Further tags

Παρακμιακό εκπαιδευτικό ίδρυμα (κατα προτίμηση αγγλικό), όπου καταλήγουν αποκλειστικά έλληνες μπουμπούνες, από το οποίο αποφοιτώντας αποκτούν και ύφος καρδιναλίου.

- Μηχανολόγος γλειφιτζουριών στο Νιούλαντ;
- Ναι σου λεω, με μεταπτυχιακό από το Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό μικρομεσαίο νοικοκυριό που εξαιτίας της σημερινής ακρίβειας αρκείται στον τρόπο ζωής της κατοχής. Το καθημερινό τραπέζι του στηρίζεται αποκλειστικά στα όσπρια.
Ως παράγωγό του απαντά το ρεβιθόνικ, που δηλώνει μέλος της οικογένειας αυτής.

Ο πατέρας μου γύρισε απο το super market με 3 βαζάκια ελιές και 2 πακέτα φασόλια. Τον βγάλαμε και αυτόν το μήνα στη Ρεβυθοχώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασχολούμαι υπερβολικά με τον ερωτικό μου σύντροφο.

- Α δεν μπορώ φιλάρες να βγω σήμερα. Με εχει στριμώξει η δικιά μου, έχουμε επέτειο.
- Α καλά..., τάισε τη μαϊμού εσύ και εμείς θα πάμε για ρετσίνες.

(από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κιτς, ή η κατάσταση που είναι κιτς.

Κιτς είναι η αρχοντοβλαχιά, το κακόγουστο που χρησιμοποιεί την υπερβολή για να το παίξει ποιότητα.

Το σάββατο είχα πάει στο πάρτυ '80ς. Ήμασταν ντυμένοι κατάλληλα, με ρεβέρ, μαλλί αφάνα, κουστούμι στρας, ο ντιτζέι έπαιζε ντίσκο, ενώ από πίσω κάτι γκόμενες χόρευαν μπαλέτα και φορούσαν κάτι τεράστια φτερά... ήταν και ένα video wall που έδειχνε σκηνές απο βιντεοταινίες. Κιτσαρία μιλάμε!

(από electron, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το cult (θρησκεία, αίρεση). Είναι κάτι (συνήθως καλλιτεχνικό δημιούργημα) που έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς.

Συνήθως αυτό το κάτι δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ή δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, αλλά όσο περιορισμένο αντίκτυπο είχε, τόσο φανατικοί είναι οι θαυμαστές του μερικά χρόνια μετά.

- Το σάββατο έχουμε βραδιά βιντεοταινίας, έρχεσαι;
- Ωχου ρε συ, μαλακίες θα βλέπουμε τώρα; Τι βρίσκετε σε αυτή την ογδονταρία;
- Έλα ρε που το παίζεις ποιοτικός... Αφού είναι καλτ τα '80ς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε χρήση επιφωνηματική σημαίνει:
1. Η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, αλλά επιθυμώ να ταλαιπωρηθώ κι αλλο. 2. Πάρ' τα μωρή άρρωστη.
3. Απλή έκφραση απογοήτευσης.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιωτικές κοινότητες.
Ετυμολογία (πιθανολογείται): από πορνογραφική ταινία του Γκουσγκούνη.
Ισοδυναμεί με το επιφώνημα «τρομπόνι» ή «τρομπόνι τώρα» ή «ρούφα το τρομπόνι (πουτανίτσα)».

  1. - Πάλι εμένα βάλανε σκοπιά.
    - Έτσι, και τις μπάλες.

  2. - Και μετά την έβαλα στα τέσσερα...
    - Πωπω μαλάκα, και τις μπάλες!

  3. - Πώς πάει; Όλα καλά;
    - Μπα, πίπα-κώλο. Και τις μπάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι σωστό, εξηγημένο, «πετυχημένο», που σε επηρεάζει, δεν το ξεχνάς εύκολα.

  1. - Πώς σου φαίνεται ο νέος διευθυντής; Δυνατός έτσι; - Ναι ρε, μέσα σε έναν μήνα έβαλε τάξη στο τμήμα, που το είχε αφήσει μπουρδέλο ο προηγούμενος.

  2. Πςςςς... πολύ δυνατό τραγούδι αυτό. Έχω φάει κόλλημα μιλάμε.

  3. Έβλεπες Κάντυ-Κάντυ; Ηταν πολύ δυνατό μικιμάου. Ακόμα θυμάμαι πώς ένιωσα όταν πέθανε ο Άντονυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την εμφάνιση ενός προσώπου σ' έναν χώρο. Το ρήμα χρησιμοποιείται όταν η εμφάνιση έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ή την διαδέχτηκαν αξιοσημείωτα γεγονότα. Απαντάται συνήθως στο γ' ενικό πρόσωπο και συντάσσεται συχνά με το ουσιαστικό μύτη.

  1. Έχουμε αράξει που λες, και σκάει ο Γιώργος με τη Ducati... Λιώσανε τα γκομενάκια, κρίμα το ψήσιμο που ρίχναμε...

  2. Θα τρώγαμε πολύ ξύλο αν δεν έσκαγε μύτη ο Νίκος που τους ήξερε και μας ξελάσπωσε!

σκάει ένας παλαιστίνιος σ\' ένα μπαρ... (από jesus, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που παθαίνουν οι άντρες μόλις δουν μια ωραία γυναίκα. Έχει τα εξής στάδια:

  • Άνοιγμα του στόματος διάπλατα, ωσάν παγίδα για μύγες.
  • Πέταγμα της γλώσσας έξω, λες και μιμούνται μπουλντόγκ λυσσασμένο.
  • Εκφώνηση του «πού πας μάνα μου;!»

- Είδες πώς μας κοιτούσαν όλοι όταν μπήκαμε στο μπαρ!
- Τρεχοσαλίαση έπαθαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified