Further tags

Και «βγάζω καπνούς απ’ τ’ αυτιά».

Εξοργίζομαι, φουρκίζομαι, τα παίρνω στο κρανίο, παίρνω ανάποδες, γίνομαι Τούρκος, μου ανάβουν τα λαμπάκια, γίνομαι μπαρούτι, τα μυαλά μου πονάνε.

Μάλλον από κόμικ και καρτούν με χαρακτήρες που εμφανίζουν το φαινόμενο. Και αυτό με τη σειρά του μάλλον από τα συμπτώματα μηχανής που παρουσιάζει βλάβη και φαίνεται έτοιμη να εκραγεί.

  1. Από εδώ:

Έχω αρχίσει και κόβω βόλτες στο δωμάτιο και βγάζω καπνούς απο τα αυτιά,ούτε το google ούτε το imdb δεν βοήθησε, δεν έχω αρκετά στοιχεία για search. Πραγματικά θα πλήρωνα για να μου θυμίσουν τον τίτλο.

  1. Από εδώ:

‘Εχει περάσει αρκετός καιρός απο τότε που συνέβη ένα γεγονός που με είχε κάνει να βγάζω καπνούς απο τα νεύρα μου.Είχα παλαιότερα σχέση με ένα παιδί [...]

  1. Από εδώ:

Ο εν λόγω προϊστάμενος προσπάθησε να μου ξαναπεί το γνωστό σε μένα παραμύθι περί αλλαγής εξοπλισμού λόγω αλλαγής κινητήρα κτλ κτλ κτλ......Εκεί ήταν που άρχισα να βγάζω καπνούς.....Ένα κι ένα κάνουν 2.....μου είπατε κύριε πωλητή ότι θα περιλαμβάνει τον εξοπλισμό που ζήτησα;........ΝΑΙ, ήταν η απάντηση, αφού ρώτησε στην ***, όπως είπε.

(από patsis, 14/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατ’ αρχήν βαριά και αποτελεσματική βρισιά. Τα μούτρα είναι κάποιου άλλου από αυτόν που μιλά. Βλ. και σκατά να φας. Η κατ’ ιδέα μίανση του προσώπου έχει ύψιστη συμβολική σημασία: επεκτείνεται σε όλην την ύπαρξη του φέροντος.

Όταν τα μούτρα είναι του ομιλούντος, η έκφραση αλλάζει σημασία και δείχνει συνειδητοποίηση του λανθασμένου των επιλογών μας, μιας πλάνης στην οποία βρισκόμασταν, του γεγονότος ότι είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Μερικές φορές είναι απόλυτο συνώνυμο του «τρομάρα μου» ή του «(έτσι νόμιζα) ο μαλάκας».

  1. Από εδώ:

Σκατά στα μούτρα του κάθε λακαμά που βγάζει την εξάτμιση του αυτοκινήτου του και βάζει στη θέση της ένα μπουρί. Όχι ρε ζώον, το κωλάμαξό σου δεν πρόκειται ποτέ να γίνει Porsche, όσο θόρυβο κι αν κάνει.

  1. Από εδώ:

ΦΤΑΙΝΕ ΠΑΛΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ; Ε; ΓΙΑ ΔΕ ΜΙΛΑΤΕ ΡΕ; Τώρα να βγούμε στους δρόμους; Σκατά στα μούτρα μας. Οχτώ χρόνια εγκατέλειψα τη χώρα που με γέννησε. Οχτώ. Σκατά και στα δικά μου μούτρα. Τα δικά σου τα κοίταξες τελευταία;

  1. Από εδώ:

αναρχικέ (τί «αναρχικός» και παπάρια δηλαδή,τέλος πάντων)συνέχισε να γράφεις και να λές μαλακείες.έτσι βλέπει ο κόσμος τί σκατά «αναρχικούς» διαθέτει η Ελλάδα. Ψευτόμαγκες, τσαμπουκάδες του κώλου, χαπάκηδες και τα συναφή, νταήδες με συντρόφους που πιάνει ο ένας το κώλος του άλλου, άπλυτοι και βρωμιάρηδες, φτηνοί και τιποτένιοι.ικανοί μόνο για να κλαίνε πριν ακόμα φάνε το πρώτο χαστούκι απο αστυνομικό που θένε λέει να κάψουν ζωντανό,σκατά στα μούτρα τους.

  1. Από εδώ:

Εγω στα 15 μου επαιζα ακομα με την Μπιμπιμπο....Την θυμαστε η παλαιοτερες ,κατι σε μπαρμπιε για της νεοτερες... Και ασε που δεν βυζακια.... Και δεν ασχολιομουν κιολα...Δηλαδη δεν καταλαβαινα και πολλα.... Και οταν καταλαβα... Σκατα στα μουτρα μου,τεσπα!

  1. Από εδώ:

Ήμουν Βερολίνο την προηγούμενη εβδομάδα ... Όλοι καπνίζουν έξω .. Κανείς δεν διαμαρτύρεται ... Εδώ δεν καπνίζουν οι Άγγλοι (!!!) στις pubs .... Αλλά ο Έλληνας, είναι Έλληνας ..... Σκατά στα μούτρα μας που θέλουμε να λεγόμαστε και Ευρωπαίοι πολίτες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύμα, ανοργάνωτα, ασύντακτα. Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης. Για πρόσωπο συνώνυμο είναι και ο σκόρπιος.

Από το τουρκικό salma που, μεταξύ άλλων, σημαίνει απελευθερώνω και, ιδίως, αφήνω ζώο ελεύθερο να βοσκήσει.

Υπάρχει και άλλη, μη σλανγκ, χρήση. Αυτή για το αυτοφυές χορτάρι που κόβεται και δίνεται αποξηραμένο σαν ζωοτροφή.

Βλ. και άρτσι μπούρτσι και λουλάς, χύμα, χυμαδιό, χημείο.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

Το λήμμα σαλματζής μάλλον ετυμολογείται από εδώ.

  1. - Πώς και δεν ξαναβγήκε ο δήμαρχος ρε συ;
    - Αυτοί ξεκινήσανε με το σκεπτικό ότι θα βγουν από την πρώτη Κυριακή. Μετά φάγανε την κρυάδα και βρέθηκαν χωρίς σχέδιο. Άσε που όσοι από το ψηφοδέλτιο εξασφάλισαν θέση μετά σταμάτησαν τον αγώνα και δεν βγήκε ο δήμαρχος να τους τεντώσει, να τους βάλει να τρέξουν για την δεύτερη Κυριακή. Άσε, γενικά όλη η παράταξη ήταν λίγο σάλμα.

  2. Από εδώ:

Τώρα από άποψη διατροφής. Όσο έχει χόρτο έξω στη φύση πρωϊ-μεσημέρι βράδυ θερίζω με το χέρι και τρώνε φρέσκο χορτάρι με απίστευτη ποικιλία. Και όπως έγραψα σε άλλη ενότητα ρίχνω και λίγο σάλμα το βράδυ.

(από electron, 23/12/10)αστα χύμα σάλμα!!!!!!! (από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η συμπεριφορά άνδρα περασμένης ηλικίας (άνω των 50 ετών - συνώνυμο του γερομπαμπαλή…), ο οποίος επιδίδεται σε πράξεις που αντενδείκνυνται για την ηλικία του.

-Είδες ο κυρ-Γιάννης πουλοβεράκι;
-Ναι!... Το τζόβενο... Αυτός ρε συ μπαμπαλίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία όλα τα αυτοκίνητα είναι ακινητοποιημένα λόγω υπερβολικής κίνησης, με συνέπεια το σκηνικό να μοιάζει με φωτογραφία.

Συνώνυμο: πάρκινγκ.

Προϊστάμενος: Τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι στη δουλειά ρε άχρηστο υποκείμενο;
Κακομοίρογλου: Με συγχωρείτε κύριε προϊστάμενε, αλλά σήμερα έχουν απεργία τα λεωφορεία, και η εθνική είναι φωτογραφία.

(από Khan, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έπεσε ακρίδα και τα έφαγε όλα.

Αναφέρεται στον ή στην παρέα λιμασμένων ανθρώπων που τα τρώνε όλα με βουλιμία .

Παρομοιάζουμε με τα σμήνη της ακρίδας που λυμαίνονται την χλωρίδα μιας περιοχής.

7.30 πμ, σε ξενοδοχείο μετά το πληρωμένο πρωινό που έφαγαν οι έλληνος τουρίστας:
- Μαριγούλα, έφυγε το σμήνος με τις ακρίδες, ξαναγέμισε τον μπουφέ γιατί τα τσανάκια δεν φάγανε μόνο.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναβαθμίζομαι. Ανεβαίνω επίπεδο (level στα αγγλικά).

Όπως αναπτύσσει ο ορισμός του συνώνυμου λεβελιάζω, προέρχεται από τα διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια και, πριν από αυτά, τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων που προβλέπουν επίπεδα στις ιδιότητες των παικτών. Ένας παίκτης έχει διάφορες ιδιότητες: invisibility (το να είσαι αόρατος), ταχύτητα, θωράκιση κλπ. Με διάφορους τρόπους όπως μαζεύοντας ειδικά αντικείμενα ή επιφέροντας χτυπήματα κατά αντιπάλων, οι ιδιότητες αυτές βελτιώνονται, παίρνουν λέβελ. Λέβελ παίρνει και ολόκληρος ο παίκτης, χάριν μετρησιμότητας της αξίας του.

Σε άλλα συμφραζόμενα, παίρνει λέβελ ό,τι καλυτερεύει, ό,τι αναβαθμίζεται λίγο αλλά διακριτά από την μία στιγμή στην άλλη. Μια μικροκοινωνία, μια συνεχιζόμενη προσπάθεια κάποιου ή κάποιων, μια εταιρεία, ένας άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται και σοβαρά και περιπαικτικά.

  1. Από εδώ:
    Και τώρα που το post πήρε level και ελέγχθηκε και η ορθογραφία του, ξαφνικά αποκρυπτογραφήθηκε το κρυφό του μήνυμα και τα μιλιούνια των ανθρώπων που προηγουμένως δεν καταλαβαίνανε, ώ, τι θαύμα, διαφωτίστηκαν...

  2. Από εδώ:
    σκληρό chapter. tr00. ο μαντάρα τελικά μοιάζει λίγο με τον oobito; :Ο βλέπω δεν είμαι ο μονος που βλέπει την ομοιότητα. η κόναν είναι σκέτη πώρωση. μου άρεσε και πριν αλλα τώρα πήρε level

  3. Από εδώ:
    ρε μλκ ήξερα ότι είσαι βρώμικο μυαλό, αλλά τί να πω, πλέον έχεις πάρει level

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει θυμώνω, νευριάζω, αγανακτώ, ενίσταμαι, εκρήγνυμαι.

Η έκφραση προέρχεται από την πυρίτιδα, κοινώς μπαρούτι, παμπάλαια εκρηκτική ύλη από άνθρακα, θειάφι και νίτρο, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.

Επίσης συνώνυμα μπαρουτιάζω, γίνομαι Τούρκος, τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω.

  1. - Πήγα στη πολεοδομία και όταν μου είπαν πόσα πρέπει να πληρώσω για ένα παρτέρι, έγινα μπαρούτι.

  2. Μόλις την είδα με τον άλλον έγινα μπαρούτι. Πάμε τώρα στο προαύλιο να παίξουμε μπάλα με τον Ρωχάμη.

εγινα μπαρουτι (από iwn, 14/12/10)Barut (από Nakas, 14/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός. Ανθρώπων, καταστάσεων και πραγμάτων - με αυτήν την σειρά από την σλανγκ προς την λιγότερο σλανγκ χρήση του. Κάποιος ή κάτι που δεν υπάρχει και μας προσβάλλει, μας ενοχλεί, μας ανατρέπει τα σχέδια ή την αντίληψή μας για τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Πιο απλά: η μούφα, το ψεύτικο, το μουσαντένιο, το στημένο, η απάτη. Το αναντίστοιχο με τους παράγοντες που το αποτελούν ή το παράγουν. Η ανειλικρίνεια εκφρασμένη με πράξη και όχι με λόγια, όπως κανονικά παρουσιάζεται το ψέμα. Το αδύνατο, το απίθανο.

Υπερθετικός βαθμός: το ψέμα το ίδιο. Αυτή είναι πιο παγιωμένη και σαφώς πιο αξιοσημείωτη βερσιόν του λήμματος.

Βλ. και την αμερικανιά των μαύρων are you for real;

α1. Από εδώ:

Πολύ ψέμα το αποτέλεσμα.... Έλεος... Εντάξει, είμαι κωλόφαρδος τι να πω... Με απίστευτη άνεση έβλεπα τον αγώνα και δεν κατάλαβα πότε και γιατί από 1-4 πήγε 4-4... Έλεος...

  1. Από εδώ:

Πήγα και είδα την αγάπη μου την Jolie στο «wanted». Τι να λέμε...ΘΕΑ και τέλειος κώλος. Κατά τα άλλα η ταινία είχε μέσα πολύ ψέμα :(

  1. Από εδώ:

Το γκολ δεν ήταν οφσάιντ, έτσι με φάνηκε. Πολύ ψέμα το πέναλτι. Μπράβο στα καμάρια της Ωκεανίας που ζόρισαν τους πολυδιαφημισμένους, σαλιάρηδες Ιταλούς και θύμισαν λίγους από τους ομοεθνείς τους στο ράγκμπι.

  1. Από εδώ:

Όσο για την Τιτανομαχία, τι να πει κανείς. Μια μαλακία και μισή. Επίσης ήταν η πρώτη τρισδιάστατη ταινία που έβλεπα, και αν ήξερα ότι ήταν τέτοια τεράστια η διαφορά στην εικόνα, το πολύ να έδινα ένα πενηντάλεπτο παραπάνω, όχι περισσότερα. Ακούς εκεί 12 ευρώ, το ψέμα το ίδιο.

  1. Από εδώ:

Etsi opws exei ginei to 8ema asxeta me tin timi pou 8a exoun tetoia epoxi ta vista, pali oi misoi apo mas 8a to exoun peiratiko(pio polu apo tous misous sumfena me tis dimoskopiseis) kai oi ypoloipoi original. Alla aftes den einai times einai to psema to idio.

  1. - Έλα, μόνος του είναι στην βάση. Έλα, μην τον φοβάσαι, 20 health έχει με πιστολάκι. Φά' τον να τελειώνουμ-
    - ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΡΕ ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΟ ΙΔΙΟ; Headshot από του διαόλου τη μάνα με πιστολάκι; Σταδιάλα, πάω σπίτι, νουμπάδες γαμώτ' ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αυτό που λέμε τούμπανο με την πρησμένη έννοια. Με άλλα λόγια το πρήσκαλο είναι το αποτέλεσμα διόγκωσης, φουσκώματος, γενικώς.

Η χαρακτηριστική και σχετικά συχνή χρήση κάτω από τ' αυλάκι τ. «έγινα πρήσκαλο» έχει εφαρμογή κυρίως σε περιπτώσεις στομαχιών που έχουν τουμπανιάσει από τις τρελές μάσες του ελέους. (Παράδειγμα 1).

Εκτός αυτής της χρήσης μπορεί να αναφέρεται και σε πρηξίματα γενικώς, από διαστρέμματα, τσιμπήματα εντόμων, αναβόλες κλπ. (Παράδειγμα 2).

Οι αναφορές στο γούγλε ελάχιστες, παρόλα αυτά σε σοβαρότατο άρθρο εδώ το πρήσκαλο αναφέρεται ότι ετυμολογικά έχει συγγένεια με το άγουρο σύκο με την έννοια της φούσκας ή κάτι, πάτε να δείτε.

  1. Μανούλα: Να σου βάλω και λίγο χαλβά αγόρι μου, μου άρπαξε λιγάκι γιατί είχα στο νου μου το μπακλαβά στο φούρνο και τη χύτρα με το μοσχαράκι κοκκινιστό, ευτυχώς είχα ετοιμάσει από χτες το αρνάκι με τις πατάτες και το φρικασέ γιατί σήμερα, είχα να κόψω και τέσσερις σαλάτες, δε θα προλάβαινα να σας ταΐσω πέντε άτομα...
    Γιόκας: Τελέρε μάνα, δεν αντέχω ούτε πηρουνιά, δε βλέπεις την κοιλιά μου πρήσκαλο... Μαγείρεψες για ένα στρατό πάλι!
    Μανούλα: Τι λες αγόρι μου, θα έρθει το παιδί μου σπίτι, η νυφούλα μου (σ.ς. χχχχκ φτου η ξένη η γαϊδούρα ούτε ένα ποτήρι δεν κουβάλησε), το εγγονάκι μου, και θα σας βγάλω μακαρόνια με κιμά (σ.ς. σαν τη συμπεθέρα τη σκατοτσιφούτα);
    Γιόκας, νυφούλα, εγγονάκι: Μπερπ!.

  2. -Ρε μαλάκα τι κουνούπια είναι αυτά που έχετε εδώ πέρα, μεταλλαγμένα είναι; Φακ! Με τσίμπησε ένα και κοίτα πώς έχει γίνει το χέρι μου πρήσκαλο!
    -Ου ρε μπούλη, σου τσίμπησε το χεράκι ο κουνούπαρος, μπουχουχού, είσαι εσύ να πας και ειδικές δυνάμεις τρομάρα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified