Further tags

  1. Αυτός που σου αρέσει πολύ, ο φοβερός και γαμιστερός μαζί.

  2. Αυτός που σε κάνει να φοβάσαι, ο τρομακτικός (κυριολεκτικά).

Και στις δύο σημασίες του, πρόκειται για σλανγκίζοντα όρο που χρησιμοποιείται κυρίως από κοπέλες, σχηματισμένος από το «φοβίζω», κατά το πρότυπο του «γαμιστερός» (<«γαμίζω», όπως λεγόταν κάποτε το γαμάω).

  1. Είδα ένα θριλεράκι πολύ φοβιστερό.

  2. Καλά, αυτό το φορεματάκι είναι φοβιστερό, φιλενάδα! Πού το ψώνισες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε παντελώς καμένο αντικείμενο, υποκείμενο ή πράξη. Για να μην ταυτολογούμε όμως:

  1. - nasos3: ΕΧΟΥΜΕ 4 ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΞΗΣ 9 9 9 9 ΚΑΝΤΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΞΗ ΜΕΤΑΞΥΤΟΥΣ (ΑΡΙΘΜ.ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ) ΠΟΥ ΝΑ ΔΙΝΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ 100. 99+9/9=100 ΕΚΑΝΑ ΚΑΜΕΝΙΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
    - Diavolos: Τι είναι τα ΚΑΜΕΝΙΑ ;
    - nasos3: KAMENIA=KAILIA=AKYRH KATASTASH=LATHOS
    (εδώ)

  2. - johnbev: Armenis αγορι μου εισαι βλαμενο; τι ειναι αυτή η καμενια;;;;;;;;;
    - johnmax: τελειως καμενια φιλεεε..χαχαχαχ
    (Σχόλια για φιλμάκιο στο συσιφόνι, στο φόρουμ του Scooter Club Hellas)

  3. - Destroy All Astromen! peite mou oti autous tous kserete k egw tous anakalipsa twra da giati alliws tha aporisw me tin epitixia autou tou thrent. theiki serfadiki kammenia i mallon o orismos autis. akouste opwsdipote k opws proskinisete edw pera!
    (σχόλιο στο φόρουμ Πάνκηδες-Σερφάδες-Σαϊκομπίληδες και λοιποί του διαβόλου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από τη προφανή έννοια, περιγράφει εναλλακτικά το δυνατό συκώτι που διατηρείται υγιές παρ’όλες τις συνοδευόμενες από αμύθητες ποσότητες αλκοόλ κρεπαλοκαταστάσεις.

- Χθες πότισα το ξαδερφάκι μου καμία δεκαριά σφηνάκια για να τον μυήσω στη παρέα και τελικά αυτός παρέμεινε ξενέρωτος και μέθυσα εγώ!
- Είχε καλή συκωταριά ο μικρός, κορόιδο πιάστηκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιά στο κουρμπέτι, η γυναίκα της πιάτσας, η πεπειραμένη.

Συνήθως είναι μεγάλης ηλικίας, σε αρκετές περιπτώσεις χωρισμένη ή και με παιδί, αλλά παρ΄όλα αυτά διατηρεί τη γοητεία της έμπειρης γυναίκας.

Επιλέγει συνήθως τεκνά για τις ερωτικές της περιπτύξεις.

- Μάγκες προχθές χτύπησα ένα πουρό που με χαλβάδιαζε 40 χρονών!
- Έλα ρε! Φόρτωσες δηλαδή;
- Ναι ρε σου λέω, μου 'κανε ένα κρεβάτι άλλο πράγμα! Τρελάθηκα. Η μέγαιρα του sex!

Η μυθική άρπυια, με σώμα πτηνού και κεφάλι γυναίκας. (από allivegp, 01/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που είναι εμφανέστατο, το πολύ φανερό, που «κραυγάζει» από μακριά, που δεν περνά απαρατήρητο, που θα το δεις θες δε θες.

-Α πόψε κάνεις μπαμ! (λαϊκό τραγούδι)

- Θα φορέσω το κόκκινο φόρεμα που κάνει μπαμ!

- Δεν είδες την ταμπέλα; Μπαμ κάνει από μακριά!

- Ο τύπος κάνει μπαμ πως είναι ηλίθιος...

Βλ. και κάνω μπαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του καλύτερου, του ανώτερου, του πρώτου, του πρώτου με διαφορά, του ανεπανάληπτου, του κορυφαίου, κλπ.

- Η Φερράρι μάγκα μου, είναι κορυφή.

- Δικέ μου τι ήταν αυτό που έγραψες! Είσαι κορυφή!

- Απ' όλα τα μουνάκια της γειτονιάς μας, η Ρούλα είναι κορυφή...

- Τι φάγαμε στην ταβέρνα ο Αγλέουρας χθες ρε Μάκη... Όλα κορυφή σου λέω...

- Η θέα από τη δασική θέση «γκρεμοτσακισμένο κατσίκι» είναι κορυφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σημερινή εποχή, όπου πας για γυναίκα και σου βγαίνει τρανσέξουαλ, πας για βύζαρο και σου βγαίνει σιλικονάτη μπάλα του βόλεϊ, πας για μουνί και συναντάς πούτσο, πας για μαλλί και σου μένει στο χέρι, κλπ, στη σημερινή εποχή, λέγω, τα φυσικά γκομενικά χαρίσματα είναι ότι και τα βιολογικά προϊόντα στη διατροφή.

Γι' αυτό και αποκαλούνται ενίοτε «βιολογικά προϊόντα» ή σκέτο «βιολογικά».

  1. - Ωραία η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ, έτσι; - Άσε μας ρε λιγούρη, κρυπτομοφιλόφιλε... Εγώ γουστάρω μόνο βιολογικά!

  2. - Ρε συ, ξεχωρίζεις τις τρανσέξουαλ από τις γυναίκες; - Εννοείται, αγόρι μου, το βιολογικό κάνει μπαμ από δέκα χιλιόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.

Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.

Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...

σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified