Further tags

Ετυμολογία και διαφορετική σημασία στον άλλο ορισμό.

  1. Θετικά: Η πολύ καλή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα αντικείμενο, όταν δεν έχει φθαρεί από το χρόνο και την χρήση, όταν είναι αχρησιμοποίητο εντελώς, «με τα σελοφάν του» (πρβλ. το τούλι της μπομπονιέρας). Συνήθως αφορά μηχάνημα, αυτοκίνητο, μοτοσυκλέτα, δευτερευόντως καταστάσεις και ανθρώπους (βλ. παράδειγμα 1γ).

  2. Αρνητικά: Το αλλοπρόσαλλο άτομο ή κατάσταση, το απαράδεκτο από διάφορες απόψεις. Βλ. παιδί κουφέτο. Συχνά μπαίνει μετά το ουσιαστικό που προσδιορίζει, στο ίδιο στυλ με τις εκφράσεις συνεννόηση κλαρίνο, παιδί-βιολί, παιδί-κουμπί κλπ.

  3. Υπάρχει μία αναφορά που εξισώνει σημασιολογικά το κουφέτο με την καραμέλα (παρ. 3).

1α. Από εδώ:

Αδερφέ μου @psychotheotheo ο κανόνας λέει το έξής: όσο δεν πειράζεις μία βέσπα τόσο δεν σε πειράζει κι αυτή... οπότε μην έχεις άγχος αφού όπως λες, θέλεις «παπουδίστικη αισθιτική» τότε διάλεξε μία με πρώτο (ίσως και μόνο...) κριτήριο να μην βγάζει ντουμάνια καπνό ακόμα και στο ρελαντί... Αν το μοτεράκι δουλεύει αξιοπρεπώς τότε ούτε πολλά καύσιμα θα θέλει ούτε πολλά πάρε-δώσε με συνεργεία θα έχει και το κυριότερο... δεν θα μπαίνει στο μάτι κανενός αν δεν είναι και σε κατάσταση «κουφέτο».

1β. Από εδώ:

Πηγα λοιπον σε ενα μαγαζι με ανταλλακτικα για «γρηγορους», πηρα μια τσιπα μαυρη αλουμινενια, την εκοψα στη μορφη της μασκας και την εδεσα με μικρα tier-up («γραβατες» κατα το ηλεκτρολογικοτερον) απο τη μεσα μερια. Κουφετο το εργαλειο και ησυχος ο οδηγος, συνισταται ανεπιφυλακτα σε ολους τους συναδελφους, sorentistas ή μη.

1γ. Από εδώ:

Μια άλλη γνωστή μου μια ζωή και αυτή παχουλή κτλ, με ζωή, γκομενο κτλ, έχασε 20 κιλά σε 2 χρόνια και τώρα έχει γίνει κουφέτο.
Θέλω να πω πως όσοι παχουλοί-ές τη ψάχνουν να αδυνατίσουν δεν είναι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση, προσωπικότητα κτλ. Ούτε είναι μαλακία να ασχολείσαι με την υγεία σου.

2α. Από εδώ (sic):

re ilithie teleiomene panivlaka auta pou grafeis einai edelos asxeta me to thema kolozwo !!!
poso vlamenos borei na eisai; kathese kai grafeis ti mousiki akous apo ta 7 sou kai nomizeis oti mas niazei; kai apo pou k ws pou eimai fasistas; epeidh den exeis ti na peis; den exeis ti na peis epeidh eisai toublo ...
ti koufeto eisai esu re mlk parata to...

2β. Από εδώ (sic):

Episis epeidi den sou apantaga oute egw oute alloi 2-3 , anoiges 4-5 fores parathiro se mia mera , ekei p eixes na miliseis 1 xrono mexri p epsaxna poios eisai stin arxi kai argotera mou thimisan poio koufeto eisai ; Apla epeidi efages porta apo tin arxi to pezeis ultras for life .. sovarepsou re kseftilistike tipe !

  1. Από εδώ:

όσον αφορά το video, συγκράτησε την λέξη κλειδί στην αρχή που σωστά ακούγεται...«δήθεν αναρχικοί». Αυτό το επίθετο , το έχουμε συζητήσει και σε άλλο μήνυμα και νομίζω οτι συμφωνούμε όλοι , πως η λέξη «αναρχικός» έχει γίνει «κουφέτο» απο πολλούς που εν ελλείψη άλλης ικανότερης λέξης , γίνεται εκτενή χρήση της , για να χαρακτηρίσουν επεισόδια.

Από www.off-road.gr. (από patsis, 02/09/10)Στο 1.11. (από Khan, 19/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την νεροποντή, την πολύ δυνατή βροχή. Η έκφραση έχει την εξήγησή της στην οφθαλμαπάτη που κάνει τις σταγόνες βροχές να εμφανίζονται ως μακριές κάθετες υδάτινες ράβδους, αντί του ορθού σχήματος πεπλατυσμένης σταγόνας. Η απάτη αυτή οφείλεται στο μετείκασμα, το οποίο είναι η ανικανότητα του ματιού να παρακολουθήσει άμεσα τις αλλαγές που συμβαίνουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Στην ίδια οφθαλμαπάτη οφείλουμε και την ύπαρξη του κινηματογράφου.

Επειδή, λοιπόν, η κάθε σταγόνα βροχής ακολουθεί κατακόρυφη πορεία και το μάτι δεν μπορεί να ακολουθήσει «κατά πόδας» την τροχιά της σταγόνας, εμφανίζεται μια ενιαία «εικόνα» κατά μήκος της τροχιάς αυτής δίνοντας την αίσθηση ότι η σταγόνα έχει ραβδοειδές κατακόρυφο σχήμα, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, όπως είπαμε και παραπάνω.

Ανάλογα με την ένταση της καταιγίδας μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και διαβαθμίσεις λέγοντας «ρίχνει καρέκλες», ή «ρίχνει μπουγαδοκόφινα» κλπ. Ειδικά για τις χιονονιφάδες συνηθίζεται και η έκφραση «ρίχνει πατσαβούρες».

  1. -Πάμε Όλυμπο το Σαββατοκύριακο;
    -Τι λες, ρε μαλάκα, δεν άκουσες τον Αρναούτογλου; Είπε ότι όλο το τριήμερο θα ρίχνει καρέκλες.

  2. Πω, ρε συ, τι γίνεται έξω; Καρεκλοπόδαρα ρίχνει!

  3. Ο BuBis μπαρκάρισε χθες, αλλά δεν μπορέσουμε να του κουνήσουμε το μαντήλι· έριχνε καρεκλοπόδαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Μεταφορικώς υποδηλώνει κοπιώδη προσπάθεια προς επίτευξιν δύσκολου ή και φαινομενικώς ακατορθώτου στόχου.

Προέρχεται από δοξασίαν τινά, προσφάτως καταρριφθείσα ένεκα σκανδάλων γνωστής Ιεράς Μονής (βλ. Chamonix - σαν το μονί της Γενεύης), κατά την οποίαν είναι αδύνατον να ιδεί τις τα οπίσθια ενός ιερωμένου, δεδομένης της εγκρατείας των.

Συνεπώς, θέλει κόπο-θέλει τρόπο ...

Ο κώλος δε, λέγεται παρά τοις σλάνγκεσιν, ότι είναι το σαν μονί του μέλλοντος (!)

Για τα μπροστινά, δεν λέγει τίποτε η δοξασία, αλλά έρχεται να συμπληρώσει η λαϊκή παράδοσις: «φυλάξου απ' τα πισινά του γαϊδάρου κι απ' τα μπροστινά του καλογέρου!»

Συνώνυμα: τραβάω ζόρι/κουπί (βλ. και κοπιώδης προσπάθεια).

Συναφές: Άμα δε βρεξει κώλο, ψάρι δεν πιάνει.
Αγγλιστί: Keep your nose to the grindstone = δούλευε σκληρά, you're in for it = θα φάς ζόρι κτλ.
Ισπανιστί: Te la comes /te comes los huevos = θα φας πούτσα/θα ζοριστείς κτλ.
Ιταλιστί: Succhi = τον ήπιες/θα φας καλά κτλ.

Μάνα:
-Τρεις η ώρα, τη βρήκες την πόρτα κανακάρη μου ;
Γιος: - Ντάξει ρε μα, νέο παιδί είμαι, τί δηλαδή να κοιμάμαι με τις κότες ;
Μάνα:
- Δίνεις μάθημα αύριο βρε συφοριασμένο, έτσι θα πάρεις πτυχίο; Αμ αγόρι μου, άμα δε δεις παπά κώλο, δε θα κάνεις χαΐρι στη ζωή σου !
Γιος: - Άμα σου πω ότι έχω δει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «μουνί καπέλο» δηλώνει κακή κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης και είναι σχεδόν σίγουρο ότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί, δεν έχει να κάνει με το καπέλο αλλά προέρχεται από την ισπανική λέξη cabello που σημαίνει «μαλλιά» και προφανώς παραπέμπει σε τριχωτό αιδοίο το οποίο, ως γνωστόν, παρουσιάζει συχνά μιαν εικόνα ακαταστασίας και αναταραχής.

Ω, ρε μαλάκα, τράκαρε ο Μάκης την καινούρια BMW του γέρου του, τι να στα λέω. Μουνί καπέλο έγινε το αμάξι, δεν ξεχωρίζεις ρόδα από τιμόνι. Ευτυχώς ο ίδιος δεν έπαθε τίποτα, αλλά θα τον περιλάβει ο γέρος του, γάμησέ τα!

Τα 'μαθες; Η Μαρία έκανε μπότοξ αλλά έπεσε σε κομπογιανίτη και της έκανε τη μόστρα μουνί καπέλο. Αν τη δεις μη δείξεις έκπληξη κάνε σαν να μην τρέχει τίποτα.

Άστα! Έμαθε ο γενικός για την πατάτα που έκανε ο Γιώργος στην κατάθεση των δικαιολογητικών και διέταξε να γίνει ΕΔΕ. Ενός κακού μύρια έπονται, ρε, πάνω που πηγαίναμε να στρώσουμε θα γίνουμε πάλι μουνί καπέλο!

μουνί cabelloμουνί cabello

Got a better definition? Add it!

Published

Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γερμανόφωνο τρέχα γύρευε...

Κλάιν μάιν τώρα... Μην το πολυ-πιστεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στο αιμοσταγές (αλλά και σέξι) βαμπίρ των Καρπαθίων, ούτε στην εν Ελλάδι μετενσάρκωσή του, αλλά στην ακατανόητη και μάλλον φλώρικη ενδυματολογική συνήθεια κάποιων συμπολιτών μας να σηκώνουν τον γιακά σε μπλουζάκια τ. Lacoste ή Polo, θυμίζοντας τον ομώνυμο σινεματικό ήρωα που είχε ως σήμα κατατεθέν τους σηκωμένους γιακάδες του μελανέρυθρου πανωφοριού του.

Γιατί όμως κάποιος τον σηκώνει τον γιακά; Αν και η συνήθεια πρέπει κατ' αρχήν να στιγματιστεί, όπως είπαμε, ως ακατανόητη, μπορούμε να επιχειρήσουμε ορισμένες προσεγγίσεις, κραξίματος χάριν. Μάλλον επρόκειτο αρχικά για ένα είδος σπρετσατούρας, δηλαδή δείχνω πως είμαι πολύ κουλ, δεν τα σκέφτομαι όλα, οπότε δεν σκέφτηκα να κατεβάσω τον γιακά, έτσι το βρήκα έτσι το φόρεσα, ή ξεχάστηκα να το κάνω, επιτηδευμένη ατημέλεια κιέτσ'. Ή ότι επειδή είμαι υπεραπασχολημένος, δεν έχω τον χρόνο να σκεφθώ τις τετριμμένες ενδεχομενικότητες της ένδυσής μου. Ωσεκτουτού, το σήκωμα του γιακά συνηθίζεται σε βουπουδίτες, που προσπαθούν να προμοτάρουν για τον εαυτό τους στυλ πολυάσχολου αλλά και κουλέζου μπίζνεσμαν- μάνατζερ. Εναλλακτικώς, ο γιακάς υποτίθεται ότι σε προστατεύει από δυνατούς ανέμους, οπότε αποτελεί συνήθεια ιστιοφλώρων και άλλων φλωρεντιών, που προσπαθούν να προσδώσουν λίγη αβαντούρα στην υπερβολικά βολεμένη ζωή τους. Ασφαλώς, είναι αστείο όταν κυκλοφορείς με σηκωμένο γιακά εντός λ.χ. ενός αεροστεγούς κλαμπακίου.

Βεβαίως, θα ήταν πιο ασφαλές να πούμε ότι το σήκωμα του γιακά είναι απλώς ένα στυλ, που δεν έχει ντε και καλά να κάνει με κάποια εξήγηση, και ερμηνείες όπως η σπρετσατούρα ή η περιπετειολάγνα επίκληση στην προστασία από τους ανέμους λειτουργούν μάλλον ως α πουστεριόρι αιτιολογικοί μύθοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι καλύτερο να ψάχνει κανείς την συνάφεια του φαινομένου. Και εδώ νομίζω ότι πρόκειται μάλλον για ναϊντίλα και διαδόθηκε ως ένα κουλέζικο στυλ. Περαιτέρω, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα: α) στα νεαρά έφηβα παιδιά που σήκωναν τους γιακάδες χάριν κουλεζισμού, τα λεγόμενα και δρακουλίνια , β) τους μεσόκοπους και άνω, που ήταν είτε μεγαλοαστοί βουπουδίτες, είτε μικροαστούληδες που μιμούνταν ανεπιτυχώς τους πρώτους. Η όλη φάση πήγαινε πακέτο με την κουλτούρα των μπλουζακίων Polo και Lacoste, οπότε οι Δράκουλες ήταν και κροκοδειλάκια, συχνά και δαπόσκυλα. Απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν και τα γυαλιά Rayban, έστω περιπτερέημπαν. Σήμερα που η μόδα έχει περάσει προ πολλού, ο κόμης Δράκουλας θεωρείται φριχτά πασέ τύπος, γραφικός και συχνά είναι late αντάρης αποτυχημένος, σαπιοκοιλιάς, καράφλας που παλιμ(κωλο)παιδίζει ασύστολα. Το ίνδαλμα του τοιούτου κόμη Δράκουλα είναι ο Γιώργος Λιάγκας. Πάντως, για τον σηκωμένο γιακά ως διακριτικό κλαμπάρχη δες εδώ.

Το κωμικό εφέ της έκφρασης βέβαια είναι ακριβώς ότι σε αντίθεση με τον ορίτζιναλ κόμη Δράκουλα που ήταν σκληρός και μοβόρος, ο σλανγκικός τοιούτος αποτελεί φλωρεντζέτουλα.

Η έκφραση κυκλοφορεί και ως γιακάς άλα κόμης Δράκουλας, Δράκουλας (σκέτο), Δρακουλίνι (=ο νεαρός Δράκουλας). Συνώνυμο: Καντονά.

  1. - Που πας ρε Δράκουλα με το γιακά σηκωμένο;!;!;!
    - ooooooooooooox, nta3 simera eida kai drakoulini, 8-10 xronon me to giaka sikomeno..ti exoun na doun ta matia mas sto mellon!
    - back apo 20imeres diakopes, oi drakouliarides dustixos kukloforoun akoma!
    - Άντε να δούμε πόσοι Δράκουλες θα κυκλοφορούν αυτό ΣΚ στο ποσείδι, ο θεός να μας φυλάει!
    (Εδώ).

  2. Γιατί για να είμαι ΔΑΠίτης πρέπει να φοράω πόλο μπλουζάκι με σηκωμένο γιακά αλα κόμης δράκουλας και να φοράω Ray Ban Aviator ή τα άλλα τα Carrera και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο (Εδώ).

  3. Σε όσους σηκώνουν το γιακά του Λακόστ: Ο µόνος που το 'κανε πριν γίνει µόδα ήταν ο Κόµης Δράκουλας και όλοι ξέρουµε πως κατέληξε αυτή η ιστορία. (Εδώ).

  4. - Με εκνευρίζει αφάνταστα να βλέπω άντρες με σηκωμένους γιακάδες και με ύφος καυλ@μένου κόκορα. Ειδικά κάτι 50ρηδες με μπάκα και καράφλα, αλλά γιακά σε ανάταση, σαν τον Κόμη Δράκουλα...
    Άσε που ως μόδα πάλιωσε πια. Δέκα χρόνια πέρασαν από την εμφάνιση του φαινομένου. Ο Λιάγκας πάντως συνεχίζει ακάθεκτος!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που σκοπό έχει να αντικρούσει ή να ξορκίσει οποιονδήποτε άνθρωπο ή κατάσταση στρέφεται επιθετικά και με θρασύτητα εναντίον μας. «Γορίλας» μπορεί να σημαίνει είτε λαμόγιο, είτε γυναίκα-Πατσάνγκας που κάνει κίνηση προς το μέρος μας (αντίστοιχα, σε άντρα, ένας παιδοβούβαλος με διάθεση για καμάκι), είτε μεθόδευση-μπινιά που υπονομεύει τα κεκτημένα μας δικαιώματα, οτιδήποτε τελοσπάντων θεωρούμε ότι πρέπει κανονικά και με τον νόμο να τηρείται ελεγχόμενο για την ασφάλειά μας πίσω από τα σίδερα ενός κλουβιού, κυριολεκτικά (ως φυλακή) ή μεταφορικά (ως καταδίκη στην αγαμία ίσως;).

Προέρχεται από μια ατραξιόν του ποιοτικού μετα-μεταπολιτευτικού ελληνικού πανηγυριού, τον θρυλικό γορίλα. Ο γορίλας ήταν μια μούφα sci-fi παράσταση στην οποία παρουσιαζόταν ένας άνθρωπος κλεισμένος σε κλουβί, βυσματωμένος με καλώδια που και καλά τον μεταμόρφωναν σε άγριο γορίλα. Η όλη υπερπαραγωγή έκανε χρήση της τελευταίας λέξης της lo-fi τεχνολογίας 8mm προτζεκτόρων για να προβάλουν την εικόνα της μεταμόρφωσης του πρωταγωνιστή σε ωρυόμενο γορίλα. Το σχετικό ποιηματάκι που φώναζε από τα μικρόφωνα το αφεντικό-μουεζίνης καλούσε τον κόσμο τραγουδιστά: «Γορίλα, γορίλα, γορίλα! Πίσω γορίλα! Άτιμο παιδί! Θα μου κλείσεις το τσαντίρι!»

Για τις ηλικίες κάτω από οκτώ, το θέαμα ήταν αρκετά τρομακτικό, για τις υπόλοιπες ήταν τρομακτικά ηλίθιο.

[σ.ς. Ακολουθώ την απλουστευμένη γραφή της λέξης με ένα λ]

Βλ. και για μαλάκες ψάχνεις;

  1. - Αντιλαμβάνομαι ότι κλείσατε πρώτη θέση, αλλά αν δείτε στα ψιλά γράμματα...
    - Αμάν! Για πε...
    - Αγοράσατε την οψιόν πρώτης θέσης, σε περίπτωση που υπήρχαν ακυρώσεις και...
    - Πίσω γορίλα! Καλά ναυτιλιακή έχετε ή κωλοχανείο εδώ πέρα; Τζάμπα τόσα ευρώ δηλαδή;
    - Λυπάμαι κύριε...
    - Στ' αρχίδια μου κύριε!

  2. - Όχι ρε πούστη, κι εδώ με βρήκε ο μπόγος;
    - Για χάρη σου κανόνισε και ήρθε στο πάρτυ, την εορτάζουσα ούτε που την ξέρει. Σήμερα θα σου την πέσει, στάνταρ.
    - Πίσω γορίλα! Μόνο πρόσεξέ με να μην πιω τεκίλες απόψε...

  3. - Η υπερβολική βοήθεια προς τον πολίτη δημιουργεί τεμπελιά και απάθεια...
    - Πίσω γορίλα, θα μας πεις ότι φταίει κι ο πολίτης για το χάλι του ΕΣΥ και του ΙΚΑ τώρα!
    Από εδώ (διασκευή).

έλα στον γορίλα! (από MXΣ, 18/12/09)Οι φεμινίστριες καλλιτέχνιδες Guerilla Girls (από Khan, 15/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των ρεμπέτηδων είμαι γκον σήμαινε ότι έχω μαστουρώσει. Αργότερα στα «φλοράδικα» έγινε είμαι γκολ με τη γνωστή μεταφορική έννοια.

Είμαι γκον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified