Further tags

Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική χροιά στη λέξη λούφα που τη συναντάμε στο στρατό και υποδηλώνει το άτομο που τη σκαπουλάρει απο τις αγγαρείες και περνάει χαλαρά.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιδοιολειχία στην ερωτική πράξη, το ορίζει η ίδια η λέξη άλλωστε.

Οι γυναίκες ρε συ τη βρίσκουν ατελείωτα με το γλειφομούνι.

Έτσι εφευρέθηκε το μουστάκι. (από Galadriel, 13/02/09)ετς! (από MXΣ, 11/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική περιγραφή ερωτικών πράξεων.

- Μην την κοιτάς τη Δήμητρα που το παίζει Παρθενόπη. Της αρέσουν τα ξινά, σου λέω. Προχθές τραβιόταν με τον Μηνά στις τουαλέτες του κλαμπ και αν δεν ήταν η μουσική θα την είχε ακούσει όλο το Χαλάνδρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Εξαντλούμαι, κουράζομαι υπερβολικά, κλατάρω.

Προέλευση:

Η μπιέλα είναι ένα εξάρτημα της μηχανής, συνήθως κυλινδρικό, με το οποίο μεταβιβάζεται η κίνηση από ένα τμήμα της μηχανής σε άλλο (από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Τριανταφυλλίδη).

Όταν η μπιέλα «χτυπήσει», χαλαρώνουν οι σχέσεις στην τοποθέτηση των τμημάτων της κι ακούγεται ένας επαναλαμβανόμενος μεταλλικός θόρυβος απ' τον κινητήρα, που σημαίνει ότι αν δεν πάει για επισκευή θα τον πάρουμε στο χέρι.

- Πού είναι ο Μίμης να τον βάλω στα καλάθια; Κώλωσε;
- Άσε ρε το μαλάκα... πήγε να παίξει προχτές με κάτι πιτσιρικάδες και χτύπησε μπιέλα. Είναι για την ηλικία μας αυτά;

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει απρόσκοπτη, αδιάκοπη πορεία (κι όχι απαραιτήτως μεγάλη ταχύτητα). Κάποιες φορές παραλείπεται το ρήμα κινούμαι και αναφέρεται μόνο ο όρος ταινία.

- Καλά, πως ήρθες τόσο γρήγορα;
- Κινήθηκα ταινία! (δεν συνάντησα κίνηση, ή βρήκα όλα τα φανάρια πράσινα)

- Είχε κίνηση;
- Ναι, αλλά ευτυχώς ο ταξιτζής ήξερε κάτι στενά και με πήγε ταινία από την Κατεχάκη μέχρι τον Άλιμο.

- Πώς πας φίλε; Καιρό έχω να σε δω.
- Άσε, με πάει ταινία η δουλειά.

Τον καφέ τον πάει ταινία. (από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Υποδηλώνει μεγάλη ταχύτητα. Προέρχεται από τον μοτοσυκλετιστή που μετά από μια γρήγορη διαδρομή χωρίς κράνος, κατεβαίνει από την μηχανή του με ένα μαλλί που θυμίζει περούκα.

  1. - Κατέβηκα την Πειραιώς μαλλί-περούκα.

  2. - Τι λέει το dsl; Πάει καλά;
    - Μαλλί-περούκα!

  3. - Είναι γρήγορη η μηχανή σου φίλε;
    - Μαλλί-περούκα πάει σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι πάρα πολύ, τρομάζω, νιώθω πάρα πολύ μειονεκτικά.

-Μαλάκα, και εκει που οδηγούσα πετάγεται από το στοπ ένας μαλάκας! Τελευταια στιγμή σταμάτησα. Ρεύτηκα πινέλα, νόμιζα πως θα είχα σκοτωθεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξευτελίζω, γελοιοποιώ, νικώ με διαφορά, γαμώ βίαια / αδυσώπητα.

- Άσε μαλάκα παίζαμε Warhammer με τον μαλάκα τον χοντρό, αλλά τι να κλάσει ο φλώρικος ο στρατός του; Του έδωσα το κωλάντερο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified