Για τον πούτσο, άχρηστο.
Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.
Για τον πούτσο, άχρηστο.
Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.
- Τι λέει ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε! Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλος, δεν την παλεύω με την καμία. Όλη μέρα δουλειά.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, αντιπαλευόν
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.
- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!
Got a better definition? Add it!
Κλωτσομπουνίδια.
Με κόζαρε στραβά ο ζάβλακας ο χίπις και τον άρχισα στα σάτα κιούτα.
Got a better definition? Add it!
Ο όρος προέρχεται από σύνθημα των οπαδών του (Μ)ΠΑΟΚ και χρησιμοποιείται κυρίως στο Βορρά για να δηλώσει μια έντονη κατάσταση γενικότερα.
- Πωωω τα σπάσανε οι Madball χθες ρε παιδάκι μου, αμπαλαέα!
Got a better definition? Add it!
Βρίσκομαι σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ναρκωτικών ή λόγω φόβου.
-'Ασε, εχθές ήπια 20 μπύρες και έκλασα μπιφτέκια.
Βλ. και κλάνω μαλλί, κλάνω πετούγιες, κλάνω πατάτες, κλάνω.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.
Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.
Got a better definition? Add it!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.
- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».
Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.
Got a better definition? Add it!
Η άδικη εμπλοκή τρίτου προσώπου, με αρνητικά συνήθως αποτελέσματα για τον ίδιο, σε καταστάσεις που έχει προκαλέσει κάποιος άλλος.
Με συγχωρείτε, αλλά δε σκοπεύω να πληρώσω τα γαμησιάτικα τα δικά σας, παρατήρησε με έντονο ύφος ο φαντάρος στους υπόλοιπους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified