Παλιά λέξη για το σεσουάρ. Επειδή φυσάει.
Ρε κούκλα μου, πούστοδιάολο το έβαλες το φυσητήρι, το ψάχνω σα μαλάκας και κοντεύω να συναχωθώ...
Παλιά λέξη για το σεσουάρ. Επειδή φυσάει.
Ρε κούκλα μου, πούστοδιάολο το έβαλες το φυσητήρι, το ψάχνω σα μαλάκας και κοντεύω να συναχωθώ...
Got a better definition? Add it!
Η ακραία ρόμπα, ο υπερθετικός της ρόμπας.
Θα γίνουμε ρόμπα! Και τι ρόμπα! Ξεκούμπωτη!
Βλ. και ρόμπα λουλουδάτη, ρόμπα καπιτονέ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οργιαστική κραυγή που εκστομίζει κάποιος όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του
Τι κοινό έχουν η καψούρα για ένα Λίλιαν, το κόλλημα με την μπάλα, το πάθος για τα αυτοκίνητα ή τις μηχανές η ακατάσχετη λημματοδοσία, ο κάθε φανατισμός (πολιτική , θρησκεία, οικολογία) και η ανορθολογική επιθυμία να αγοράσεις εδώ και τώρα το τελευταίο iPod; Σε κάθε περίπτωση, ο εγκέφαλος υφίσταται μια μεθυστική χημική καταιγίδα νευροδιαβιβαστών όπως η ντοπαμίνη και ορμονών όπως η ωτυτοκίνη (στις γυναίκες) και η βασοπρεσίνη (στους άνδρες).
Με άλλα λόγια, οι αντιδράσεις του οργανισμού κυριολεκτικά προσομοιάζουν αρρώστια!
Δυστυχώς ή ευτυχώς κάθε τέτοια αρρώστια είναι παροδική γιατί, στην αντίθετη περίπτωση όπως επισημαίνει σχετικό άρθρο η ανθρωπότητα θα είχε σταματήσει στο Μεσαίωνα και οι Γιαλόμες θα εργάζονταν επί 24ώρου βάσεως, για να θεραπεύσουν τις πνευματικές μας βλάβες.
«Θρύλε είσαι αρρώστια μου μεγάλη, είσαι ζάλη στο μυαλό» (αλιεύτηκε στα διαδίχτυα)
Ιστορία μου αμαρτία μου λάθος μου μεγάλο είσαι αρρώστια μου μες στα στήθια μου και πώς να σε βγάλω (Μουσική: Γιώργος Μανίσαλης, Στίχοι: Κώστας Ψυχογιός)
Ένα ομαδικό πίπωμα, ήταν απόλυτη αρρώστια 5 απίστευτες μουνάρες γονατιστές να κάνουν πίπες με όλη τους τη τέχνη σε 9 ψωλές και να τρίβουν τα μουνάκια τους! Ρεβεγιόν με παρτούζα στην Πάτρα
(αμαν αυτές οι Πατρινές!)
Σήμερα λοιπόν στην πόλη του Newcastle, είχε γαμώ τις λιακάδες, έπαιζε και η Newcastle United και γινόταν πανικός στο κέντρο. Βγήκα λοιπόν για καφέ. Ααααχ αρρώστια. Μπήκε η Ανοιξη και οι Αγγλίδες απο ξέκωλες λόγω της φυλής τους τώρα κυκλοφορούν με minimum ένδυση. Πολύ χαλαρωτικό το view, ειδικά μετά από μια κουραστική εβδομάδα.
(Το παλλικάρι αυτό παθαίνει αρρώστια με ... αγγλίδες! Ας του δώσει κάποις μια να συνέλθει!)
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση «ψύλλο καλιγώνω» (εναλλακτικά συναντάται και ως «ψύλλο πεταλώνω»), χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον πανέξυπνο και επιτήδειο άνθρωπο. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η αδυναμία πραγματοποίησης του γεγονότος που περιγράφει, δηλ. να μπουν πέταλα σε ένα μικροσκοπικό έντομο.
Εξαιρετικά εκφραστική και αδύνατον να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.
Πάντως στο μυαλό είμαι αποδεδειγμένα μεγαλύτερη σου και χωρίς να χρειαστεί να καταβάλω ΚΑΜΙΑ απολύτως προσπάθεια. Εκεί,όλοι είναι,ακόμα και η ανηψιά μου που είναι τριών χρονών και πεταλώνει ψύλλο.
Μας κάνει και νοιώθουμε εξ΄αλλου τόσο καλύτερα αφού υπάρχουν ΤΟΣΑ χειρότερα απο μάς τέρατα τριγύρω μας – κι΄εκτός αυτού, επιτρέψτε μου, είναι και πολύ στα πάνω της η Αννίτα ως γυναίκα σ΄αυτή τη φάση, κακά τα ψέμματα. Και τα τέρατα να μη βλέπεις, αυτήν την χαζεύεις, πώς να το κάνουμε : Πεταλώνει ψύλλο το άτομο…
Got a better definition? Add it!
Το κεφάλι, ο νους, η κούτρα.
Σε φράση «δεν κόβει η γκλάβα του» εννοούμε τον χοντροκέφαλο, αυτόν που έχει αι-κιου ραδικιού.
Από ρεμπέτικο φόρουμ:
Ακούγεται στο τραγούδι: «Πέντε μάγκες» (1936)
Στ., μουσ.: Γ. Εϊτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς)
Ερμην.: Αντ. Καλυβόπουλος
«...Δύο τάλιρα
τον δίνεις
τρία θα σε δώσουμε
αν η γκλάβα θα γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε...»
Για να δούμε τι θα κατεβάσει η γκλάβα σου τώρα που βγήκε στη φόρα η ματσαρακιά που έκανες στον Μιχάλη!!
Got a better definition? Add it!
Τα σκουλήκια, στα Κυπριακά. Το σκουλουκούθκιον ετυμολογείται εκ του σκωλήκιον (σκουλήκι).
Σκουλουκούθκια τση θάλασσας αποκαλούνται στην Πάφο οι γαρίδες.
«Επεθυμήσαν να πιαν πραγματικό μαρούλι που τη φρουταρία, ολοχώματο τζαι να θυμίζει ότι όντως εμεγάλωσε μες στο χώμα, τζαι με κανένα-δυο σκουλουκούθκια για να δείχνουν ότι εννε πολλά ψεκασμένο» (από βλόγιο)
Got a better definition? Add it!
Βλ. τα λήμματα GTP, gtpk, για τον πέουλα.
Το προφυλακτικό.
Το μουνί, ο κώλος, και οι άλλες οπές του σώματος, μέχρι των πόρων του δέρματος κατά GATZMAN.
Απορία: Πώς ξεχωρίζουμε μία μάρκα προφυλακτικών που είναι για τον πούτσο, λ.χ. επειδή σπάει πολύ εύκολα, αφού όλα είναι για τον πούτσο;
Ασίστ: Βικάριος.
– Άσε, τα προφυλακτικά Mycenean είναι τελείως για τον πούτσο! Το έκανα χτες με μια Σουηδανή κι έσπασε πάνω στην ολοκλήρωση. Με βλέπω να κάνω κανά Σουηδανάκι...
– Γιατί και τ' άλλα προφυλακτικά για τον πούτσο δεν είναι;
– Ναι, αλλά τα Mycenean είναι για τον πούτσο για τον πούτσο!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται ειρωνικά για να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο που θεωρούμε πολύ έμπιστο γιατί είναι στενός συγγενής μας, δεν είναι και τόσο στενός συγγενής μας, οπότε ούτε και τόσο έμπιστος. Γενικώς, για καταστάσεις τρέχα γύρευε και ελληνοφρένειας.
Η έκφραση είναι ακόμη πιο τιραμισουρεαλιστική όταν τη λέει άνδρας, που δεν μπορεί να έχει συνυφάδα, εξαιρουμένης της Τήλου.
- Και πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι θα βρούμε εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό;
- Μου το έχει εγγυηθεί ο μπατζανάκης του αδερφού της συνυφάδας μου. Αυτός είναι στα μέσα και στα έξω!
- Α, κατάλαβα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Το σκατό στα καλιαρντά. Γνωστό και ως κουλ-κουλ
Ο Πετρόπουλος υποθέτει οτι προέρχεται ή από το τουρκικό kule (πύργος) ή από το Ιταλικο culo (πάτος).
Επίσης χρησιμοποιείται και ως έκφραση: «κουλά»! (σκατά, τρίχες!)
Τα έφτιαξες με λατσομπουριάρη τζαζμπερντεροπουρό; Μμμμ τι μας λες! Κουλά ντε Παρί!!
Got a better definition? Add it!