Further tags

Σημαίνει ατασθαλία, γκάφα, αλλά κυρίως πουστιά.

Η μη slang σημασία της λέξης είναι το λέρωμα από λάδι, που θεωρείται δύσκολος λεκές.

-Του την έκανε την λαδιά η Έφη... και δεν της το 'χε κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκιά για παίκτες ή ομάδες που βρίσκονται σε φόρμα.

Για να μην ταυτολογώ, σπάω και τα ξαναρίχνω: οι φορμαρισμένοι παίκτες και οι φορμαρισμένες ομάδες παίζουν σρο μάξιμουμ των επιδόσεων τους. Αυτό τεκμηριώνεται και στατιστικά, ανατρέχοντας στους αριθμούς τους. Αφορμάριστοι αντίστοιχα είναι όσοι παίζουν πολύ κάτω από τις μέσες επιδόσεις τους (βλ. Γ.Τ.Π.).

Αγγλικανιστί: in form.

1.
Ξεκάθαρα, ο Γκάρεθ Μπέιλ είναι ο πιο φορμαρισμένος παίκτης στον κόσμο. Γιατί βάζει γκολάρες, γιατί χαρίζει νίκες, γιατί ευρωπαϊκοί σύλλογοι «σφάζονται» στα πόδια του και γιατί το λένε οι αριθμοί!

2.
Ο Έλληνας grinder είναι ίσως ο πιο φορμαρισμένος παίκτης αυτή τη στιγμή στη χώρα και τα αποτελέσματα του το αποδεικνύουν.

3.
Ως την πιο φορμαρισμένη ομάδα αυτή την περίοδο χαρακτήρισε τον ΠΑΟΚ ο Ανδρέας Παντζιαράς μιλώντας στην κάμερα του novasports.

4.
Φλεβαράκης: «Μεγάλη και φορμαρισμένη ομάδα ο Άρης»

Μεταφορά στην εξωποδοσφαιρική ζωή. (από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες τσάκα-τσούκας:

  • Τα ξηροκαρπίδια: ονοματοποιία κυρίως του πασατέμπου και του ηλιόσπορου, λόγω του κριτς-κριτς που παράγεται όταν δαγκώνουμε τα τσόφλια,
  • Διάφοροι εκνευριστικοί θόρυβοι: πιχί ανθρώπινη φασαρία ή μπλιμπλικώδεις ήχοι που μας προειδοποιούν ότι σωμ θυρών,
  • Παρατσούκλια γραφικών χαρακτήρωνε: του θρυλικού πλανόδιου πωλητή πασατέμπο (R.I.P.) που όργωνε την Ομόνοια και τα Εξάρχεια, και του τιτανοτεράστιου Βλάση Τσάκα.

1.
Τσιπς, κωκ, σάμαλι και τσάκα - τσούκα

2.
Λίγο ησυχία ρε παιδιά. Τσάκα, τσούκα, τσάκα, τσούκα

3.
Αν σου κάνει τσάκα τσούκα λόγω βυσμάτων, σκέψου να οδηγήσεις τον ένα ενισχυτή απευθείας από το άλλο σετ RCA του μίκτη, αυτό που είναι για την ηχογράφηση.....

4.
Vrastaman:
- Άλλη θρυλική φιγούρα της Αθήνας, ο Τσάκα-Τσούκας που πουλούσε ξηρούς καρποί στην Ομόνοια.
betatzis:
- Νομίζω είχε ταμπέλα ο βασανιάρης τσάκα τσούκας

5.
Θυμάμαι επί πάρα πολλά χρόνια, και μέχρι σχετικά πρόσφατα, έναν όλο και πιο ηλικιωμένο κύριο (θα πρέπει να πέθανε δουλεύοντας) να παίρνει σβάρνα όλα τα καφενεία και τα μπαράκια στα Εξάρχεια πουλώντας ξηρούς καρπούς, μ' ένα τρίκυκλο όπου έγραφε «Ο Τσακατσούκας - Πάω αργά γιατί βιάζομαι».

6.
Η ιστορία του «τσάκα τσούκα» μόνο γέλιο μπορεί να μας προκαλέσει. Ένας δήθεν εκπρόσωπος που ούτε το όνομα αυτού που εκπροσωπεί δεν ξέρει καλά καλά, ένας άνθρωπος που κοροϊδεύει τον κόσμο του Παναθηναϊκού, λέγοντας ότι ο «πρίγκιψ» είναι δήθεν οπαδός της ομάδας και μάλιστα ανησυχεί και για τους τραυματίες από τα επεισόδια και φυσικά δεν χρειάζεται να αναφέρουμε και στις πολλές αντιφάσεις στις οποίες έχει πέσει ο δήθεν εκπρόσωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πόσο άσχετος ή ξερόλας είναι κάποιος με το αντικείμενο συζήτησης.

Παράδειγμα 1.

-Γειά και χαρά μπάρμπα, σας έφερα καταίφι κρέμα από το Κοσμικόν.
-Σε ευχαριστώ Κουστάκη, αλλά πολύ σιρόπι φαίνεται να έχει και μου μοιάζει πανιασμένο.
-Άσε ρε θείο, ξέρει ο γάιδαρος από κομπόστα; Τράβα φάε μια αμυγδάλου από το περίπτερο αν δεν σου αρέσει.

Παράδειγμα 2.
Σύζυγος(θυλ) που βλέπει με την υπόλοιπη αντροπαρέα μουντιάλ.

-Οφσάιντ ήταν το γκόλ.
-Ποιό οφσάιντ ρε Μαρία και για την ακρίβεια είχε γίνει επιθετικό φάουλ και η μπάλα χτύπησε από την εξωτερική πλευρά τα δίχτυα, δεν μπήκε μέσα.
-Ναι αλλά οι Μεξικανοί με τα πορτοκαλί δεν έχουν κάνει μια ευκαιρία.
-Ξέρει ο γάιδαρος από κομπόστα Μαράκι; Με τα πορτοκαλί είναι Ολλανδοί, τράβα να φτιάξεις κανένα λαχματζούν και άσε για τα παντελόνια τη μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδοξολογική ρηματική λεξιπλασία που προσπαθεί να αποδώσει τις σχέσεις αγάπης- μίσους. Και αυτό που λέμε love to hate (αγαπάμε να μισούμε), αλλά κυρίως τις σχέσεις που ταυτόχρονα αγαπάς και μισείς ένα πρόσωπο ή και αντικείμενο, κατάσταση κ.ο.κ. (Από ό,τι βλέπω στο αρκετά μικρό δείγμα του γούγλη το συναίσθημα αυτό φοριέται σε κοριτσάκια, χιπστέρια και Κύπριους).

  1. Το Clannad το αγαπομισώ θανάσιμα για το Gainax Ending του. (Μού 'πανε πώς είσαι μάνγκα).

  2. αγαπομισώ ταξίδια, ψιλοαγαπώ χειμώνας, αγαπω μακαρονια, agapw mprokolo, μπλιαξ καπνισμα, misw patatakia. (Κοριτσίστικα χιπστεροσυναισθήματα εδώ)

  3. giati ise teliaaa zilefko seeee alla katava8os agapw seee xxxxxxxxxxxxxxx. hahahha ne je ego agapomiso se btw pios/a; (Κυπριακά συναισθήματα εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που φοριέται πολύ τελευταία, όπως άλλωστε και η πραγματικότητα που περιγράφει, πρόκειται για τον υπουργό/ πολιτικό/ μέλος της κυβέρνησης κ.ά. που έχει ως λύση δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν το να βάζει όλο και περισσότερους και μεγαλύτερους φόρους. Ως προς την μεταφορά που βρίσκεται στην βάση της έκφρασης, η τουκανίστρια Βίκυ θεωρεί ότι φορομπήχτης είναι αυτός «που η φορολογία του είναι τραυματική σαν να μπήγει κάποιος το σπαθί ή το μαχαίρι στις σάρκες των φορολογουμένων» (δες). Νομίζουμε όμως ότι δεν θα ήμασταν εκτός πραγματικότητας αν το ετυμολογούσαμε από το μπήχτης.

1. Βουλευτής ΠΑΣΟΚ: ''Φορομπήχτης του θανατά ο Στουρνάρας''.

2. Αντεργατικός, αντιλαϊκός και φορομπήχτης για τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου.

3. Αττίλας ο φορομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published

Έρχομαι στα χέρια, μαλώνω με χειροδικίες, συμπλέκομαι.

Εμένα που με βλέπετε έτσι ήρεμο παλιά αρπαζόμουνα πιο εύκολα. Μη μου λέγανε κανένα υπονοούμενο, καμιά μπηχτή για τίποτα ύποπτο, δεν σήκωνα κουβέντα. Με κάναν-δύο παραλίγο ν' αγκαλιαστούμε μπροστά στον κόσμο, μεγάλοι άνθρωποι.

Got a better definition? Add it!

Published

Τρεις ακόμα σημασίες, πέραν αυτών που έχουν ήδη λεξικογραφηθεί:

1) Κάνω γκράφιτι πάνω σε υπάρχον γκράφιτι, το «καταπατώ». Καθώς το πάτημα συνεπάγεται την μερική ή ολική διαγραφή του προϋφιστάμενου γκράφιτι, η πρακτική θεωρείται τουλάχιστον προβληματική, αν όχι «επιθετική». Περαιτέρω, επειδή τα έργα γκράφιτι συνήθως έχουν υπογραφή του ανθρώπου ή του crew (ομάδας) που τα δημιούργησε, το «πατάω» συχνά χρησιμοποιείται ως μεταβατικό με αντικείμενο τον «πατημένο» γκραφιτά.

o tsiko thelei na pei an katalava kala oti otan se patane me kati kalutero prepei merikes fores na to dexese.oi pse as poume kanoun megala kommatia pou gia na ginoun polles fores einai logiko na pathsoun kapoion allo mexri twra patane katotera kommatia,,afiste na pathsoun kati kalo k tous krazoume meta.

Από εδώ

2) Βρίσκω επιχείρημα, πρόφαση, διαπραγματευτικό ατού («πάτημα») για να προωθήσω μια επιδίωξή μου. Συντάσσεται με τοπικό προσδιορισμό, χρησιμοποιούμενο ως αμετάβατο.

Και οι «Καπανιτζήδες» κ οι της γειτονιάς αγοράζουν απο τον χονδρέμπορο γύρω στα 4 ευρό (εκτιμώ) κ οι μέν πουλάνε 6,5 οι δε 10. Αυτό πιστεύω λέγεται αφ' ενός αισχροκέρδεια, αφ' ετέρου ως πελάτες δεν την ψάχνουμε κ εκεί πατάνε οι της γειτονιάς.

Από εδώ

3) Στηρίζομαι (μτφ). Και αυτό αμετάβατο, συντάσσεται με τοπικό προσδιορισμό.

Μόνο που αντίθετα με τα μονοσήμαντα πρόσφατα σενάρια του εθνικού μας χορογράφου, το «Δεκαήμερο» προσφέρει άγρια συγκίνηση ακριβώς γιατί πατάει πάνω στο διαχρονικό αριστούργημα του Βοκκάκιου και δεν αναλώνεται πλήρως στην εικονοκλασία και τις γυμναστικές επιδείξεις.

Από εδώ

Το λήμμα, ιδίως με τις δύο τελευταίες σημασίες, δεν είναι ιδιαίτερα σλανγκ αλλά κάπως αδόκιμη λέξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμφιβόλου ποιότητος και προέλευσης κρέας σε σουβλατζίδικο που πιθανολογείται ότι προέρχεται από το συμπαθές αιλουροειδές.

-Λοιπόν χθες πήγα να φάω σουβλάκι στου Μπάμπη, δε ξέρω το κρέας ήταν έτοιμο να νιαουρίσει!
-Στο πα να προσέχεις! Εκεί το κρέας είναι 100% γατόπαρδος....

(από σφυρίζων, 27/06/14)

Βλ. και γατόγυρος, γκοτζίλα, κατιμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για το μυαλό που είναι «θηλυκό», γόνιμο και βρίσκει πολλές διαφορετικές λύσεις.

Έχουνε κωλώσει με μια μικροαλλαγή στο πρόγραμμα. Να ήτανε εδώ ο Χρήστος θα το είχε λύσει στο πι και φι. Αφού το μυαλό του πέταγε πεντάδυμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified