Further tags

Ρουκέτες ή ρουκέτται: Η εκτοξευόμενη κατά λαυκάς παχύρρευστας ριπάς ψωλόκρεμα.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Τρία ή τέσσερα λεπτά αργότερον, η Φλώσσυ έχυνε εν νέου, εν μέσω ομοίας με την προηγουμένην τρικυμίας γλυκασμού, ενώ ο πιπιλίζων και καταπίνων τον μουνοχυμόν της άνδρας εξετόξευε πάλιν τας λιπαράς, λευκάς ρουκέττας του εις τον αέρα. (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 59)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκπέμπω, παίζω ή, απλούστερα, είμαι στα fm σημαίνει ότι το βάρος μου κυμαίνεται από 87,5 έως 108 κιλά, όσο δηλαδή και τα MHz της συχνότητας σε αυτήν τη ραδιοφωνική μπάντα.

Αστεϊσμός για να τοποθετήσει κάποιος τον εαυτό του εντός (ή εκτός) ενός υποτιθέμενου ορίου βάρους.

- Τι δίαιτα και μαλακίες, μια χαρά είσαι!
- Ναι, μια χαρά αλλά χτυπήσαμε κατοστάρα.
- Όσο εκπέμπεις στα fm δεν έχεις ανάγκη. Φάε σκουμπρί, γαμάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά με τους άλλους ορισμούς, παίζω σημαίνει και κυμαίνομαι, παρουσιάζω τιμές εντός ενός εύρους ή ανάλογα με κάποιους παράγοντες.

  1. Από εδώ:

άμα μου αποδείξεις που πληρώνουν 250 ευρώ σε πόρτα, θα σου δίνω εγώ 300 για να κάθεσαι στο καναπέ σου κάθε μέρα. Σου το υπόσχομαι. Τα μεροκάματα παίζουν στα 50-60 ευρώ, 80 δε παίρνουν ούτε οι παλιοί πορτιέρηδες (άσχετο τι φούμαρο θα πουν στη παρέα).

  1. Από εδώ:

Hmm, prin 3-4 meres hthela na paixw ena clanmatch ut2k3 kai me thn T, anti gia to stade 100-110 pou epiana sto sygekrimeno server, epaize apo 100 mexri 600.

  1. Από εδώ:

Τα ενοίκια παίζουν από ανάλογα με την κατάσταση, την παλαιότητα, την περιοχή, το μέγεθος. τον αριθμό των υπνοδωματίων, εάν επιτρέπονται κατοικίδια, εάν υπάρχει μπαλκόνι κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσφωνείται απαξιωτικά αλλά με πραότητα όταν κάτι πρέπει να υποβιβαστεί.

- «Σήμερα στον ΑΝΤ1 τα καλλιστεία για την Miss Ελλάς 2016».
- Της ψωλής μου τα μαλλιά. Άλλαξε κανάλι ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματιζόμενη με το -ιτιδα που όπως και το -ιαση δηλώνουν σλανγκικές ασθένειες, πρόκειται για την ασθένεια του να σου έρχεται ξαφνικά να κάνεις το καλό, ή, συχνά, παθητικοεπιθετικές καλίες, λ.χ. επειδή είναι βρωμιάρες μέρες και σε έχει πιάσει το Christmas Spirit, ή επειδή the plot dickens, ή επειδή περνάς φάση που θες να είσαι ούμπερ καλός, ή επειδή υιοθετείς ακριβώς τις παθητικοεπιθετικές καλίες ως ευχερέστερο μέσο για να πετύχεις τους σκοπούς σου. Δυστυχώς ή ευτυχώς η καλίτιδα είναι μια ασθένεια που περνάει σύντομα, όπως λ.χ. και το ολιγοήμερο Πνεύμα των Χριστουγέννων, εξ ου και εξαρχής στιγματίζεται ως σλανγκική -ιτιδα.

  1. Επειδή βλέπω σας έχει πιάσει μια επιδημία ''καλίτιδας'' από το πνέΜα των Χριστουγέννων και ξεπλοκάρεστε με παλιούς οχτρούς σε φάση ''λευκοί και νέγροι δίνουνε τα χέρια, εεεεε γέρο νέγκρο Τζιμ'', να ξεκαθαρίσω ότι δεν πρόκειται αυτές τις ''άγιες μέρες'' να ξεπλοκάρω κανέναν ούτε να ζητήσω δημόσια συγχώρεση για τις αμαρτίες μου. Χρόνια πολλά κλπ (Από το Facebook).

  2. Μετα την οκειτιδα τωρα και καλιτιδα;;;;;;;;;;. Μακρια! (Από το zoo.gr).

  3. Να προσέχεις, η καλίτιδα είναι ανίατη ασθένεια! (Από φοράδα).

(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεκτική μούτζα. Όταν προσπαθείς να επιτύχεις έναν στόχο τόσο πολύ και αποτυχαίνεις τόσο οικτρά που δεν θα μπορούσες να κάνεις χειρότερα.

Προέρχεται από χαλασμένο μηχάνημα Touch & Play με 20 ερωτήσεις σε φλιπεράδικο στην Γλυφάδα, όπου αντί να γράψει

ΤΑ
ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ

το τελικό σίγμα έκανε λούπα και έβγαινε και μπροστά από το κάππα, εξού και

ΤΑ ΣΚΑΤΑΦΕΡΕΣ

-Πήγα να παίξω Smoke On The Water στη κιθάρα μου για να κάνω μόστρα και στη δεύτερη νότα έσπασε η χορδή και με έκοψε.
-Συγχαρητήρια, τα σκατάφερες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρίχνω έξω, κάνω τζέρτζελο, κάνω σαματά.

Έτσι κι έρθει ο Γιάννης από το νησί θα κάψουμε γραβάτες πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς όρους της ιδιολέκτου του Ανδρέου Εμπειρίκου. Η μετοχή δηλώνει έγκαυλον που βγάζει άναρθρες κραυγές ή και έναρθρα μπινελίκια τε και γουτσισμούς κατά τη διάρκεια της καυλώσεώς τε και της γαμεύσεως. Η μετοχή συχνά χρησιμοποιείται για να εισάγει ευθύ λόγο. Πολλές φορές ο Εμπειρίκος εναλλάσσει έτσι περιγραφές σε άπταιστη σλανγιωτατική καθαρεύουσα ως αφηγητής με παρεμβολές χυδαίας δημοτικής ή ευφάνταστων γουτσισμών σε ευθύ λόγο με εισαγωγικά μετά το λαγνοβοών.

Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα από μιμητές ή συνεχιστές/ επίδοξους επιγόνους του Εμπειρίκου, καθώς είναι ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς του μαζί με το καυλοπυρέσσων και το έγκαυλος.

  1. «-Μήπως θέλετε να δῆτε τὸ μουνάκι μου; Δὲν ἔχει οὔτε μιὰ τριχούλα. - Ὤωωωχ!.... Ὤχ Θεέ μου!..., ἀνέκραξε λαγνοβοῶν ὁ κατάπληκτος Γάλλος. Ὤχ ναί..... ναί.... ναί....» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 136).

  2. «Η νεαρά χορεύτρια έβγαλε από την περισκελίδα του την καυλωμένην ψωλήν του, και ενώ εκείνος εστηρίζετο νωχελώς επί μιας ευρισκομένης όπισθέν του τραπέζης, η Τζέην είχε κολλήσει τα χείλη της γύρω από την σφύζουσαν βάλανόν του με έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τον κόκκινον αυλόν της, ενώ ο Στηβ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από την μεγάλην ηδονήν που εδοκίμαζε, ευρίσκετο εις τον Παράδεισον. Αίφνης εσείσθη ολόκληρος σπασμωδικώς και ανέκραξε “θα χύσω!”».
    «Καλομελέτα κι έρχεται», σχολιάζει ο Τιθορούλης και εκείνη την ώρα ο Εμπειρίκος μπαίνει στην τελική ευθεία. Η φόρμα ήταν έτοιμη να σκιστεί. Ο Μελέτης δεν άντεξε άλλο. Έκλεισε λίγο, με ελάχιστη δύναμη, τα πόδια του και έτσι, χωρίς ούτε ένα ελαφρό άγγιγμα, με μια δυνατή κραυγή, ο Μελέτης έχυσε. Έριξε το κεφάλι του στο θρανίο, σαν να είχε μόλις γλιτώσει από κάποιο μεγάλο κακό: εξουθενωμένος, κάθιδρος και πανευτυχής. Το ταξίδιον της ζωής είναι, φευ, σύντομον, και η ψυχή χωρίς στύσιν είναι καταδικασμένη. Η ψυχή του Μελέτη λοιπόν σώθηκε χάρη στον Εμπειρίκο. Γύρω από τη λεκιασμένη φόρμα του όλο το τμήμα χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν λατρευτεί τα καλά Ελληνικά με τόσο δέος, μέσα σε σχολική αίθουσα. Ήταν φιλολογικός θρίαμβος. Χάρη στη συνεργασία του Εμπειρίκου με τον Γρίβα, την Ανθή και τον Μελέτη, το Α2 έζησε για πρώτη φορά μια αληθινή λογοτεχνική εμπειρία, μία στιγμή που ζωή και ποίηση γίνονται ένα. (Hommage στον Ανδρέα Εμπειρίκο στο διήγημα του Κωνσταντίνου Πουλή Θρίαμβος).

  3. Αναρωτιέμαι
    αν ο νοσηλευόμενος λαγνοβοών
    βλέπει όνειρα στο θαλαμό του·
    οι κάτοικοι της πολυκατοικίας;
    Είθε να ‘ναι στοιχειωμένα. (Τελέσιλλα, Κινστέρνα ή Τί απέγινε ο Ζαχόπουλος;).

4. Είσθε (sic) φαιδρόν μορμολύκειον, πανίβλαξ και άχθος αρούρης και δε με πείθετε ούτε εσείς, ούτε οι μεγαλοστομίες σας ούτε και η κοιλιά σας, αλλά ούτε και η έλλειψις κοιλιάς που την επιτυγχάνετε λαγνοβοών στα γυμναστήρια.

Φωνὴ λαγνοβοῶντος ἐν τῆι ἐρήμωι (από Khan, 24/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλοπυρέσσων ψώλων, εις της ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Καυλόψωλε!... Άααααχ!... Άαααα!... Άαααα!... Ώωωωω!... Άααααχ!... - Ώωωωωχ!... Ώωωωωχ!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μούνα!... Μουνίτσα!... Γλυκομουμούνα!...
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 40)

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κατανυκτικής γενετησίας μακαριότητας.

Λυρικότατη λεξιπλασία του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι (...) Ναι, ήταν μια θαυμάσια σκηνή και ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκα εκεί, για να την παρακολουθήσω, ή, μάλλον, για να την απολαύσω, σαν αλληλέγγυος με τους δυο γαμοπαρμένους μπρος μου, φλεγόμενος οπταστής.
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 65-66).

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως φλεγόμενος οπταστής τε και φωτογραφίζων. (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified