Further tags

Μεταφορικά, όταν ελέγχουμε τα λάδια κάποιας.

Θεμελιώδες προκαταρκτικό κάθε καλού σέρβις.

Αγγλιστί: pussy fingering, checking someone's oil.

- Αν την συνδυάσουμε με μουνοδάχτυλο, γίνεται το μουνάκι σαν χαλασμένη βρύση (στάζει).
(Slangprof, αναφερόμενος στην ροδέλα)

- Η ΝΤΟΛΟΡΕΣ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΡΙΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΡΟΓΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΑΝΤΙΛΗΦΘΗΚΑ ΕΓΚΑΙΡΩΣ ΛΟΓΩ ΣΥΣΚΟΤΙΣΗΣ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΩ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ. ΣΤΟ ΚΑΠΑΚΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΩ ΟΤΙ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΟΥΤΕ ΜΟΥΝΟΔΑΧΤΥΛΟ ΝΑ ΤΗΣ ΒΑΛΛΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΛΕΣ ΚΑΙ ΠΥΚΝΕΣ ΤΡΙΧΕΣ, ΟΠΟΤΕ ΤΗΝ ΒΑΖΩ ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΡΑΒΑΕΙ ΜΙΑ ΠΡΟΧΕΙΡΗ ΜΑΛΑΚΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΠΩ ΟΤΙ ΠΗΓΕ ΤΕΛΕΙΩΣ ΧΑΜΕΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
(Φωνακλάς μπέτα τέστερ, εδώ)

(από Vrastaman, 30/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαβούρα, ο χαλασμός Κυρίου, ο χαμός (στο ίσωμα).

  1. Πάμε πουθενά να χαλαρώσουμε ρε 'σύ, δεν αντέχω άλλη χανταβάρα.

  2. Τα αντιλαικά μέτρα της αύξησης των εμμέσων φόρων σε καύσιμα, ποτά, τσιγάρα κ.λ.π. δεν τα πήρε κανείς χαμπάρι; Μας τρώει ο πωπός μας μου φαίνεται... Χανταβάρα να γίνεται για αποπροσανατολισμό. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τηλεφωνώ σε call girl (c.g., προφ. σι τζι) με στόχο το ξεφόρτωμα (ή την ειλικρινή σχέση, αν είμαι πολύ-πολύ μαλάκας).

Παράγωγα: σιτζάρισμα, σι τζι μαν (= αυτός που σιτζάρει), σιτζάτος (= αυτός που μόλις σιτζάρησε).

- Πάλι σιτζάρισες ρε αυνανιστή;
- Τι να κάνω, Αλαριχάκο μου, αφού δεν μου κάθεται ούτε θηλυκιά κατσίκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γνωρίζομαι με υποψήφια σχέση.

  2. Τα φτιάχνω με την εν λόγω υποψήφια σχέση.

Ο όρος προέρχεται από το κονέ.

Παράγωγα: κονέδιασμα, κονεδιάρης /-α, κονεδάκι, κονεδογκόμενα.

  1. Κονεδιάστηκα με ένα γκομενάκι εχτές, σκέτη καβλα!

  2. - Τι θα γίνει επιτέλου(ς) ρε Γιωργία; Θα με κονεδιάσεις με καμιά φίλη σου;
    - Δεν τις έχω για τα μούτρα σου ρε, σκατόφατσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ άλλης εποχής, ικανή να προκαλέσει κάψιμο σουτιέν από φανατικές φεμινίστριες! Ο τέμπορα ο μόρες! Παλιά, στην αγροτική οικογένεια που οι κόρες ήταν κατάρα (γιατί δεν απέφεραν στην εργασία) και οι γιοί ευχή (εργατικά χέρια), ο σκοπός της γυναίκας ήταν να γεννήσει γιους και μετά να αφοσιωθεί στην ανατροφή τους.

Απο-παιδίζω, σημαίνει τελειώνω να κάνω παιδιά. Στην ίδια λογική με το απο-παίζω (αποπαίξαν τα όργανα, οι μουσικοί πήγαν για ύπνο -αύριο πάλι), ή το απο-τριχώνω. Η έκφραση χρησιμοποιείται ελάχιστα πια, και μάλλον θα χανόταν, αλλά χάρη στο σλανγκρ ο ιστορικός του μέλλοντος μας θα της δώσει τη θέση που της αξίζει. Και επιτέλους βρήκαμε τη σωστή λέξη για να χρησιμοποιήσουμε στην ερώτηση προς τις πρωταγωνίστριες της απελπιστικά υπερφίαλης (κττμγ) σειράς, «sex in the city»: Εσείς κορίτσια, πότε θα αποπαιδίσετε;

- (μπαρμπέτο μες την ευγένεια και την διακριτικότητα) Εσύ είσαι του Γιάννη η κόρη;
- (δεσποινίς ετών 39) Μάλιστα....
- Ε, είσαι παντρεμένη;
- Όχι ακόμα, δεν έτυχε...
- Και τα χρόνια περνούν. Αν το πας έτσι, πότε στο καλό θα αποπαιδίσεις;

(από Μάγιστρος, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε τον δείκτη γαμησιμότητας κάποιας κοπέλας εκφρασμένο σε κλίμακα ποτού (πιθανόν να χρησιμοποιείται και για άντρες, αλλά δεν κόβω και τη μπούτσαμ για αυτό).

Δηλαδή το κατά πόσο είναι αξιαγάμητη, φακάμπλ, γαμισάμπλ, ευγάμητη, κρεβατάμπλ. Δηλαδίς αν έχει τούτο το πολυπόθητο χάι φακαμπίλιτι.

Η απάντηση προφάνουσλυ είναι ένας αριθμός, π.χ. 4 ποτά, που σημαίνει ότι για να προχωρήσει κάποιος σε νταχντιρντί με την εν λόγω δίδα πρέπει να καταναλώσει πρώτα την εν λόγω ποσότητα.

Δηλαδίς όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ποτών τόσο περισσότερο λιάρδα πρέπει να είναι ο ερωτηθέμενος για να κάνει κάτι με την εν λόγω.

Άρα με μηδέν ποτά η σενιόρα έχει υπερχάι φακαμπίλιτι ενώ όσο ανεβαίνουν τα ποτά πέφτει η αξία γαμησιμότητάς της.

Προλαβαίνω κάποιους σλανγκαρχίδιδες, που θα πουν πως τα 4 ποτά για κάποιον είναι πολλά και για άλλον τίποτα, άρα τα αποτελέσματα του δείκτη είναι κάπως «αόριστα», λέγοντας πως τέτοιες «μετρήσεις» γίνονται συνήθως μεταξύ φίλων ή γνωστών, ωσεκτουτού είναι λίγο πολύ γνωστό το πόσο μεγάλη καταπιόνα έχει κάποιος.

(συζήτηση μεταξύ απελπισμένου αγάμητου και –άντε να σου κάτσει καμία να ησυχάσουμε- φίλου)

- Ρε συ λακαμά λέω να τα ρίξω στην Άννα, τι λες;
- Πλάκα με κάνεις, έτσι;
- Γιατί ρε εσύ δεν την έπαιρνες;
- Εεε με 5-6 ποτάκια κάτι γίνεται.
- Ε να τα ρίξω στην Λίλιαν τότε. Αυτή με πόσα ποτά την παίρνεις;
- Τι με πόσα ρε μαλάκα; Με την Λίλιαν και ξεσούρωτος πάω, αλλά άσ' το καλύτερα…
- Γιατί ρεεεεε;
- Γιατί αυτή θα θέλει γερό «πότισμα» για να ’ρθει μαζί σου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δίχως μέτρο κατανάλωση κρεατικών και ειδικώς αμνών, αιγών, άλλων συναφών, αλλά και παραγώγων τους (παϊδάκια, πλάτες, συκωταριές κ.λπ.). Εκτός των κρεατικών, χοληστερίνη πάρτυ μπορεί να γίνει και με θαλασσινά (αστακούς, κωλοχτύπες, μακαρονάδες, διάφορα μαλάκια κ.λπ.).

Παρόλο που πολλές φορές το κλου των χοληστερίνη πάρτυ περιλαμβάνει και εντατική μονάδα νοσοκομείου, οι τακτικοί θαμώνες αυτών των πάρτυ δεν πτοούνται και επιδίδονται συχνά - πυκνά σε αυτά, καταναλώνοντας ποσότητα κρεατικών μεγαλύτερη από τη δεκαετή κατανάλωση ενός μέσου μεγέθους κροκοδείλου.

Τα σημεία που διεξάγονται τα συγκεκριμένα πάρτυ διαφέρουν ανάλογα με την περίσταση, και μπορεί να είναι από οργανωμένα μαγαζιά - ταβέρνες - ψητοπωλεία, έως χωράφια, οικόπεδα ή αλάνες. Πάντως υπάρχουν και κάποια αξεπέραστα στάνταρντς: Βλάχικα, Δερβενοχώρια, Στενή Ευβοίας, Μαγούλα, Τρίκαλα Κορινθίας, παλιότερα ο Άγιος Στέφανος κ.α.

Επίσης πολύ επιτυχημένα «χοληστερίνη πάρτυ» διεξάγονται σε όλη την επικράτεια την Κυριακή του Πάσχα, καθώς και κάθε Τσικνοπέμπτη. «Χοληστερίνη πάρτυ» χαρακτηρίζονται επίσης τα παραδοσιακά γλέντια σε γιορτές ή πανηγύρια όπου περιλαμβάνεται και το ψήσιμο αμνοεριφίων.

  1. - Γιατρέ πως είναι οι εξετάσεις μου;
    - Θα σου τα πω με τακτ Λάκη: Κόψε τα χοληστερίνη πάρτυ γιατί αντί για κοράκια θα σε κουβαλάνε τριγλυκερίδια στην κηδεία σου.

  2. - Περάσατε καλά εχθές στο γάμο;
    - Χοληστερίνη πάρτυ αδελφέ. Πρέπει να καθαρίσω τα δόντια μου με σβουράκι black & decker.

(από dimitriosl, 29/03/10)(από dimitriosl, 29/03/10)(από dimitriosl, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική παλιά έκφραση που ζωγραφίζει παραστατικά μια ζωή χαρισάμενη, όπως θα την ήθελαν οι φτωχοδιάβολοι της ρεμπετάδικης αργκό.

Άφθονο φαγητό, οι ποταμοί από γάλα και μέλι των κήπων του Αλλάχ, ατελείωτες τούφες , δροσερά ουρί του παραδείσου και φυσικά η ηδονή του καπνίσματος, καϊνάρια, αργιλέδες και βιομηχανικά, όλα εν αφθονία, άκοπα, σβηστά και χαλαρά.

Η φράση παρέμεινε ως σήμερα, για να δηλώνει την καλοπέραση, πολλές φορές και με μία αρνητική σημασία ωχαδερφισμού και ιδιοτέλειας, βλ. παράδειγμα 2.

Και ένα σύντομο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, δεν μπορώ να κρατηθώ, όποιος δεν γουστάρει το αγνοεί.

Όσο κι αν η παραγωγικότητα είναι σήμερα η ύψιστη αρετή, όσο και αν ο χρόνος είναι χρήμα, όσο και αν μας έχει πάρει η μπάλα της καθημερινόπιτας και δεν προλαβαίνουμε ούτε να κλάσουμε, όσο και αν τελικά ο άνθρωπας με κάποιου είδους έργο πρέπει να ασχολείται σε αυτή τη ρημάδα τη ζωή του για να μην σαπίζει ο εγκέφαλός του, πάντα μέσα μας θα υπάρχει το ιδεατό μιας ζωής όπως την περιγράφει η φράση του λήμματος.

Ο αγώνας ανάμεσα στην προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού και στο δικαίωμα στην τεμπελιά συνεχίζεται αμφίρροπος.

1) Χαίρετε, καλάς διακοπάς, μάσες, ξάπλες, φούμες (από το διαδίκτυο).

2) Μετά τα μέτρα τίποτα μέχρι να πέσει το μάνα εξ ουρανού. Όσο έχουμε και τρώμε τι ανάγκη έχουμε; Μετά έχει ο Θεός. Βλέπετε οι μηδενιστικές και αρνητικές παροιμίες και τα ρητά μας βολεύουν. Η ξάπλα η μάσα και η φούμα έχει διαβρώσει τόσο πολύ τον νεοέλληνα που για να ξυπνήσει πρέπει να γίνει σεισμός 10 ρίχτερ και επάνω. Εμείς βλέπετε τα μυαλά τα διώχνουμε για να μη μας χαλάσουν την βόλεψη μας ( από το διαδίκτυο).

3) Υπάρχει και εκείνο το τραγουδάκι που λέει «Θέλω τις μάσες μου θέλω τις φούμες μου θέλω τις ξάπλες μου στην εξοχή»

4) ….. «Που ΄σαι, μωρέ Μανώλη;» μουρμούρισε αποκαρωμένος μισόκλεισε τα μάτια – έχιδνα και ζηλότυπη ναι μεν αλλά πιστή ρε κατρουλή τον είχε ώπα ώπα αφέντη μάσες ξάπλες φούμες χρόνια ο δεσμός να σου τον ταΐζει εκ του ασφαλούς να σου τον ποτίζει να σου τον σπιτώσει σε ρετιρέ τεσσάρι αντιπαροχή αμ τον χαρτζιλικώνει για την πόκα του στη λέσχη για τον μπακαρά για τον ιππόδρομο ζωή χαρισάμενη σου λέει ……… (Η μηχανή, νουβέλα, Αλέξανδρος Κοτζιάς 1990.)

...θέλω τις μάσες μου, θέλω τις φούμες μου, θέλω τις ξάπλες μου στην εξοχή... (από Galadriel, 29/03/10)Escapisme rembetique (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified