Further tags

Η κωλοσχισμή, επειδή χωρίζει στα δύο τους γλουτούς, όπως η χωρίστρα την κόμμωση.

-Μάνα μου η χωρίστρα σου!

(από sstteffannoss, 09/07/11)

Βλ. και κωλοχαράδρα, κωλοσχισμή, χαράδρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λόγος ανόητος, ψευδής, ή χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, παπαριά καμαρωτή, μπούρδα (ισπαν. burda, χοντροκομμένη, αδέξιο ψέμα). Μπουρδολόγος

  2. αρσ. (μπαρούφας, ο) Κοινωνικός (και βάλε) πότης, θαμώνας μπαρ.

  1. - Μας τάραξε στη μπαρούφα ο τύπος...

  2. - Μην αρχίσετε με τους μπάφους τώρα ρε, αφού είχαμε πει να βγούμε...
    - Θα βγούμε μωρή μπαρούφα, άραξε..

Βλ. και αρλούμπες αλλά και παρλαπίπας, μπούμπζας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Χρησιμοποιείται για στιγμές ανίας, βαρεμάρας, ρουτίνας ή ακόμα και για πολύ πιεστικές καταστάσεις.

- Πω, Πω ρε παιδία δεν μπορώ άλλο εδω μέσα!!! Κάθε μέρα σκοπιά 2-4 τα χαράματα! Δεν την παλεύω άλλο!!!
- Ένταξει ρε ψηλέ! Πως κάνεις έτσι; Πάρε αντιπαλευόν!!

Από το ΦΑΔ της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μεγάλοι πόται γνωρίζουν ίσως τη φιάλη του ποτού ουίσκι φέρον την εμπορική ονομασία «100 pipers» ελληνιστί εκατό αυληταί.

Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης, οι Κρήται χωριάται περιοίκιοι αποκαλούν τιαύτο ουίσκι ως «Εκατό πίπες» δια λόγους συντομίας! Ευρηματικότατο, εάν και εφόσον το οινοπνευματοποτείον (κοινώς μπαρ) απασχολεί άνδρα και ουχί γυνή εις την θέσιν του μπαρ.

Μανούσος: «Μπρε συ, ήντα γίνεται εδά γύρω γύρω! Να μου βάλεις θέλει ένα από κιονά του ουίσκτσι, πώς το λένε δα, το εκατό πίπες; (μτφ: χαίρετε ω φίλε! Πώς διαβιώνεις; Θα ήθελες να μου σερβίρεις ένα ουίσκι, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομά του, εκατό πίπαι αν δεν απατώμαι;»)

Σήφης: «Εδά πάλι! Εξετέλεψε μπλιό! Θές ένα δίμπλε; (Ωωω, φοβούμαι πως τιαύτο ουίσκι έχει πλέον τελειώσει... θα ήθελε ανταυτού ένα dimple;»)

101 damnations, Σήφη, το Dimple μου μέσα! (από Vrastaman, 11/02/09)

Δες και Διακόσιες Πίπες. Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματικό για το μαύρο ελληνικής προέλευσης, και συνακολούθως ΑΑ ποιότητας - το αντίθετο της μπουρούχας.

Ο διαχωρισμός οφείλεται αφενός στην τραγικά λανθασμένη άποψη πως ο,τιδήποτε ελληνικό είναι εξ ορισμού καλύτερο, αφετέρου στη δυστυχώς σωστή άποψη ότι το μαύρο το οποίο εισάγεται (και στην Ελλάδα το εισαγόμενο είναι 90% από Βαλκάνια, κυρίως Αλβανία) είναι προΐόν μαζικής και σχεδόν βιομηχανικής παραγωγής, με όλα τα φυτοφάρμακα και την τσαπατσοδουλειά που αυτό συνεπάγεται, και αφετρίτου στο ότι, ως φυσικό προϊόν και σαν το καλό κρασί, το καλό μαύρο δε νοείται να είναι αγνώστου προελεύσεως.

  1. (Πάω νύχτα στο περίπτερο ν' αγοράσω καπνό και χαρτάκια. Παρακείμενος αργόσχολος, με το που βλέπει τα Rizla, επεμβαίνει και κλείνει μάτι.)
    - Κοπελιά, θέλεις τίποτα μαζί μ' αυτό; Έχω πράμα που σαλεύει!
    - Ε... εγώ δεν... τι;
    -Έλληνα έχω!

  2. - Άντε να το σκάσουμε, παιδιά, είναι και ονομασία προελεύσεως ελεγχόμενη! Μυλοπόταμος!
    (παφ)
    - Τι... τι... τι Μυλοπόταμος και κουραφέξαλα, ρε; Έλληνας είναι αυτός; Αυτό κάνει μπαμ από χιλιόμετρα ότι είναι μπουρούχα Αλβανίας. Θα βρωμίσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγχώνευση της μαλακίας και της πατάτας!

-Τελικά το Κόκκινο στα Τρίκαλα δεν είναι;
-Πω πω... άστο, την πέταξες πάλι την μπαπατάτα σου! Βοιωτία ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να βάζουμε τα γυαλιά ηλίου, όχι στα μάτια, αλλά στο πάνω μέρος του κεφαλιού μας, πάνω από μαλλιά (ή φαλάκρα), έτσι ώστε να κοιτάζουν στον ήλιο, σαν να είναι ηλιακός θερμοσίφωνας σε ταράτσα σπιτιού.

Αγαπημένη έκφραση Ανίτας Πάνια.

-Εσύ αρχηγόπουλο τι τον θες τον ηλιακό θερμοσίφωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοθούριο. Επίσης γνωστός ως «γυμνοσάλιαγκας της θάλασσας» κατά τους Σιγκαπουριανούς, «αρουραίος της θάλασσας» κατά τους Κινέζους, ενώ, κατά τους Έλληνες, «αγγούρι της θάλασσας» ή «πουτσόγυαλος».

Για την αποτελεσματικότητα του ως δόλωμα για όσους το έχουν δοκιμάσει κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Κάποιοι άλλοι όμως προτιμούν να το φάνε παρά να το δολώσουν. Η μορφή και ονομασία του θαλασσινού αυτού έχουν μια δυναμική για σλανγκική χρήση από αυτούς που ασχολούνται με ψαρέματα, λούτσους, ζαργάνες κ.τ.λ.

Ορίστε και μια συνταγή:
Αφού τα καθαρίσουμε, τα βάζουμε σε μια κατσαρόλα με νερό (οι Κινέζοι προτιμούν το θαλασσινό) και τα αφήνουμε να βράσουν για μια ώρα περίπου. Μετά τα βγάζουμε από την φωτιά και προσθέτουμε σάλτσα σόγιας, ginger τριμμένο στον τρίφτη, λίγο τριμμένο σκόρδο και φρεσκοτριμμένο μαύρο πιπέρι. Στο τέλος θα ρίξουμε λίγο λάδι κατά προτίμηση λιναριού. Ο ψωλιάγκος βέβαια μπορεί να μαγειρευτεί και με προσθήκη λαχανικών όπως ρίζες λωτού, σπόρους λωτού, φύκια, σπανάκι που προστίθεται μόλις σβήσετε την φωτιά, σέλινο κ.α.

-Τι δολώνεις φίλε; Ψωλιάγκο;
-Τσουτσούνι θα βάλω...

(από pavleas, 11/02/09)Γιώργος Λιάγκας  (από Vrastaman, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουτζούκ λουκούμ είναι ένα εύγευστο σφιχτοδεμένο μακρόστενο μεγάλο λουκούμι που περιέχει ζάχαρη, γλυκόζη, νισεστέ, νερό και καρύδια (δεμένα σε σπάγκο). Βγαίνει δε σε διάφορα αρώματα (π.χ. τριαντάφυλλο, μούστο, γαρίφαλο, κανέλα, περγαμόντο, κλπ)

Ας δούμε τι ιδιότητες μπορούμε να εντοπίσουμε από την παραπάνω περιγραφή, και το παραπάνω link, ιδιότητες που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στον συγκεκριμένο ορισμό:

1) Το σουτζούκ λουκούμ σχηματικά μοιάζει με λουκάνικο. (Η λέξη σουτζούκ προκύπτει δε εκ της τούρκικης λέξης sucuk που σημαίνει λουκάνικο)
2) Το κολλώδες μείγμα του παραπέμπει σε λάβα.
3) Ως γλυκαντική ουσία μπορεί να υποβοηθήσει την έλλειψη ζαχάρου που μπορεί να αισθανθεί κάποιος.
3) Τα καρύδια που περιέχει είναι αφροδισιακή τροφή που υποστηρίζει την ορθοπεηκή ικανότητα.

Εκ των ανωτέρω, όταν σλανγκιστί λέμε σουτζούκ λουκούμ παραπέμπουμε σε γούδα και βουκεφάλα. Θα μπορούσε επίσης να αναφερθεί σχετικά, πως η λουκουμοειδής επιφάνεια του γλυκίσματος παραπέμπει σε στοματικό σεξ.

Οταν δε κάποιος, αισθανθεί πως έχει έλλειψη ζαχάρου, μπορεί, μεσω του σουτζούκ λουκούμ του, να την απορροφήσει από γλυκά όπως: παστούλες, μιλφέΐγ, κλπ. Η τόνωση! Η ενέργεια!

Επίσης ως σουτζούκ λουκούμ θα μπορούσε να θεωρηθεί η αντίληψη ενός ψωλοπερήφανου για το [εργαλείο](http://www.slang.gr/lemma /show/ergaleio_2044) του. (Βλ. και λήμμα: πίτα του παππού).

Στο σπίτι της Λίλιαν αργά τη νύχτα.

Λίλιαν: Πέρι, έχω έντονη επιθυμία για γλυκό αλλά δεν έχω σπίτι και τα μαγαζιά είναι κλειστά.
Πέρι (με νόημα): Σου έχω τη λύση. Θες να σου πετάξω το σουτζούκ λουκούμ μου, να νιώσεις τη γλύκα του;
Λίλιαν: Α να χαθείς ρε ψωλοπερήφανε. Αν εσύ έχεις σουτζούκ λουκούμ τότε τι να πούμε για το παλούκ λουκούμ του ...
Πέρι: Για ποιόν μιλάς;
Λίλιαν: Γιατί ρωτάς; Τη ρουφάμε τη λάβα σοκολάτας;

Γιατρός:Μου μιλάγατε για σουτζούκ λουκούμ και εγώ νόμιζα πώς είσαστε χοντρός από την υπερκατανάλωση! (από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι κάνει ένα μούλτι μπλέντερ μπορεί να κάνει και ένα μούλτι μύδι.

Ένα καλό μούλτι μπλέντερ μπορεί να κόψει, να αλέσει, να ξεζουμίσει πολλών ειδών τρόφιμα, μαλακά ή σκληρά. Έτσι και το μούλτι μύδι μπορεί να επεξεργαστεί παντός είδους τσουτσούνες. Μπορεί να ξεζουμίσει μικρές, μεγάλες, χοντρές, ψιλές σε ό,τι χρώμα και σχήμα υπάρχουν και κυκλοφορούν.

Η Λίλιαν είναι καρατσεκαρισμένο μούλτι μύδι!

Σόσιαλ μύδια. (από Khan, 01/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified