Further tags

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έφαγα χυλόπιτα (πιο κλασσικό) ή μου ήρθε κάτι στη μούρη, τάλιρο κτλ.

Μαν, πήγα στην Σία και μου έριξε αφίσα η γκόμενα... Δεν το πίστευα, είναι που τελευταία την βγάζω ζεβουαζιόν μάλλον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμπαλαέα έα, αμπαλαέα έα. Είναι η μαζική κρίση υστερίας των οπαδών του Π.Α.Ο.Κ., η οποία εκδηλώνεται με εκτόνωση όλης της συσσωρευμένης ενέργειας στον διπλανό αγωνιστή ΠΑΟΚτσή.

Πηδάς με όλη σου τη δύναμη τραβώντας μαζί σου και άλλους και, αν είναι φίλος σου, τον γρονθοκοπάς φωνάζοντας με τη δύναμη της ψυχής σου αμπαλαέα έα - αμπαλαέα έα.

Είναι μοναδική γηπεδική πράξη που υποδηλώνει και την ανωτερότητα του λαού του Π.Α.Ο.Κ.

  1. - Κάναμε αμπαλαέα στη 4 και βρέθηκα στο κάγκελο.

  2. - Θυμάσαι με του Βουλινό τρέλλα που βαρούσαμε! Όλη την ώρα αμπαλαέα κάναμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακαλετό γαμήσι. Όταν ο άντρας έχει κατεβασμένα τα βρακιά του μέχρι τον αστράγαλο (δεν έχει προλάβει να γδυθεί τελείως ακόμα), τού φεύγει όμως η γκόμενα και αυτός τρέχει ξοπίσω της σέρνοντας τα πόδια του γιατί δεν μπορεί να ανοίξει βήμα (άρα μοιάζει με πιγκουίνο). Λίγο κρύο να λέμε την αλήθεια, αλλά εξαρτάται για ποιον το λες και τότε μπορεί να έχει πλάκα. Από ένα παμπάλαιο ανέκδοτο με μια πουτάνα και τον πελάτη της.

- Τον είχε στο πιγκουινάτο για κάνα μισάωρο.
- Και αυτή τι έκανε;
- Μμμ, δεν ξέρω...
- Και συ πού το έμαθες ρε μαλάκα;
- Μου το είπε η ίδια.
- Και ό,τι σου λένε εσύ το πιστεύεις έ;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της οποίας η προέλευση χάνεται στα βάθη του χρόνου και στη δημοτική μουσική παράδοση της πατρίδας μας.

Χρησιμοποιείται παράλληλα με κυκλική κίνηση του καρπού και υποδηλώνει την πεποίθηση του εκφέροντος ότι αυτό που μόλις άκουσε είναι από άσχετο και μπερδεμένο μέχρι εντελώς αλλού.

Σχετίζεται προφανώς με την έκφραση «τρία πουλάκια κάθονταν» που σημαίνει το ίδιο πράγμα, γεγονός που ίσως ευθύνεται για τη λανθασμένη χρήση του κάθονταν έναντι του ορθού καθόταν.

Ακολουθείται ενίοτε από δεύτερο στίχο που ποικίλει από «και έπλεκε πουλόβερ» μέχρι «στην άκρη στο ποτάμι» και όλα τα ενδιάμεσα.

  1. - Η Μερόπη ήταν. Όχι, η Καλλιόπη. Μήπως ήταν η Μερόπη; Δεν θυμάμαι ρε γαμώτο.
    - Καλά, του Κίτσου η μάνα κάθονταν... Άσ' το ρε παιδάκι μου.

  2. - Και μου κάνει «τι» και της κάνω «τι τι». Και μου ξανακάνει «τι». Όχι, μάλλον εγώ της κάνω «τι» κι εκείνη μετά... για κάτσε να θυμηθώ...
    - Του Κίτσου η μάνα κάθονταν και έπλεκε πουλόβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερμάτωση πάνω στα μπούτια. Λέγεται και μπατανάς, χωρίς -ν. Η αρχική σημασία είναι επίχρισμα και είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν νορμάλ οι μπογιατζήδες. Το αστάρωμα, ας πούμε, γίνεται με μπατανόβουρτσα.

Μπατανάδες υπάρχουν πολλών ειδών:

  1. Ο κλασικός. Ο άνδρας βγαίνει λίγο πριν τελειώσει, δουλεύει πινέλο και χύνει στα μπούτια.
  2. Ο πρόωρος. Δεν προλαβαίνει καν να μπει και τού 'χει φύγει.
  3. Ο εκνευριστικός. Προκύπτει διότι η γνωστή μυξοπαρθένα αρνείται να ανοίξει τα μπούτια.
  4. Ο γκέι. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται και ως πλακοπούτσι.

Υπάρχει και το εξής τετράστιχο:

(Insert name) άνοιξε τα μπούτια
και κλειστά μην τα κρατάς,
και κλειστά μην τα κρατάααας,
να μη γίνει μπατανάς.

Το τραγουδά (κατά προτίμηση από μέσα του) είτε αυτός που προσπαθεί να γαμήσει ή αυτός που παίρνει μάτι.

(από joe909, 16/07/11)(από Gambertais, 12/02/12)(από Gambertais, 13/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των τούρμπο και καιρός. Για τους μη επαΐοντες των ατμοσφαιρικών μηχανών εσωτερικής καύσης, είναι γνωστό ότι η χαμηλή θερμοκρασία είναι το Α και το Ω για την απόδοση του αυτοκινήτου με turbo κινητήρα. Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την πτώση της θερμοκρασίας και μέσα στον κινητήρα, αφού ο αέρας που εισέρχεται είναι κι αυτός πιο κρύος. Ε, ένα κι ένα κάνουν δυο: Αν έχεις turbo αυτοκίνητο, μην το βγάλεις στον καύσωνα για κόντρα γιατί θα στενοχωρηθείς. Αντίθετα, αν πιάσουν τα μπιλοζίρια, ξαμολήσου.

- Τα βάζουμε μεγάλε;
- Τι λε ρε μάγκα; Τώρα που σκάει ο τζίτζικας; Κάτσε να πιάσει κάνας τουρμπόκαιρος και θα σου ξηγήσω τ' όνειρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως περιγράφει καταστάσεις όπου το υποκείμενο χωρίς ιδιαίτερο κόπο, χρόνο, χρήμα και εν γένει επένδυση πόρων έχει πολύ θετικά αποτελέσματα, προκαλώντας τον εκάστοτε περιγράφοντα να τον εντάξει στην κατηγορία των «αεριτζήδων», εξού και το πρώτο συνθετικό. Το δεύτερο, αν μη τι άλλο, κάνει καλή ομοιοκαταληξία.

- Ο Κοσμάς έχει στήσει μια φάμπρικα στο ιντερνέτ, ούτε ξέρω κι εγώ πώς και τι, αλλά έχει χεστεί στο τάλιρο. Κάτι μπλογκ, μογκ, πώς τα λένε αυτά τα πράγματα και βγάζει λέει λεφτά από κάτι μπανεράκια.
- Αέρα πατέρα λεφτά δηλαδή.
- Ε τι λέμε τόση ώρα;

Ο Ξεροπούπουλος ο Αναγεννησιακός (από Jonas, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική έκφραση της συμπρωτεύουσας την οποία έφερε στο προσκήνιο η δημοφιλής εκπομπή του Λαζόπουλου «10 μικροί Μήτσοι» και συγκεκριμένα το σκετσάκι με τον Λαζόπουλο και τον Σταρόβα, λες και δεν έφθανε ένα εκατομμύριο Θεσσσαλονικείς που τη λένε ακατάπαυστα. Τέλος πάντων, μεγάλο εργαλείο η τηλεόραση.

Έχει διπλή σημασία: αφενός αποτελεί τη μονολεκτική περιγραφή του τι σημαίνει να είναι κάποιος Θεσσαλονικιός (σ.σ. τρίωρος φράπες στην παραλία, μεσημεριανή σιέστα και μια γενικότερη αντίληψη περί χρόνου η οποία δεν συμφωνεί με την κρατούσα) και αφετέρου σηματοδοτεί την καταφατική αποδοχή και μάλιστα προσδίδοντας έμφαση σε κάτι που λέγεται από τον συνομιλητή (βλ. σχετικά παραδείγματα).

Προφέρεται αποκλειστικά με παχύ λάμδα, αλλιώς ασ' το καλύτερα.

  1. Αθηναιος: - Ρε βιαζόμαστε σου λέω, δεν καταλαβαίνεις; Μας περιμένουν οι άλλοι στο Μπελ Αιρ από τις 9 και είναι 10 και τέταρτο. Έλεος. Μέχρι να πάμε και να βρούμε να παρκάρουμε θα πάει 11. Άντε. Άντε λέμε. Γαμώ την καταδίκη μου μέσα.
    Θεσσαλονικιός: - Χαλαρά ρε φιλαράκι, κούλαρε λίγο.

  2. - Έτσι όπως πάει η ομάδα, μας βλέπω να τρώμε 3 μπαλάκια την Κυριακή, να τα 'χουμε να πορευόμαστε. - Ω, χαλαρά.

(από Hank, 15/06/09)(από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified