Further tags

καυλόζουμο, καβλοζούμι

Τα ζουμιά, ανδρικά τε και γυναίκεια, ενδεικτικά υπέρμετρης γκάβλας.

Στα πορνοσάιτ και σε τόπους για ενήλικες χρησιμοποιείται απλά για να δείξει το μέγεθος της σεκσουαλικής διέγερσης και απόλαυσης.

  • Γιατι μια σχεση μπιντιεσεμικη που βγαζει τοσο καυλοζουμο δεν μπορει εξισου να ειναι κοντα στο συναισθημα; Μπαινουμε μεσα ολοκληροι χωρις φοβο για τις αδυναμιες μας, χωρις να προσβλεπουμε σωνει και καλα οτι θα κρατησει αιωνια, με μονο στηριγμα την αληθεια μας. (από δω)
  • πάτα την καυλα σα σταφύλια κ δώσε καυλοζουμί (εδώ)

Ενδιαφέρον είναι ότι σε πιο σοφτ καταστάσεις έχει την έννοια του μαγικού ζωμού/ φίλτρου (που ό,τι/όποιος πέσει μέσα γίνεται και πολύ καυλιάρης), ακόμη και του τονωτικού ροφήματος.

  • Η δικια μου επιλογη παντος θα ηταν δουκατι γιατι οι ιταλοι τις μηχανες πριν τις βγαλουν σε παραγωγη τις περνανε πρωτα απο το καζανι με το καβλοζουμο:):):) και ειναι και αυτος ο καβλιαρικος ηχος των διπλων τελικων του που σε τρελαινει.... (εδώ)
  • Σε καυλοζουμο σε βουτουσαν μικρη; (εδώ)
  • πολλά άβαταρ έχετε πέσει σε καυλόζουμο κορίτσια (εδώ)
  • -Να παίρνεις καρπούζι Αύγουστο μήνα κ να χει ορμονες. Του το πας πίσω ή παίρνεις ένα τζιν κ το κανεις κοκτέιλ;
    -Το κοβεις το καθαριζεις μεσα και το γεμιζεις σαγκρια. Με τις ορμονες θα γινει καυλοζουμο (εδώ)
  • ουρλιάζει ο τράγκας για την "παρηγορητική αγωγή" και την θρησκεία εν μέσω αναφορών στους χορηγούς της εκπομπής του, βεζνινάδικα & καβλόζουμα (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικώς το καζανάκι. Γιαγιαδισμός. Στην Καναδία ξέρουμε τι είναι. Κι αν αυτοί οι ξενέρωτοι νομίζουν ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε, γελιούνται οικτρά. Υπάρχει σε κάθε σπίτι που υπάρχει και γιαγιά *. Πρόκειται για το δικό μας καταρράκτη τσέπης.

Κατά κυριολεξία, όχι οποιοδήποτε καζανάκι, αλλά εκείνο το κακοφορμισμένο, επίτοιχο ** από βαρέως τύπου μαντέμι με το αυτοσχέδιας στήριξης πλέον φλοτέρ και την ορφανή από χερούλι καδένα που δε λέει, όπως κι ο ορίτζιναλ νιαγάρας να σταματήσει να τρέχει στη λεκάνη μα και την πλάτη του επικαθημένου εις τον θρόνον (σε απόλυτη αρμονία με τη λαϊκή σοφία των ελληνικών καφενείων: οι θέσεις δεν πρέπει να είναι αναπαυτικές, προκειμένου να ανανεώνονται ταχύτερα οι πελάτες).

*πέριξ της επταετίας η Ελλάς επλημμύρισε (sic) από νιαγάρας που τοποθετούντο σχεδόν σε κάθε δημόσιο κτήριο (σχολειά – γυμναστήρια-κτελ-δημόσιες τουαλέτες) αλλά και πλασάροντο στους ιδιώτας ως τα αθάνατα καζανάκια. Είχε εγγίσει πλέον η ώρα να γίνει το λουτρό σύστημα και να κοπεί η συνήθεια της υπαιθρίου πραγματοποίησης της ανάγκης.

** "Τύπου νιαγάρα" τα ονομάζει πια η αγορά - υπήρχε και επιγραφή στα γνήσια "δα μπεστ ναϊάγκρα", "δα νιού μπεστ ναϊάγκρα", "δα βέρυ μπεστ ναϊάγκρα" κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι κάποια αντικείμενα εδραιώθηκαν στην καθομιλουμένη με το όνομα της μάρκας τους αντί της ιδιότητάς τους (βλ. άβα αντί για υγρό πλυσίματος πιάτων κι ας ήταν πάλμολιβ, τάιντ αντί απορρυπαντικού ρούχων κι ας ήταν ρολ κτλ), ήταν λογικό να επικρατήσει ο νιαγάρας που ακούγεται στο επαρχιώτικο αυτί αστικότερος, πιο κοσμοπολίτικος και συνεπώς πιο ελεγκάντ από το υποκοριστικό του καζανιού.

Γιαγιά Γιώργου: Τράβηξες το νιαγάρα;
Γιώργος: Άσε μας ρε γιαγιά..
Πλάτωνας: Τράβηξέ τον νιαγάρα ρε παλιομαλάκα, καλά σου λέει η γυναίκα θα μας ψοφήσεις πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τόκα, τοκάς

Πόρπη ή αγκράφα ζώνης, όπως τη λένε στην βόρεια Ελλάδα. Από την τουρκική toka (εδώ).
όποιος βρει αυτήν με τις σφαίρες...

απ' το τουίτερ
1. Αντρας που στην ζωνη εχει τοκα με μπλε λεντακια, κ περναει κυλιομενο μηνυμα "Savvas the lover". ΕΞΥΜΝΩ.
2. Ψιλοκάβαλο παντελόνι πουκάμισο με στρας από μέσα ζώνη με τόκα σκαρπίνι μαλλί ζελέ πλάγιο.
3. μονο οταν φορεθει πουλοβερ μεσα απο ψηλοκαβαλο τζην και ζωνη με τοκα θαχει τερματισει το 80ς
4. Ξεκρεμάς το τζιν πίσω απτην πόρτα. Έχει απάνω ζώνη. Με τόκα μεγάλη & βαριά. Κρέμεται. Το φέρνεις κοντά για να το βάλεις. Χτυπάς τ' @@ σου. Άουτς
5. Πάλι καλα... τις προάλλες κάποιος φορούσε στη ζώνη τόκα φτιαγμένη από σφαίρες... μα είναι δυνατόν;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το βερνίκι νυχιών όπως το λένε (παρωχημένα;) στην βόρεια Ελλάδα. Από τη γαλλική augée.
Στο νότο είναι το γνωστό μανό(ν), άγνωστης ωστόσο ετυμολογίας, πιθανότατα παλαιά εμπορική ονομασία. (απ' εδώ).
τύπου Οβελίξ

  1. Νευρικό κλονισμό υπέστη φοιτήτρια από τη Θεσσαλονίκη που προσπαθούσε να αγοράσει όζα στην Αθήνα. (εδώ)
  2. Και χημεία να μην τελειώσαμε, την μίξη οζα+ασετόν παντα την πετυχαίνουμε!! (εδώ)
  3. Λέω στη κοπελιά τι χρώμα όζα σου αρέσει και με κοιτούσε σαν σπάνιο γραμματόσημο.
  4. Ξυπνάς πρωί ..ζητάς γαλλικό και πάει και σου φέρνει η άλλη μανό-όζα να σου βάψει τα νύχια... (εδώ)
  5. Μετά την Θεσσαλονίκη...μόνο τα ασετόν είναι περήφανα για την λέξη "όζα" (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό, μειωτικά, με την έννοια ότι είναι και αυτό ένα πλαστικό, που αφαιρεί από τον ρομαντισμό της ερωτικής πράξης.

  1. Βγάζω την σαμπρέλα ζητώντας της να "καθαρίσει" ότι απέμεινε πάνω μου.
  2. Μην κάνετε στοματικό χωρίς σαμπρέλα, θα κολλήσετε τίποτα. (Από σάη για ενήλικες).
  3. πω μιλαμε φρίκαρα! τα αφροδίσια τα κολλαμε ολοι ακομα και με εναν να εχει παει μπορει να της κολλησει το οτιδηποτε! αυτες οι αποψεις ειναι ντροπη και επικινδυνες για ολους μας και στην υγεια κ στα μυαλα! και εμεις για να ειμαστε κιμπάρηδες θα πρεπει να πηγαινουμε ακάποτοι μη και μας πουν τζούφιους οι "μερακλήδες"? θα θελα πολυ να δω εναν "κιμπαρη" να του καιγεται το απαυτο του απο κανα κονδυλωμα, καμια μολυνση, να δω ποσο μαγκας ειναι!
    -Μα τι λετε μανδάμ! Τι ικανοποιηση να απολαυσει με τη σαμπρελα ! Ο κιμπαρης διαλεγει τη γυναικα δεν παει με ό,τι να 'ναι. Υπαρχουν και χορτασμενοι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιατρικά και μη παραφερνάλια που αφορούν στο μουνί, τα λεγόμενα και μουνικά.

Δεν βρήκα σχετική παραπόμπα στο γούγλε γούγλε, αλλά καταγράφω από μνήμης σχετικό ποιηματάκι μου λέγαμε στο δημοτικό τότε που η Ακρόπολη ήταν στα μπετά:

Γιατρέ που γιατρεύεις τα κορίτσια

Πάρε τα σύνεργα, τα μούνεργα

και πιάσε μου την πούτσα

και χώς' τηνα στο κώλο σου

να κάνει πλάτσα-πλούτσα..

Λολοπαίγνιο εκ των μουνί και σύνεργα.

Ιατρικά μούνεργα Παραϊατρικό μούνεργο άκα συμπλήρωμα διαστροφής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγριμικό και αγρινικό

Είναι το άγριο ζώο, τ’ αγρίμι, σε γλώσσα παλιά αγροτική/κτηνοτροφική/κυνηγετική, αλλά και ποιητική. Είναι ακόμη ποιμενικός δαίμονας (που βλάπτει τα πρόβατα, κλέβει τα γάλα κ.ά), καλικάντζαρος καθώς και προσωποποίηση του κακού, όπου δει.

«...Ε, Λία μου. Χοντρό δεντρό
πόχεις στη ρίζα κρύο νερό
και στην κορφή χρυσό σταυρό.
Να ζε φυτέψου στο βουνό, φοβάμαι για τ’ αγριμικό
να ζε φυτέψου στο γυαλό, φοβάμαι για σκυλόψαρο
να ζε φυτέψου στην καρδιά, να ζ’ έχου νύχτα και ταχιά...» (εδώ)]

Πρόσφατα ήρθε στο προσκήνιο γιατί φέτος, το έργο της Μαρίας Παπαδημητρίου “Αγριμικά” είναι η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στην 56η Μπιενάλε της Βενετίας.
“Αγριμικά”, το  έργο της Μαρίας Παπαδημητρίου

Αγριμικά είναι η ελληνική λέξη για τα ζώα που δε μπορούν να εξημερωθούν. Αλεπούδες, κουνέλια, αγριογούρουνα. Αγριμικά αποκαλούσαν και τους αρχηγούς της αντίστασης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα προκαλεί πολλές ανησυχίες που κυμαίνονται από την πολιτική και την ιστορία την οικονομία και τις παραδόσεις, την ηθική και την αισθητική, τον φόβο του ξένου και του ακατανόητου. Είναι ένα όχημα η σκέψη αυτή, για μια σύγχρονη αλληγορία του θηρίου που ανθίσταται να γίνει ιδιοκτησία μας.

lifo

Το «αγριμικό», που βρίσκεται σε μία συνεχή καταδίωξη, γίνεται το όχημα μιας σύγχρονης αφήγησης. Έτσι, το έργο δρα ως μία αλληγορία της αντίστασης του κτήνους που αρνείται να γίνει κτήμα.

δελτίο τύπου ΥΠΠΘ

Σ’ αυτό το μαγαζί είμαι από το 47 μέχρι τώρα. Συνέχεια. Πρώτα ήμουν υπάλληλος, μετά το 75 πήρα την επιχείρηση μόνος μου και μετά αγόρασα και το ακίνητο. Με λένε Δημήτρη Ζιώγο. Η Νομαρχία έκανε λάθος και έδωσε στα παιδιά μου το επίθετο Ζιώγας. Γι’ αυτό στην ταμπέλα θα δεις «Δέρματα Μαλλιά Αγριμικά Εμμανουήλ Δημητρίου Ζιώγας». Το έχω αφήσει πια το μαγαζί στο γιο μου. (εδώ)


ο αξέχαστος και εξαίρετος πεζογράφος Δ. Χατζής στο 12ο διήγημα του στο βιβλίο του «Το διπλό βιβλίο» με τον τίτλο «Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου», παρουσιάζει τον κεντρικό ήρωα του διηγήματος του, τον Σκουρογιάννη, να συμφιλιώνεται μα την αρκούδα της Πουλιάνας και να βρει κοινή γλώσσα, ενώ με τους Ντομπρινοβίτες – δηλαδή με τους ανθρώπους — να μη μπορεί να συνεννοηθεί! Αυτό ισχύει και για όλα τα’ αγριμικά του δάσους. (εδώ)

είδος εμπορεύματος

(...) τομάρια, αγριμικά και πολλά μαλλιά συγκεντρώνονταν σε μεγάλη ποσότητα και προορισμός τους ήταν το Μπάρι, η Τεργέστη, το Φιούρι και άλλες πολιτείες της Ευρώπης. (εδώ)

και σύγχρονη χρήση της λέξης από οικολόγους (εδώ) και από κυνηγούς (εδώ)

Μπορεί να ξαναζωντανέψουν η παραμελημένη επαρχία και τα ακριτικά νησιά μας, εφόσον εντάξουμε τα αγριμικά μας στα οικοτουριστικά αξιοθέατα.

και... delivery!

Ο Περικλής Μελιγκάκος, από το Καρυοβούνι, το «αγριμικό με την καλύτερη καρδιά», όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, είναι ένας από τους ανθρώπους που κρατούν ζωντανό τον τόπο. Ψήνει με περισσή μαεστρία τη γουρνοπούλα στον φούρνο στο Νιοχώρι κι έπειτα προσφέρει τον απίθανο μεζέ από χωριό σε χωριό, στήνοντας συχνά από το πουθενά μικρά γλέντια. (εδώ)
αγριμικό delivery

Και παρατσούκλι, μάλλον προερχόμενο από επάγγελμα (εδώ)

Άγριος χορός (εδώ)


- Η πριγκιπέσα του Μάλαμα είναι το μοναδικό τραγούδι σε 8/8 που χορεύεται απο όλους ζειμπέκικο
- αγριμικο , κοντα στο απταλικο , συγγενευει λιγο με το ζεϊμπέκικο
- ναι αλλα δεν έχει το γαμημένο τελευταίο χτυπηματάκι
Η "πριγκιπέσσα", το αγριμικό απτάλικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σέ όλους "κατά Τσοβόλαν" καλαμάκι. Ετυμολογία (για τυχόν αγνοούντες): "Αυτό που ρ'φαν", ήτοι "αυτό με το οποίο ρουφάν". Προτείνεται η καθιέρωση του όρου πανελλαδικώς, διότι ούτω πέως θα επιλυθεί η μεγίστη διχογνωμία Βορρά-Νότου, σχετικώς με το "καλαμάκι" και επί πλέον θα αποφευχθούν παρεξηγήσεις βήτα ή γάμα τύπου.

Έτσι αν τυχόν βρεθείτε σ' εκείνα τα μέρη και ακούσετε:

"Πιάσ'ένα Γιάννη που ροβουλάει μ' εφτά σκουμάρες και πουρφάν!"

θα ξέρετε ότι πρόκειται για "ένα Johnnie Walker με seven up και καλαμάκι".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό πέος στην πελοποννησιακή σλανγκ. Διακρίνεται από τα κρεμαστάρια που σημαίνουν τους όρχεις. Δημιουργική υπογράμμιση της ιδιότητας του πέους να κρέμεται όταν το ανδρικό σώμα είναι όρθιο. Στην αιτιατική ενικού και στη γενική πληθυντικού παίρνει την απαραίτητη εύηχη αύξηση -νε (τον κρεμαστόνε, των κρεμαστώνε).

1) Έφαγα μια γερή κλωτσιά στη μπάλα και με πονάει ο κρεμαστός μου!
2) Τόση ώρα σου μιλάω και δεν απαντάς.. Σταμάτα να με γράφεις στον κρεμαστόνε σου πια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Τα ορνιθοσκαλίσματα, ο δυσανάγνωστος και τσαπατσούλικος γραφικός χαραχτήρας. Λέγεται στην Κρήτη.

Αλλά γιατί λέγεται έτσι; Άγνωστο (δεν βρίσκω το λήμμα στο διαλεκτικό λεξικό που έχω εύκαιρο). Πάντως, δεν ξέρω στην Κρήτη οι καλικάτζαροι να λέγονται Καλικατσούνες, κατ' αντιστοιχία με όσα συμβαίνουν με τα καλικαντζούρια (το λήμμα που μας ενέπνευσε).

Βέβαια στην Κρήτη αγαπάμε γενικά (το μόρφημα) κατσούνες (και τα καλιτσούνια, αλλά μάλλον άσχετο), γιατί κατσούνα λέγεται η κυρτωμένη βέργα (γκλίτσα) του δυτικοκρητικού βοσκού - από Ψηλορείτη και ανατολικότερα λέγεται απλά βέργα - και κατσουνωτό λέγεται καθετί κυρτωμένο ή κυρτό. Κι έτσι όταν οι παλαιοί μάθαιναν να γράφουν τους έκανε πάντα εντύπωση πόση δύναμη έχουνε αυτά τα "κουλουράκια και τα κατσουνάκια", τα γράμματα δηλαδή. Αλλά γιατί τα κακά γράμματα λέγονται καλικατσούνες δε μπορούμε να το απαντήσουμε - όμως, λιγάκι περισσότερη εικοτολογία για την ετυμολογία μετά τα παραδείγματα.

Για την ευρύτητα της χρήσης της λέξης δείτε τα λίγα αλλά δηλωτικά διαδιχτυακά παραδείγματα (στα οποία φαίνεται ότι καλικατσούνες ενίοτε ονομάζονται γενικά προβλήματα στο γραπτό λόγο, όχι μόνο κακός γραφικός χαρακτήρας - μάλλον "λάθος" χρήση αυτή).

ΓΕΙΑ ΣΑΣ , ΕΙΜΑΙ Ο ΕΤΕΟΚΡΗΤΗΣ . ΑΠΟ ΟΤΙ ΕΚΑΤΑΛΑΒΑ ΕΠΑΕ ΘΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΕ ΤΣΟΙ ΠΡΟΒΛΟΙΜΑΤΙΣΜΟΥΣ ΜΑΣ ΤΣΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΕΧΩ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΠΙΑΣΩ ΤΟ ΚΟΝΔΥΛΙ ΤΣΑΙ ΤΗ ΠΛΑΚΑ ΘΑ ΣΑΣ ΕΖΗΤΗΞΩ ΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΤΑΙ ΤΣΟΙ ΚΑΛΙΚΑΤΣΟΥΝΕΣ ΜΟΥ. πηγή.

Στην εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού ιστορείται ως γνωστόν ο Ιησούς εν μέσω Μωυσέως και Ηλιού. Ο προφήτης Μωυσής κρατεί ως ευανάγνωστο από τον καθένα χαρακτηριστικό της ταυτότητός του τις πλάκες των δέκα εντολών. Πλην όμως, δεν είναι καθόλου ευανάγνωστες οι πλάκες διότι οι εικονογράφοι αγνοούντες άλλωστε την εβραϊκήν έγραφαν απλώς διάφορες καλικατσούνες που να ομοιάζουν με την εβραϊκή γραφή. Ο λαϊκός εικονογράφος όμως, μέγας και πολύς Παρθένιος, ετόλμησε να κάμει τες πλάκες ευαναγνωστότατες από τον πάσα ένα. Και ιδού τι εσοφίσθη: έγραψε σε αυτές το Ελληνικό Αλφάβητο! πηγή.

Στη θεωρια φαινεται σωστο αλλα απο τη βιασυνη μου εκανα κατι "καλικατσουνες" που πολυ αμφιβαλω αν θα βγαζουν νοημα. Ελπιζω οπου οι εξεταστες αδυνατουν να καταλαβουν τι λεει λογω... κακου γραφικου χαρακτηρος, να τα λαμβανουν ως σωστα. πηγή.

οταν βλεπω τετοιες ποστ, το μονο που σκεφτομαι ειναι τι καλικατσουνες κανω. πηγή

Πάντως ναι, προκειμένου να κάνεις Άλδειες καλικατσούνες με τα ελληνικά στοιχεία (μπλιαχ), πολύ ωραιότερο κάτι όψιμο και ώριμο σαν την τυπογραφία του 1750, που αντιπροσωπεύει ο Αλέξανδρος… πηγή (μακάρι να την πρόσεχαν λιγάκι περισσότερο τη λέξη εκεί στου κυρ-Σαράντ).

άμα γύρισε ο έρμος ο Μπουζιάνης και ζωγράφιζε τέτοιες «καλικατσούνες» πού να τον πάρει σοβαρά η Ελλάδα του 35, του Μεταξά, του επαρχιωτισμού, της φτώχειας και της προσφυγιάς. πηγή.

Λίγα περισσότερα για την ετυμολογία: από τη μπροστινή μεριά της λέξης έχουμε αυτό το καλι- που μπορεί να ήταν κάποτε και καλ-ι- (δηλαδή με ένα ευφωνικό -ι-, όπως στα καλτσούνια-καλιτσούνια) και η λέξη να ήταν καλκατσούνες. Και το καλι- ως μπροστινό μέρος υπάρχει και σε άλλες λέξεις της Κρήτης, όπως το καλικώνω (βάζω παπούτσια, αλλά άσχετης προς τους εδώ σκοπούς μας ετυμολογίας - βλ. καλιγώνω ψύλλο) και το καλιμέντο (=καλό αποτέλσμα) που ίσως να έχει σχηματιστεί από το καλός+ μέντο (κατ' αναλογία προς το φαλιμέντο, τραταμέντο κ.α.). Άρα κάτι βρίσκουμε με το καλι- ως πρώτο συνθετικό, που θα μπορούσε ίσως να μας εξηγήσει ότι καλι-κατσούνες = (ειρων.) ωραίες κατσούνες. Αλλά πολύ εικοτολογία.

2) Από κει και πέρα καλικατσούνες βρίσκω ότι λέγεται και ένα είδος πτηνού στα Αιγαιοπελαγίτικα Νησιά. Λέτε οι καλικατσούνες να είναι τα σκαλίσματα της καλικατσούνας και όχι της όρνιθας;

Δεν επιτρέπω σε κανένα να εμφανίζεται ότι διαθέτει μεγαλύτερη περιβαλλοντική ευαισθησία από μένα. Αν κλείσουν οι ιχθυοκαλλιέργειες και φύγουν οι εργαζόμενοι από τη Λαγκάδα θα κλείσουν και τα σχολεία. Στο τέλος θα μείνει το χωριό με γλάρους και καλικατσούνες. πηγή.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified