Further tags

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το «ξεφόρτωμα» των άχρηστων φύλλων. Τέτοια είναι είτε τα πολύ αδύναμα φύλλα, είτε φύλλα τα οποία δεν βοηθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση.

  1. Καλά, ρε μαλάκα, γιατί δεν ξελιμάρισες τον ρήγα; Αφού τσακάει στις κούπες!

  2. Δεν πρόλαβα να ξελιμάρω τα σπαθιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την απόγνωση, την υπερβολική κούραση, τη ζαλούρα. Λέγεται όταν είμαστε στα όρια της αντοχής, ψυχικής ή σωματικής.

  1. Πότε φτάνουμε, ρε μαλάκα; Τα'χω παίξει!

  2. Μαλάκα τελείωνε με το τηλέφωνο, θα τα παίξω!

  3. Τα 'παιξα με τη γκόμενα. Της λέω «Να κεράσω ένα ποτάκι;» και μου λέει: «Σπίτι σου ή σπίτι μου;»!

Παιγμένος (από panos1962, 05/11/09)

Βλ. και παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει τη «λεβέ», δηλαδή τη χαρτωσιά που κερδίζει κάποιος παίκτης ή ζευγάρι. Λέμε λοιπόν, «πήρα τη μπάζα», ή «έχασα τη μπάζα» κ.λπ. Λέγεται και «μπαζιά».

Χάρισα τον άσσο για να κάνω κι άλλη μπάζα και τελικά μπήκα μέσα!

Πόσες μπάζες κάναμε;

Άσ' τα κάτω, ρε μαλάκα, αφού την πιάνω τη μπάζα, έχω κι άλλο ατού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει την αποτυχία της αγοράς.

  1. Πόσα ατού παίζεις, ρε μαλάκα; Μέσα είμαι!

  2. Πώς μπήκαμε μέσα, ρε συ; Τέσσερα ατού και δυο άσους είχα...

  3. Την έμπηξες μέσα την αγορά, παίζω και τα σπαθιά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα σημαίνει την «αγορά» που δεν «βγήκε» με δυο ή περισσότερες μπάζες λιγότερες από τις δηλωθείσες. Π.χ. αν έχει δηλώσει ο «αγοραστής» επτά κούπες και κάνει έξι «μπάζες», τότε είναι «απλώς μέσα», αν κάνει πέντε ή λιγότερες μπάζες, είναι «σόλο μέσα». Λέμε ακόμη και «σολάρισε».

Φτου, ρε πούστη, παίζεις όλα τα σπαθιά; Πάω σόλο!

Πού ανεβαίνεις, ρε μαλάκα; Πάρ΄τα να πας σόλο!

Την πλήρωσα την πρέφα σήμερα· σολάρισα δυο εφτάρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πες πως ένα ζώο μαζεύει την τελευταία υπογραφή του. Ο ψόφος του αντιστοιχίζεται με ένα γεγονός που συνέβη στο παρελθόν. Η αίσθηση της βρόμας εξαιτίας της σήψης του ζώου αντιστοιχίζεται με τη στιγμή ή τις στιγμές που αντιλαμβανόμαστε το γεγονός, η τις συνέπειες του. Διακρίνουμε δυο περιπτώσεις:

  • Πληροφορούμαστε πιο αργά κι από την καθυστέρηση το συγκεκριμένο γεγονός. Μιλάμε για ένα γεγονός που μέχρι κι η κουτσή Μαρία το γνωρίζει. Το γεγονός αυτό μπορούμε να το πληροφορηθούμε είτε άμεσα, είτε έμμεσα (π.χ: όταν αναρωτιόμαστε για κάποια ασυνήθιστη συμπεριφορά που συλλαμβάνουν οι κεραίες μας που μας παραπέμπει προς αυτό, βλ. παρ. 1.). Αργήσαμε να το πληροφορηθούμε, είτε γιατί είμαστε βραδείας αντίληψης, είτε γιατί δεν έτυχε να μας ενημερώσουν, είτε γιατί ήμασταν αλλού με την κλασσική αλλά και με την slang έννοια (βλ. παρ.1).
  • Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να κάνουμε ουσιαστική ρήξη ή απόσυρση με κάποιο θέμα που συνέβη στο παρελθόν και συνεχίζει να μας ταλαιπωρεί ανά τακτά διαστήματα. Έτσι, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ανοχή στη διατήρηση των συνεπειών κάποιου προβλήματος (π.χ ενός ελαττωματικού μηχανήματος του οποίου η επισκευή είναι ασύμφορη), για κάποια εμμονή σε κάτι που η διάλυσή του μας στοίχισε (π.χ: οι οδυνηρές συνέπειες εξαιτίας της ανάμνησης μιας σχέσης που ξέρουμε πως διαλύθηκε οριστικά), κλπ. Ε... κι όσο δεν προχωράμε στην απόφαση της αλλαγής της κατάστασης, τόσο θα δυσανασχετούμε και θα διαμαρτυρόμαστε, χωρίς αποτέλεσμα (βλ. παρ.2).

Βλ. και λήμματα: last year - λαστ γίαρ, περσινά ξινά σταφύλια

Σημεiώσεις:

  1. Στην πρώτη περίπτωση, η θεωρούμενη βρώμα φτάνει τη στιγμή ανακάλυψης του γεγονότος ή των συνεπειών του, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η βρώμα φτάνει κάθε φορά που εκδηλώνονται οι δυσμενείς συνέπειες του προβλήματος ή του θλιβερού γεγονότος.
  2. Η φράση έχει απαξιωτικό στιλ και εκφέρεται συνήθως αργά με απαξιωτική κίνηση χεριού και κεφαλιού.
  3. Αντί της λέξης «ψόφησε» μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη έχεσε.
  1. - Γιατί η κυρά Μαρία φοράει μαύρα αυτές τις μέρες; Συνέβη τίποτα; - Αχαχούχα... Πού ζεις εσύ ρε παιδί μου; Δεν έχασε τον άνδρα της πριν ένα μήνα; Πέρσι ψόφησε, φέτος βρώμισε.

  2. - Τι γίνεται όταν δεν μπορείς να ξεκολλήσεις και να προχωρήσεις μπροστά; Όταν νιώθεις ότι δεν έχεις δυνάμεις για να κάνεις κάτι καινούριο; Όταν νιώθεις ένα ψυχολογικό ράκος και βλέπεις μπροστά σου μόνο μοναξιά και απελπισία; Όταν όλοι σου λένε προχώρα και εσύ δεν ακούς κανέναν και το μόνο που κάνεις είναι να δικαιολογείς τα αδικαιολόγητα; (όλα αυτά τα κάνω εγώ δυστυχώς... Crying or Very sad ). Δεν ξέρω γιατί το βάζω το θέμα. Αφού ότι και να μου πείτε εγώ δεν θα αλλάξω γνώμη... No. Απλά ήθελα να τα πω...
    - Πέρσι ψόφησε, φέτος βρώμισε ρε Νινα. Δες

Πέρσι ψόφησε το κυβερνητικό έργο...φέτος του βρώμισε. Κι άσε τον τουκανιστή πρ. πρωθυπουργό να "σκέφτεται για πράσινη ανάπτυξη"...χαχαχα (από GATZMAN, 23/10/09)Πέρσι ψόφησαν, φέτος βρώμισαν (από GATZMAN, 23/10/09)

Επιπλέον σχετικό: αφού όλοι απόκλαψαν, δάκρυσε και η χήρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό ρήμα το οποίο απλά μπορεί να σημαίνει κάτι σε «όταν κάποιος παίρνει κάτι από χαμηλά και το σηκώνει» αλλά χρησιμοποιείται ευρέως με 2 σλανγκικές και παράλληλα συναφείς έννοιες (ιδίως σε περιφραστική μορφή).

Ανεβάζω (είμαι ανεβασμένος – με ανεβάζει): Διατελώ σε ψυχική ανάταση προκαλούμενη από γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις, κλπ, σε σημείο να νιώθω ότι πετάω στα ουράνια, ότι μπορώ να κάνω τα πάντα.

Ανεβάζω (είμαι ανεβασμένος – με ανεβάζει): Πιθανώς από την αμερικλανιά Ι am high σε συνδυασμό με τον προηγούμενο ορισμό. Σαν να λέμε έχω κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ και νιώθω ότι πραγματικά είμαι καλά και όντως μπορώ να κάνω τα πάντα, τα κοάλα και άλλα συναφή ζώα (αλλά και να πετάξω από τον 13ο όροφο ή να οδηγήσω το παπί μου).

Ο πρώτος ορισμός δεν προϋποθέτει πάντα ότι το υποκείμενο ήταν πρότερα «πεσμένο», κάτι που συνήθως συμβαίνει στον δεύτερο ορισμό (χαρμάνα).

Και στις δύο περιπτώσεις φυσικά η πτώση (έλλειψη, hangover ή η επιστροφή στην πραγματικότητα) είναι οδυνηρή…

Αντώνυμο: πέφτωείμαι (αλλά και νίωθω) πεσμένος

Χρησιμοποιείται ενίοτε και το αμετάβατο «ανεβαίνω».

  1. Είμ' ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω
    όταν αγκαλιά μου, μωρό μου, σε κρατάω. Είμ' ανεβασμένος, δεν ξέρω για πού πάω,
    ένα μόνο ξέρω, το πόσο σ' αγαπάω.

Είμαι στα χάι μου
όταν σ' έχω πλάι μου κι όταν είσαι χώρια μου
με τρώει η στεναχώρια μου.

Είμ' ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω
όταν μες στα μάτια, μωρό μου, σε κοιτάω.
Είμ' ανεβασμένος, κανένας δεν με πιάνει,
με τον έρωτά σου πουλάκι μ' έχεις κάνει.

Στίχοι: Τάκης Κωλέτης
Μουσική: Αντύπας
Πρώτη εκτέλεση: Αντύπας

  1. Η κάνναβη κατατάσσεται στα χαλαρωτικά (downers) ναρκωτικά. Έτσι, ο χρήστης, ανάλογα και με τις παραπάνω περιπτώσεις, αισθάνεται χαλαρωμένος στο σώμα και 'ανεβασμένος' ψυχικά, ενώ τις περισσότερες φορές νιώθει να πεινάει και να διψά. (από το νετι…)

(από Khan, 22/10/09)Μπούμπις, σε ανεβάζει η μη(υ)δοανάφτρα; (από GATZMAN, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά καινούριας κοπής. Το νόημα είναι το ίδιο με την έκφραση «το βλέπω λίγο δύσκολο». Η έκφραση μίκρυνε και πήρε κατάληξη δανεισμένη από τον ποδοσφαιριστή Λέτο. Και εγένετο --> δυσκολέτο!

- Φεύγω σήμερα.
- Θα περάσεις να μας χαιρετήσεις;
- Το αεροπλάνο φεύγει σε μια ώρα, δυσκολέτο εξάδελφε...

(από electron, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επονείδιστη πράξη, άγος. Κάθε τι που μειώνει ή καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του «δράστη», είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, είτε για υπηρεσία, είτε για οποιαδήποτε κατάσταση μας δημιουργεί πρόβλημα ή αμηχανία.

  1. Του είχα δανείσει δυο χιλιάρικα και με είχε κλασμένο πέντε μήνες. Προχθές του το θύμισα και μου ζήτησε και τα ρέστα! Κωλοπρέπεια, ρε μαλάκα, τι να πω...

  2. Πήγα στην εφορία και της λέω της χοντροκώλας να μου δώσει δυο τρεις μέρες καιρό γιατί έτρεχα τη μάνα μου στα νοσοκομεία, και μου λέει: «ας πρόσεχε»! Κωλοπρέπεια, ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified