Further tags

Ένα από τα πολλά ονόματα του πέοντα. Προσδίδει όγκο...

Δρόγκος είναι ονομασία μεγάλου και χοντρού ψαριού.

- Σ' αρέσει Κούλα μου ο μπούτσος μου;

- Πωπώ, τι δρόγκος είν' αυτός;

Δρόγκος aka μουγκρί. Τύφλα να έχειο λούτσος! (από Vrastaman, 17/06/09)

Βλ. και λούτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άνδρας που φυσικοί (τον έχω μικρό) ή ψυχολογικοί (λες να τον έχω μικρό;) λόγοι, τον εμποδίζουν να επιτελέσει αξιοπρεπώς το έργο που η φύσις του ανέθεσε.

Ο ελλιπής «εξοπλισμός» του αλλά και η ανασφάλεια που τον διακατέχει, μπολιάζουν μέσα του το φόβο της απόρριψης και του χλευασμού και τον καθιστούν άτολμο και συνεπώς ανέραστο. Έτσι, σταδιακά, οδηγείται στην απομόνωση και το χερογλύκανο, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, στη σύναψη γάμου από συνοικέσιο... και το χερογλύκανο.

Ακόμα και μέσα στη θαλπωρή του γάμου, ως σύζυγος υστερεί, αφού αδυνατεί να προσφέρει στην άτυχη γυναίκα του την ηδονή (ή μάλλον, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Τέλης Σταλόνε: την καύλα, όχι την ηδονή...).

- Τι γίνεται Λέλα, πως τα πάτε με το Βίκτωρα;
- ……. Ουφφφφφ …..
- Τι είναι μωρή; Λέγε!
- … Δεν μπορώ… Ντρέπομαι …
- Έλα μωρέ τώρα, μεταξύ μας!
- Δεν μπορώ σου λεω!
- Έλα, τελείωνε και μας παρακολουθεί κι ένας περίεργος από το σλανγκ τελεία τζιάρ!
- Τέλος πάντων… θα σου πω αλλά κακομοίρα μου, μην το πεις πουθενά. Εντάξει;
- Εντάξει! Λέγε επιτέλους!
- Είναι κουτσοπούτσης Σία μου!!! Τρεις μήνες έχουμε παντρεμένοι κι ακόμα να δουν δροσιά τα σκέλια μου
- Ώ, έρμη μου, τι έπαθες! Και δηλαδή; Δεν του σηκώνεται καθόλου;
- Τι να του σηκωθεί μωρέ Σία… Και πεσμένη και σηκωμένη, ένα και το αυτό είναι… Άστα σου λεω…
- Καλά, καλά… Έννοια σου, έννοια σου. Λοιπόν, ξέρω ένα μαγαζί με μαντζούνια που κάνουνε θαύματα!
- Λες να μην τα δοκίμασα; Κάθε μέρα κι άλλο του έβαζα στον καφέ… Αλλά, τίποτα… Πεταμένα λεφτά…
- Καλά, καλά… Έννοια σου, έννοια σου. Λοιπόν, ξέρω ένα μαγαζί με κάτι πλαστικές πούτσες, άλλο πράγμα! Να πας να πάρεις μία στα μέτρα σου. Θα σου ’δινα τη δικιά μου, αλλά… να μωρέ… τη χρειάζομαι κι εγώ…

Δες και -πούτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπότα έλεγαν παλιά και το μάλλινο βαρύ πανωφόρι φτιαγμένο από τραγίσιο νήμα. Εκ της ιταλικής λέξεως cappotta. Το αστείο της υπόθεσης είναι η χρήση του ουσιαστικού...

Κόρη: - Μάνα φεύγω, πάω μια βόλτα.
Μητέρα: - Πού πας μωρή μες στο καταχείμωνο με αυτό το ψιλό μπλουζάκι; Φόρα την καπότα σου μην πάθεις καμιά πούντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πολλά συνώνυμα του υπερμεγέθους πέοντα. Το κυνήγησε ο Χάρης Σιανίδης στον Αμαζόνιο. Από τότε έμεινε και η έκφραση το χαϊδεύει το ανακόντα.

Το τατουάζ πέους δεν είναι εύκολο. Η αλοιφή που συνήθως χρησιμοποιούν οι δερματογράφοι για να αφαιρέσουν το παραπανίσιο μελάνι κάνει το πέος να γλιστράει «σαν σαπούνι στο ντους», σύμφωνα με τον Ματτ Ντογκ. Μου είπε ότι είχε δουλέψει σε όρθια και πεσμένα πέη, και το χειρότερο ήταν σε στύση. Αν όμως ένα πέος δεν είναι σε στύση – και συνήθως ζαρώνουν μόλις τα πλησιάσει η βελόνα – υπάρχει το πρόβλημα του τεντώματος του δέρματος ούτως ώστε το τατουάζ να είναι σωστό όταν έρθει η ώρα της στύσης. Συνήθως ο πελάτης είναι αυτός που αναλαμβάνει το έργο του τσιτώματος.
-Ναι, σιγά την ανακόντα.

Από το gaynewsingreek.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικος όρος για την μικρή ψησταριά (την μεταλλική κατασκευή, όχι το μαγαζί ταβέρνα-εστιατόριο). Έχει χώρο για τα κάρβουνα και από πάνω σχάρα για να ψήνονται τα κρεατικά, τα καλαμπόκια, τα κάστανα.

Ενδεχομένως ηχοποίητη λέξη. Το βικιλεξικό υποστηρίζει εδώ, χωρίς να επεκτείνεται, τουρκική ετυμολογία. Ο Τριανταφυλλίδης προτείνει εδώ ιταλική.

  1. - Τα κρέατα πού θα τα ψήσουμε;
    - Λίγα-λίγα ρε συ, στη φουφού. Ό,τι γίνεται το βάζουμε στο πιάτο!
    - Σωραίος!

  2. Από το τραγούδι «Να βάλω τα μεταξωτά», Γιάννης Τσατσόπουλος, Σωκράτης Μάλαμας:

[...]
Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει
στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι
να μπερδευτώ με τους εργάτες
να πω τον πόνο μου στις γάτες
και στη φουφού του καστανά
στάχτη να γίνεις σατανά
[...]

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται και για έναν συγκεκριμένο τρόπο τυποποίησης και εμπορίας της ζωοτροφής, ιδίως του τριφυλλιού, αλλά και του καλαμποκιού, του κριθαριού κλπ. Η βάση του προϊόντος, αφού επεξεργαστεί και αφυδατωθεί, καλουπώνεται σε κυλινδρικά ή παραλληλεπίπεδα τεμάχια των μερικών εκατοστών που, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζουν με τις καραμέλες για ανθρώπους.

- Κύριε Πρόεδρε, το εργοστάσιό σας παράγει ζωοτροφές με τον ίδιο τρόπο εδώ και είκοσι χρόνια. Η εταιρεία μας μπορεί να σας βοηθήσει να...
- Ναι ρε, είκοσι χρόνια. Εσύ τι ζόρι τραβάς;
- Απλά μπορώ να σας προτείνω μια ολοκληρ...
- Κοίταξε αγόρι μου για να τελειώνουμε. Από εμένα έχει φάει καραμέλα ένα στα δύο πρόβατα που έχει σουβλίσει η Ελλάδα από την Αλλαγή, επί Αντρέα. Τέλος. Άμα πουλάς τίποτα καζάνια ανοξείδωτα που ψάχνω για την μικρή μονάδα το συζητάμε. Αλλιώς άμε στο καλό.

Καραμέλες ζωοτροφών (από poniroskylo, 21/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει το τσαντάκι μέσης που χρησιμοποιείται κυρίως το καλοκαίρι.

- Έχεις τσιγάρα;
- Στην μπανάνα.
- Φωτογραφική, δύο κινητά, πορτοφόλι, ipod, καπότες. Αυτό δεν είναι μπανάνα, το τσαντάκι του σπορ μπίλυ είναι.
- Ναι, αν γαμούσε ο σπορ μπίλλυ...
- Απ' το λύκειο δεν τις έχεις τις καπότες;

(από patsis, 19/06/09)Άσχετο. Remi Gaillard, Banana. (από patsis, 08/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Μ.Μ.Ε., τα «μέσα μαζικής εξημέρωσης»: Τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση και διαδίκτυο.

Στην Ελλάδα τα μουμουέ παραδοσιακά ασκούν πίεση στον πολιτικό κόσμο με αποκλειστικό σκοπό την ανάληψη δημοσίων έργων από τούς ιδιοκτήτες τους και αποτελούν βιότοπο για την αναπαραγωγή δημοσιοκάφρων.

- Πολλοί νεοκαθαρευουσιάνοι των μουμουέ έχουν αρχίσει να χωρίζουν και λέξεις που απανέκαθεν (εσκεμμένο) ήταν ενιαίες, σαν το εξαπίνης. Οι αρχαίοι εξαπίνης γράφαν, αλλά οι τωρινοί χωριστικοί θέλουν εξ απίνης, κι ας μην υπήρξε ποτέ καμιά άπινα ή απίνη... (από εδώ)

- Για τα Μουμουέ μας, η απώλεια του Ευγένιου Σπαθάρη, του μοναδικού δασκάλου του γένους, δεν ήταν πρώτο θέμα. Πέρασε στα ψιλά... Πρώτο θέμα ήταν ο Σάκης (που πάει να τραγουδήσει στη Γιουροβύζιον) κι ο Κωστάκης (που σφάλισε τη Βουλή πριν την ώρα της).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύνεργα του πρεζάκια, τα συμπράγκαλά του, που δεν κάνει βήμα σημειωτόν χωρίς αυτά.

Σε μια πλήρη μορφή, η έκφραση είναι ασφαλώς τα σέα μου και τα μέα μου, αλλά για τους πρεζάκηδες τέτοιου είδους ακριβολογίες είναι περιττές πολυτέλειες, χαμένος χρόνος. Στα νταραβέρια των πλατειών και των πεζοδρομίων, όσο λιγότερο μιλάς, τόσο το καλύτερο, ενώ κανείς δεν έχει όρεξη να ακούσει την ιστορία της ζωής του αλλουνού.

  1. Πρώτο και πιο βασικό στη λίστα με τα σέα - εκτός ασφαλώς απ' την παραμύθα, δλδ την ίδια την πρέζα - είναι το ομώνυμο σέο, δλδ η σύριγγα. Πρόκειται για την πολύ λεπτή σύριγγα της ινσουλίνης, χωρητικότητας 1cc ή 2cc. Το σέο λέγεται και γκαν ή γκάνι ή γκανάκι, το κατεξοχήν όπλο (gun) του πρεζάκια για το βάρεμα, το σουτάρισμα (shoot), την ενδοφλέβια χρήση.

Παρεμπίπταμπλυ, το σέο της ινσουλίνης χρησιμοποιείται κι απ' τους μπίλντερς για την υποδόρια χορήγηση g.h.

Oι ευρωπαίοι πρεζάκηδες προτιμούν τις Ersta, θρυλική μάρκα σύριγγας με τέλεια ποιότητα βελόνας. Πριν κάποια χρονάκια, όταν γενικά οι κώλοι ήταν πιο σφιχτοί, τα φαρμακεία δεν έδιναν εύκολα σύριγγες, ενώ ένα χρησιμοποιημένο σέο αρκούσε για να βρεθείς στον καθαρό αέρα της εξοχής του Κορυδαλλού. Σήμερα τα πράματα έχουν λασκάρει τελείως, με τους 13χρονους και 14χρονους πρεζάκηδες να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Έτσι είναι όταν η φτήνια τρώει τον παρά...

  1. Το κουτάλι. Πάνω εκεί αναμειγνύεται η πρέζα με λεμόνι ή ξινό, και λιώνει με τη θερμότητα του αναπτήρα. Το μείγμα χώνεται βιαστικά στο σέο, συνήθως αφού περάσει μέσα από βαμβάκι, το οποίο λειτουργεί ως φίλτρο για τυχόν βρωμιές. Όλα πρέπει να γίνουν στο πιτς-φιτίλι, για να μη σου παγώσει το μείγμα μέσα στη σύριγγα και χρειαστεί να το αδειάσεις στο κουτάλι και να επαναλάβεις όλη τη διαδικασία. Πήζουν συνήθως οι μουφάτζικες πρέζες, κινέζικες ή συνθετικές.

  2. Όξινο διάλυμα (λεμόνι ή ξινό). Μόνο οι καθαρές πρέζες (άντε τρέχα γύρευε να τις βρεις) διαλύονται σε ρευστή καραμέλα χωρίς την προσθήκη οξέων. Οι σκουρόχρωμες νοθευμένες πρέζες, οι «κομμένες», αναμειγνύονται πάνω στο κουτάλι ή στο αλουμινόχαρτο με λεμόνι για να λιώσουν. Για ακόμη πιο καφετιάρικες και ακατέργαστες σκόνες, το λεμόνι δεν αρκεί και επιστρατεύεται το ξινό, που πουλιέται σε μπακάλικα και σουπερμάρκετ. Είναι επώδυνο, «καίει» τις φλέβες και καταστρέφει και τα δόντια.

αατά.

Το σέο κανονικά είναι για μια και μόνη χρήση, επειδή όμως τα γαμημένα αντέχουν, οι πρεζάκηδες τσούλαγαν παλιότερα 5-10 νοματαίοι το ίδιο βελόνι. Κονόμαγαν ηπατίτιδες και aids, μέχρι που κάπως κατάλαβαν τη μαλακία τους και περιορίστηκε το φαινόμενο της πολλαπλής χρήσης του σέο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified