Further tags

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Xαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πιπίνια.

- ΠΑΝΕΤΟΙΜΕΣ ΚΑΙ ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΕΣ… Τρεις μόνο παίκτριές της έχουν γεννηθεί τα έτη 1983, 1984 και 1985, οι υπόλοιπες δε «παίζουν» μεταξύ των ετών 1991-1998. Κάτι ανάλογο με το roaster του ΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ…«Πιπιναριό» με ευρωπαϊκή στόφα δηλαδή… (εδώ)

- Stepan συγχαρητήρια, άντε να έχουμε και γιατρό στο φόρουμ, έχουμε και ηλικιωμένους εδώ (γκουχ γκουχ)
- Βρε τους καημενους ...θα πρεπει να αισθανονται πολυ ασχημα με ολο αυτο το πιπιναριο εδω μεσα :laugh:
(εκεί)

Επίσης, πιπιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα, π.χ.:

- για καποιο λογο, σε ειχα για μεγαλυτερο...
- ε, από τα πιπιναριά με τα οποία κυκλοφορεί, μεγαλύτερος είναι :-)
(εκεί)

- κανει ομως παρεα με κατι τρελα πιπιναρια και γουσταρω να χωθω, για να τα κερασω τα σωματικα υγρα μου. (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, κατιναριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, σταλιναριό, φασισταριό, κ.ταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Τα προγούλια, ιδιαίτερα στα πλαϊνά χάριν ευφημισμού. Είναι αφράτα, με τάση ζάρωσης, μαλακό δέρμα έως χαλαρωμένο. Όσο περισσότερο λίπος έχουν, τόσο το καλύτερο στο δάγκωμα και στην ευρύτερη ερωτοσεξουαλική ατμόσφαιρα. Τα μεσήλικα είναι τρυφερότερα και αφήνουν αίσθηση - υφή πάστας σοκολατίνας στον δάκνοντα, εξ ού και η περιγραφή τους. Παραπέμπουν στα γλυκάδια των νεαρών ζώων που αναφέρονται στο δεύτερο σκέλος του ορισμού που μοιάζουν με παχάκια - ξυγκάκια, απ' όπου και επεκτείνεται η χρήση του όρου και στους ανθρώπους.


- Για πες... Η γκόμενα καλή, καλή;
- Και γαμώ τα μανουλομάνουλα!!
- Τί λες μωρέ μλκ, μανουλομάνουλο η 40+;
- Κι όμως... Εκτός από το "οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες" είχε και κάτι γλυκάδια μωρ' αδερφάκι μου, όνειρο! Άσ' τα, πού να σ' τα λέω. Καλοβαλμένη.
- Ά, ρε Παπακαλιάτη με τα βίτσια σου...

2.Εκκρίνονται μπροστά απ' την τραχεία απ' τον θυμοειδή αδένα στα νεαρά ζώα, τα λεγόμενα "του γάλακτος" όπως τα αρνάκια και τα κατσικάκια για παράδειγμα και τα οποία αν μαγειρευτούν από τέτοιο σφαχτάρι θεωρούνται εξαιρετικές λιχουδιές απ' τους γκουρμέδες. Ο απογαλακτισμός επηρεάζει την παραγωγή τους και εκκλίπουν εντελώς από τα ενήλικα ζώα.


Για δες για γλυκάδια στο τηγάνι με τυροκαφτερή εδώ (καλή όρεξη!)
Για μια "ανορθόδοξη" χρήση της λέξης εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος ή gay. Χρησιμοποιείται συνήθως για να χαρακτηρίσει αρνητικά αυτά τα άτομα.

Πω μαλάκα, τι λουγρκί είναι αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.

Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικό , επίθετο για Αμφισεξουαλικό άτομο , δηλαδή για αυτόν που νιώθει έλξη και για τους άντρες καθώς και για της γυναίκες . Βγαίνει από αυτό που φωνάζουν οι πλανόδιοι πωλητές όταν βγαίνουν στους δρόμους για να πουλήσουν την πραμάτια , αν αυτή πρόκειται για καρπούζια

Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω

Επειδή λοιπόν και κάποιος ο οποίος είναι αμφισεξουαλικός , ΄΄ όλα τα σφάζει , όλα τα μαχαιρώνει ΄΄ για αυτόν τον λόγο και βγήκε αυτό το προσβλητικό , επώνυμο

Got a better definition? Add it!

Published

Ο λάτρης των ωραίων γλουτών, σε μια πιο μέτα προσέγγιση του λήμματος. Ο αισχρός, ανήθικος, εγωιστικός και ύπουλος τόνος της πιο διαδεδομένης σημασίας παραμένει, όμως τώρα καλύπτεται από ένα πέπλο λαγνείας. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο.

Συνώνυμα: κωλάκιας

- Ρε, ρε! Την τσέκαρες αυτή με το χρυσό κολάν;
- Εγώ ρε; Αφού ξέρεις ότι είμαι μεγάλος κωλάνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική έκφραση που συμπληρώνει κάθε εξωτερίκευση οιδιπόδειου συμπλέγματος.

-Άσε ρε είμαι άρρωστος, έχω αναγκάσει τη συγκάτοικο να κάνει τη μαμά μου τώρα.
-και ο Οιδίπους σε μια γωνιά τραβάει μαλακία με τα γόνατα...

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη που δηλώνει την τάση προτίμησης ή συναίνεσης για την χρήση βίας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αναφέρεται στο άτομο που γίνεται ευχαρίστως δέκτης βίας στο πλαίσιο ερωτικής συνεύρεσης. Η ξυλοχωρητικότητα συχνά πιθανολογείται ευθέως από συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά (μεγάλο ύψος ή/και βάρος, εύρος λεκάνης).

Τούμπανο το Μαράκι, δε λέω, αλλά δεν έχει καθόλου ξυλοχωρητικότητα. Ούτε μια σφαλιαρίτσα δεν με άφησε να ρίξω.

Got a better definition? Add it!

Published

Ενεργοπαθητικός είναι ένα άτομο που του αρέσει τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό σεξ και μπορεί να εναλλάσσεται μεταξύ των δύο σε σεξουαλικές καταστάσεις. Ο όρος flip-flop ή flip fuck συνήθως περιγράφει την εναλλαγή από ενεργητικός σε παθητικός κατά τη διάρκεια μιας σεξουαλικής συνεύρεσης μεταξύ δύο ανδρών.

Από εδώ: ενεργοπαθητικός, παίρνω και τους δύο ρόλους, φετίχ τα γυναικεία εσώρουχα ατριχος..

Η ενεργοπαθητικότητα είναι μια έννοια του τρόπου ζωής. Η ενεργοπαθητικότητα, ωστόσο, δεν περιορίζεται στις απλές πράξεις της πρωκτικής, στοματικής ή κολπικής διείσδυσης, αλλά περιλαμβάνει επίσης τον διαχωρισμό των καθηκόντων και των ευθυνών στη σχέση.

Σύμφωνα με ορισμένους, το να ζεις έναν ενεργοπαθητικό τρόπο ζωής συνεπάγεται κάποιο άνοιγμα σε νέα πράγματα και αντίθεση στις ταμπέλες, τα στερεότυπα και τις γενικεύσεις. Επομένως, αυτή η έννοια διαφέρει από τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις όπου η σεξουαλική συμβατότητα δεν ξεκινά με το να μαντέψουμε ποιος θα καταλήξει ως ενεργητικός ή παθητικός. Σε αυτοπεριγραφές ανδρών που αναζητούν σεξ με άλλους άντρες, μπορεί να αναφέρουν τον εαυτό τους ως versatile ενεργητικό ή versatile παθητικό, εκτός από τη χρήση άλλων όρων.

Got a better definition? Add it!

Published