Further tags

Εντελώς-παραπολύ χυδαίο σλανγκογραφικό παράγωγο του μουνιού που, inter alia, αφορά:

Πιο εκλεπτυσμένα: μουνότρυπα, μουνοτρυπίδα.

1.
- Kane spam ec malaka.. polu asxoli8ika me anorima anegkefala zwakia ante na trabi3eis kamia malakia gt dn se blepw kala !! ainte bravo k aftn tn hip hop klika p kouvalas peta tn sta skoupidia gt sapise k s xalaei t profil palio malaka albaniari gamw to kefali s0o gamw :@
- Ρε ξες ποιος ειμαι εγω;;;;;;;;!!!!!!!!!!!!!! εγω ειμαι ο τραμπουκος Νο2 του γκραφιτι σεκτιον....ειμαι το ΜΠΛΕ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΔΟΝΤΙ.....ΑΜΑ ΞΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΩΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗ.... ΤΟ ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΙΔΙ ΣΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΑ ΧΛΑΠΑΤΣΑ ΑΠ ΤΑ ΓΑΜΗΣΙΑ......το καταλαΒΕΣ!!!!!!!;;;;;;

2. Βρε σαλτα γαμήσου ρε αριστερο μουνοτρυπίδι και ασε μας ήσυχους,καθαρμα που θα μας το παίξεις και υπεράνω και οτι δε βρίζεις...

3.
- Επικότατο φέηλ... Εχθές είχαμε βγει κι έγινα ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΙΔΙ στο μεθύσι, και μου 'σβησε το κιν απο μπαταρία. Όταν γύρισα σπίτι λοιπόν έβαλα το κινητό μου να φορτίσει... και δεν το άνοιξα. Έτσι λοιπόν δεν χτύπησε το γαμίδι κι έχασα την πτήση μου. - Πρωτον: RESPECT. Τωρα τι θα κανεις; δευτερον: Καλα ρε μαλακα, ποτε μεθυσες; συνεχισατε μετα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαθητική σλανγκιά: θέματα που θεωρούνται απίθανο να πέσουν σε εξετάσεις και ωσεκτουτού δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης ή σκονακοποίησης. Το αντίθετο δηλαδή των σος.

Υπερθετικό: αντισοσάρα.

Ασίστ: Βράσταγκιρλ.

1. Εγώ ένα πράγμα θα πω, βασιζόμενος στην πείρα μου. Ο μαθητής που ψάχνει SOS ή αντί-SOS αντί να στρώσει τον πισινό του στην καρέκλα του και να διαβάσει όλη την ύλη, στο τέλος θα δει ότι μπορεί να πέσει ένα θέμα που δεν το έχει διαβάσει (γιατί το θεωρούσε αντί-SOS) και αφού βγουν οι βαθμοί, που δεν θα έχει πλέον να ψάξει για κανένα SOS, θα ψάχνει για δικαιολογίες.

2. Έμφαση δίνουμε πολύ στις μεταβλητές, στο τι είναι ιδέες των μαθητών κτλ. Τα θέματα είναι πρακτικά και θεωρητικά, οπότε μη θεωρήσετε τίποτα αντισός.

3. Διαγωνισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης - Ποια άρθρα θεωρείτε «αντισός» από τον κώδικα δικαστηριών;

Ο κωμικοτραγικός θάνατος του Χατζημπατίρογλου père. (από σφυρίζων, 16/06/13)(από Khan, 19/03/14)

βλ. και σος, σοσάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των πετράδων (της Αίγινας τουλάχιστον, αλλά υποθέτω και γενικότερα), σημαίνει την πέτρα, η οποία κατά την εξόρυξή της δεν δείχνει τι ελαττώματα πιθανόν να κρύβει στο εσωτερικό της, ακριβώς σαν το καρπούζι, που δείχνει οκ, αλλά αν δεν το ανοίξεις «με το μαχαίρι» δεν φαίνεται αν είναι καλό ή όχι (βλ. παράδειγμα).

Επίσης, γουλάροντας τον όρο (και μη βρίσκοντας τίποτα για το παραπάνω) πέτυχα κι άλλο «καρπούζι»:

Η τουρμαλίνη συχνά έχει πολλά χρώματα ανακατεμένα σε ένα λίθο, και αυτό γίνεται επειδή δεν είναι ένα ενιαίο ορυκτό, αλλά μια ομάδα ορυκτών που συνδυάζουν τις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες. Ο συνδυασμός ροζ και πράσινης τουρμαλίνης είναι ο πιο κοινός και ονομάζεται watermelon, δηλαδή καρπούζι επειδή μοιάζει εκπληκτικά στα χρώματα με το φρούτο. (από εδώ).

Δεν θα σου κόψω από αυτή την πέτρα, είναι καρπούζι, δεν μπορώ να ξέρω πόσα καλά κομμάτια θα βγάλει.

Tουρμαλίνη (από σφυρίζων, 13/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ναυτική ορολογία για τις υδρορροές ενός πλεούμενου. Εάν το παπόρι φορτωθεί «έως τα μπούνια» κινδυνεύει να μπάσει νερά από το κατάστρωμα· πιο πολύ βουλιάζει.

Εξ ου και οι σλανγκιές:

Εκ του ιταλικού bugna, η άκρη του πανιού του καραβιού (σ.ς. καμιά σχέση με τα (α)πλωτά bunga-bunga του Silvio). Αρχαιοκαυλιστί: οι ευδιαίοι.

Ασίστ: Doctor, ironick.

  1. ♪♫ Είχα ράψει στο σακάκι
    Δυο σακούλες με μαυράκι
    Και στα κούφια μου τακούνια
    ηρωίνη ως τα μπούνια ♪♫
    («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

2.
Μπαίνουν μέσα με τα ΜΠΟΥΝΙΑ τα συντρόφια της «Ελευθεροτυπίας»...Που είδαν ευκαιρία να κονομίσουν ανασταίνοντας την πεθαμένη Ελευθεροτυπία με το όνομα «Εφημερίδα των Συντακτών» ...

το βέλος δείχνει προς ένα μεταλλικό στρογγυλό σιφόνι (δεν χώραγε στο πλάνο) (από ironick, 04/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γυναίκα η οποία χαρακτηρίζεται από άσχημη και άγρια εξωτερική εμφάνιση και συνήθως φορτώνεται τους άλλους και τους κυνηγάει, προς εύρεση ερωτικού συντρόφου.

  1. - Πού πήγε ο Νίκος; τον είδες; - Φίλε μόλις έγινε λούης, γιατί τον κυνηγούσε το τσουπακάμπρα από δίπλα...

  2. - Σε λίγο έρχεται ο Τάκης με τη Σοφία...
    - Ωχ ρε φίλε, τι το ήθελε το τσουπακάμπρα μαζί; θα μας τα κάνει ζέπελιν πάλι...

(από salina, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαπιοκάραβα φορτωμένα έως τα μπούνια με λαθραία τσιγάρα, στην αργκό των κατσιρματζήδων (λαθρεμπόρων) τσιγάρων. Τα πατατάδικα ανήκουν σε μαϊμού ναυτιλιακές εταιρείες και φέρουν τριτοκοσμικές σημαίες· μπαρκάρουν από λιμάνια τση Αιγύπτου, τση Συρίας, τση Τουρκίας και τση κατεχόμενης Κύπρου και συχνά αρμενίζουν κοντά σε ακτές σε αναζήτηση αγοραστώνε.

Εναλλακτικά: τσιγαράδικο, μαμή, μάνα (βλ. εδώ).

1. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής είχε πληροφορίες για την αλλαγή ρότας του πλοίου στην ακτή του Καλοχωρίου της Θεσσαλονίκης και η συντονισμένη επιχείρηση των αρχών στήθηκε στις 3 τα ξημερώματα. Το «Svesa», με 7μελές πλήρωμα, μετέφερε 2.024 κιβώτια (master cases) που περιείχαν 1.012.000 πακέτα τσιγάρων. Είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με προορισμό το Μπουργκάς Βουλγαρίας όπου σύμφωνα με τα παραστατικά θα ξεφόρτωνε τα τσιγάρα. Αντ’ αυτού, βρέθηκε στον Θερμαϊκό και σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ασφαλείας του Λιμενικού Σώματος είναι στην κατηγορία των γνωστών «πατατάδικων», των μικρών σαπιοκάραβων που διασχίζουν τη Μεσόγειο μεταφέροντας για λογαριασμό εικονικών ναυτιλιακών εταιρειών ποσότητες λαθραίων τσιγάρων.

2.
Ακρίβυναν τα τσιγάρα και στο ελληνικό αρχιπέλαγος ξαναεμφανίστηκαν τα γνωστά και ως «πατατάδικα» μικρά πλοιάρια, που φορτωμένα χιλιάδες κούτες λαθραίων τσιγάρων περιμένουν μεσοπέλαγα ή σε κάποια ερημική ακτή τον αγοραστή, ο οποίος αφού τα παραλάβει τα διοχετεύει στην εγχώρια αγορά.

3.
«Τσιγαράδικο» ή «Πατατάδικο» είναι το εκτός νόμου μικρό φορτηγό πλοίο που πριν αρκετά χρόνια δρούσε σε Ιόνιο και Αδριατική κουβαλώντας λαθραία, κυρίως τσιγάρα στην Ιταλία τότε που υπήρχε απαγόρευση των ξένων τσιγάρων στην γειτονική χώρα. Είναι προφανές ότι αυτοί που δούλευαν σε τέτοια πλοία δεν ήταν τα καλύτερα παιδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δαγκάνα των υδρόβιων καρκινοειδών οργανισμών (ακα. μαλακόστρακα, απλώς δεν ήμουν σίγουρη για το πως κλίνεται στην γενική πληθυντικού και είπα να το αποφύγω). Και πάλι στην Κρήτη, συγκεκριμένα στην περιοχή της Ιεράπετρας, ενδεχομένως εν γένει του νομού Λασιθίου.

Μπρε Μανούσο, ζάε μια χαρχάλα πού 'σει τούτοσές ο καβρός (ακα. καβούρι)! Άνε σ' αμπώξει καμιά στο πουλί, θα σ' τόνε κόψει απ' τον πάτο!

(από mafie, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ Σπάρτης προερχόμενη λέξη, που περιγράφει αυτό που ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί «υδρορροή».

Σπαρτιάτης: Ρε μη πηγαίνεις κάτω από τους ρεύτες, θα γίνεις μούσκεμα.
Μη Σπαρτιάτης: Τους ποιους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.

Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.

Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιά για τα SMS άκα χεσεμές άκα στέλνω μηνυματέισον. Η αποστολή σουμουσού υπήρξε το πρώτο «έξυπνο» απλικέησιο τση κινητούμπας, όταν αυτή ήτο ακόμη ιουράσιος παντόφλα και ουχί εξυπνόφωνο, οι δε χρήστες αυτής homines erecti και ουχί cyborgii.

Αν και παρωχημένο και ακριβό την εποχή των τζαμπέ μουσουνού, σκάϊπ, τσίου και δε συμμαζεύεται, το ταπεινό σουμουσού παραμένει δημοφιλέστατο εργαλείο επικοινωνίας, καμακίου τσε μάρκετινγκ.

1. χαίρομαι που η γιαγιά σου έμαθε να στέλνει σουμουσού.

2. Σύνδεσα και το twitter με το facebook και το linkedin. Piece of cake. Κελαïδάω και πάει παντού. Το direct message είναι τζάμπα. Υποκαθιστώ το σουμουσού. Που κοστίζει.

3. Σε έστειλε σουμουσού to dorabak; Γρήγορα εξορκισμό! Σόι πάει η γκαντεμιά!

4. Δαγκωτό την ψήφισαν τα σουμουσού. Πήραν φωτιά τα κινητά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified