάδο κ.ά.), σούπες που πρέπει να χυλώσουν (π.χ. φακές, ψαρόσουπα, γιουβαρλάκια κ.ά.) και διάφορα ριζότο (συμπεριλαμβανομένων σπανακόρυζου, λαχανόρυζου και πρασόρυζου).

Η κατάσταση αυτή είναι εύκολα αντιληπτή λόγω της χαρακτηριστικής μυρωδιάς. Κάποιες φορές το πρόβλημα μπορεί να λυθεί εν μέρει, αν σερβίρουμε φαγητό από την κορυφή της κατσαρόλας, χωρίς να αγγίξουμε καθόλου τον πυθμένα της, ενώ συμβαίνει πολύ συχνά όταν αποσπάται η προσοχή του εκάστοτε μάγειρα, από διάφορους εξωγενείς παράγοντες, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που το φαγητό έχει σχεδόν ετοιμαστεί.

Έτσι, σε οικιακό επίπεδο, συμβαίνει όταν η νοικοκυρά αναλύει με υπέρμετρο ζήλο τα της γειτονιάς στο τηλέφωνο ή όταν παρακολουθεί τον Χορχέ Αρμάνδο να πιάνει στα πράσα την Σοζίτα Ντολόρες με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, ενώ σε επαγγελματικό επίπεδο συμβαίνει όταν ο μάγειρας έχει να βγάλει κανα πεντέξι παραγγελίες ακόμα (και χρειάζεται τέσσερα ζευγάρια χέρια επιπλέον), ενώ παράλληλα, ανεξέλεγκτα πιτσιρίκια από την δεξίωση μπαινοβγαίνουν στην κουζίνα.

2. Σχετικά με το φαγητό επίσης, λέγεται όταν έχει επιτευχθεί η σωστή και ιδανική ποσότητα κυρίως αλατιού, αλλά και άλλων μπαχαρικών ή μυρωδικών όπως το πιπέρι, η ρίγανη κ.ά. Συνήθως έχει ύφος απόδοσης τιμών (σπεκ και τέτοια), ενώ δε περιοριζόμαστε στον παρατατικό ή τον υπερσυντέλικο αλλά μπορούμε να επεκταθούμε γενικώς (παρ. 3).

(Διατηρώ τις αμφιβολίες μου αν οι παρακάτω περιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν σλανγκ γι ' αυτό τις αναφέρω επιγραμματικά.)

3. α. Εννοώντας την πραγματοποίηση ή μη μιας ευχής. Π.χ.: «Αχ! Ένα αστέρι έπεσε! Μακάρι να πιάσει η ευχή μου...»

β. Αναφερόμενο σε επίτευξη βιδώματος σε σπείρωμα. Π.χ.: «Ε, δεν παίζει, έχει φαγωθεί το σπείρωμα! Μαλάκα δεν πιάνει με τίποτα!»

γ. Λέγεται επίσης για λήψη σήματος από τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δέκτη. Π.χ.: «Γιόκα μου, άντε κούνα λίγο την κεραία γιατί δε πιάνει καλά το Μέγα.»

(Έχει κι άλλα εδώ.)

  1. - Αγάπη μου! σου αρέσει το Κινέζικο; γιατί μου έπιασε το φαγητό.
    - Το οθωμανικό μου αρέσει, χέσε το Κινέζικο...

  2. - Και γιατί χωρίσανε βρε Κούλα;
    - Της είχε πιάσει το φαΐ και δεν το κατάλαβε, άκου τώρα!
    - Α πα πα! καλέ τι στρίτζος είν' αυτός!

  3. Μαλλλάκα! Και γαμώ τα παστίτσα, ε! Το έχει πιάσει και το αλάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αριστερό (χέρι ή πόδι) θεωρείται γρουσούζικο ή ελαττωματικό (και βεβαίως ο αριστερόχειρας θεωρείται ελαττωματικός, αντί να σκεφτούμε ότι μπορεί και κάνει κάτι που δεν μπορούμε εμείς, άλλο θέμα αυτό...), άρα αν σηκωθούμε από το κρεβάτι με το αριστερό πόδι (ή από την αριστερή πλευρά), δικαιολογείται η γκαντεμιά στη φάτσα μας και το στυλ του πολλά βαρύ που κουβαλάμε όλη μέρα.

Κι αυτό παμπάλαιο, βλ. και έπεσες από το στρώμα; ή μπήκε στο πλύσιμο.

Τι έγινε γιατρέ μου, με το αριστερό σηκωθήκαμε σήμερα; Για λίγο κράτει με τη γκρίνια, δεν θα τη βγάλουμε τη μέρα έτσι, έχουμε και δουλειές...

Got a better definition? Add it!

Published

Το παιδί σου που δεν σε νοιάζεται ή που θέλει να σε ξεφορτωθεί, όταν γεράσεις, αντί να σε φροντίζει και να σε προστατεύει, θα κάνει τα πάντα για να σε ξεκάνει καταλάθος ή ξεπίτηδες. Αντί να σε καθίζει στη σκιά να δροσίζεσαι, θα σε παρατά στον ήλιο να τα τινάξεις μια ώρα αρχύτερα. Και άλλα παρόμοια.

Το άκουσα από Καλάβρυτα μεριά και υποτίθεται ότι το λένε κι άλλοι κειδαπανά.

- Ε, εσύ τουλάχιστον έχεις μια κόρη να σε γηροκομήσει.
- Ποια, η Κατερίνα; Καλέ αυτή θα με παίρνει από τη σκιά και θα μ' αφήνει στον ήλιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμότατα αόριστη έκφραση-καραμέλα της καθομιλουμένης, που χρησιμοποιείται για να πει κανείς με κοινωνική κομψότητα, ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Ομοίως: (νταξ / θα δούμε / θα το κανονίσουμε / κάπως θα γίνει / ε-τελείωσε / στάνταρ / έγινε / θα τα βολέψουμε / μη σε νοιάζει / θα τα βρούμε / το 'χω / γκαραντί / ακούμπα πάνω μου κλπ) = αρχίδια.

Όσο δε περισσότερες αοριστολογίες χρησιμοποιούνται, τόσο πιο φλου η συνεννόηση και η πραγματοποίηση των λεγομένων όλο και ξεμακραίνει, σαν αερόμπαλα που την πήρε το κύμα (Σ.Σ. εδώ υπάρχει πόνος)...

Π.χ. βαθμηδόν:

Α. Άμα είναι, θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι (= και μπορέλι).
Β. Άμα είναι, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= δεν το κόβω).
Γ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= ναι αμέ).
Δ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (καααλά).
Ε. Άμα είναι, παίζει να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι. Αν δεν απαντήσω, θα σε πάρω εγώ μετά να σου πω που είμαστε, άμα είναι να 'ρθεις ( = το μόνο σίγουρο).
ΣΤ. Έλα να με πάρεις εσύ με το αμάξι (χωρίς άμα είναι)...

1.
- Για κάτσε να δω αν έχω το τηλέφωνό σου...
- Έχω εγώ το δικό σου.
- Α, εντάξει. Άμα είναι πάρε κανα τηλέφωνο να βρεθούμε!
- Εννοείται!

2.
- Πάρε καμιά μέρα την γυναίκα και τα παιδιά κι ελάτε απ' το σπίτι να φάμε!
- Ναι, άμα είναι θα κανονίσουμε!

3.
- Δε μου λες, πότε σκοπεύεις να διαβάσεις για το αυριανό;
- Άμα είναι, μόλις τελειώσει το ματς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified