Further tags

Στα μεσσηνιακά ως μπιντόνα (θηλυκό) εννοούμε τον ντενεκέ, το δοχείο στο οποίο αποθηκεύουμε προϊόντα όπως λάδι, ελιές κ.α. Επίσης παλιές μπιντόνες χρησιμοποιούνται ενίοτε από οικοδόμους για μεταφορά λάσπης, νερού και για άλλες χαμαλοδουλειές.

Μεταφορικά, μπιντόνας (αρσενικό) χαρακτηρίζεται ο χαζός, ο βλάκας.

  1. - Ο μπαρμπακώστας από τα Φουρτζοκρέμμυδα θέλει να στείλει 20 μπιντόνες λάδι για τα παιδιά του στην Αθήνα. Πόσα να του πάρω;
    - Είναι καλός άνθρωπος ο μπαρμπακωστας, πάρτου ενα 50αρι κει χάμου μωρέ, καλά είναι.

  2. - Γαβρίλο, πήγαινε μεχρι την πομόνα, πρόσεξε το λουρί που γυρνάει, πίσω από την πόρτα, κοίτα πρώτα μην έχει λουμώξει κανα φίδι, έχω δυο μπιντόνες. Φέρτες να τις γεμίσουμε νερό, να πάμε να ποτίσουμε τις κολοκυθιές, γιατί θα ξεραθούν οι κακομοίρες.

  3. Ρε τι μπιντόνας είναι αυτός; ΕναΝ καφέ σου ειπαμε να φτιάξεις, και τον έκανες νερόπλυμα κι αυτόν. Σάμπως δε κάνεις για τίποτα μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γαμπάγαλο χαρακτηρίζεται ο μυς ο οποίος εκφύεται από τα οστά της κνήμης και της περόνης και καταφύεται στην ποδοκνημική άρθρωση.

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την ένωση των ουσιαστικών γάμπα και αστράγαλος.

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την περίπτωση που η γάμπα ενός ατόμου δεν ξεχωρίζει από τον αστράγαλο. Εξού και γαμπάγαλο.

Θεωρείται ιδιαίτερα αντισεξουαλικό γνώρισμα (ειδικά στις γυναίκες). Το γαμπάγαλο εμφανίζεται συχνά στα παχύσαρκα άτομα, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί κανόνα. Εμπειρικές μελέτες έχουν συνδέσει την ύπαρξη του γαμπάγαλου σε άτομα που δεν γυμνάζονται ή/και κάνουν καθιστική ζωή και ταυτόχρονα ανθυγιεινή διατροφή.

  1. Δικέ μου τώρα κατάλαβα γιατί η Διώνη δεν φοράει ποτέ σαγιονάρα αλλά πάντα παπούτσια. Έχει γαμπάγαλο.

  2. - Ωραίο το γκομενάκι, τι λες και συ;
    - Δεν έχεις άδικο μινάρα μου, αλλά με χαλάνε τα πόδια της. Έχει γαμπάγαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εισήγαγε μια που πουλούσε χαλιά στην τηλιόραση, Μοιραράκη αϊ θίνκ, για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου και του μπορντώ ίσως.

Σας παρουσιάζω τώρα μια υπέροχη μπουχάρα, μπορδοροδοκόκκινη...

(από bright, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κανάτα που χρησιμοποιούμε για νερό ή κρασί.

Γέμισε το μαστραπά νερό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιχλιμπίδι, το κρεματζόλι, το διακοσμητικό εξάρτημα στα καλιαρντά. Από το ιταλικό arlecchino.

Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές στα καλιαρντά. Μάλλον λόγω του ότι εννοείται ο καφές που όλοι ονομάζουν «τουρκικό», ενώ εμείς τον λέμε ελληνικό (βλ. λίνκι για την πιθανή του προέλευση).

Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. (Αποκατέ).

Diedwste! (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο «προβολέας παρακολουθήσεως», ο προβολέας δηλαδή που εκπέμπει ισχυρή και συγκεντρωμένη δέσμη φωτός. Χρησιμοποιείται σε διάφορες σκηνές θεαμάτων (θέατρο, συναυλίες, τσίρκα κλπ) για να φωτίζει ένα συγκεκριμένο κομμάτι της παράστασης, δίνοντάς του έμφαση, ιδίως κάποιον πρωταγωνιστή.

  1. Από εδώ:

Όταν πρωτοήρθε το «Holiday on Ice» στην Αθήνα δούλεψα ως μεταφράστρια του αρχιφωτιστή. Κάποια στιγμή άρχισα να χειρίζομαι η ίδια το κεντρικό «κανόνι». Φώτιζα τους πρωταγωνιστές. Μαγεία!

  1. Από εδώ (εμπορικός κατάλογος):

Προβολέας παρακολουθήσεως (κανόνι) 2000W, 5,5° - 12°, 1 με condenser φακό & ρυθμιστή Focus & Zoom (soft & hard), διακόπτη on-off, ίριδα, Shutter 4 μαχαιριών, [...]

(από patsis, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το σημείο που αράζει, που ακουμπά, που βολεύεται ο κώλος. Πιθανώς κατά το αραξοβόλι.

Προτιμώ την γραφή -κωλ- αντί του -κολ- ή -kohl-.

Από εδώ:

Και κάπου έχουμε τρελαθεί , πριν λίγο καιρό αγόρασα αερόστρωμα κατά των κατακλίσεων για ολόκληρο κρεβάτι με απόδειξη και εγγύηση αντί 140 € *, τι σόι προσφορά είναι το διαφημιζόμενο με 340 € , έχει χρυσές γιρλάντες στο αραξοκόλι ;

Σ.σ. Το αερόστρωμα είναι «... ένα ειδικό στρώμα που λειτουργεί μόνο με αντλία, η οποία ουσιαστικά, αφού ρυθμιστεί, το φουσκώνει και το ξεφουσκώνει. Προλαμβάνει τα έλκη κατάκλισης, καθώς ο αέρας εναλλάσσεται τμηματικά μέσα στους αεροθαλάμους. Έτσι, κανένα σημείο το σώματος δεν πιέζεται συνεχόμενα αλλά αερίζεται και δεν ιδρώνει». Πηγή εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Καρακλασική ατάκα αμφίθυμου θαυμασμού για την εμφάνιση και σεξουαλική ρώμη τινός. Φυσφιρής είναι ο φανταχτερός, ο κυριλές, ο καγκουρογαμόσαυρος, αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει».

Η εναλλακτικά χρήση του φιρφιρή που σημαίνει φλώρος καθιστά το τσιτάτο περισσότερο αμφίθυμο έως και προσβλητικό (βλ. 4ο παράδειγμα).

1. μας το κανε αυτο ενας καφρος θειος,ημουν εγω 5 και ο αδερφος 4 και σε μια μαζωξη μας εστειλε να πουμε στον κολλητο τους (μπαμπα και θειο) τον μητσο «γεια σου ρε μητσο φισφιρη που χεις μια πουτσα σαν σφυρι», ε το παμε μπροστα σε 20 ατομα και μας εκραξε ο πατερας και δεν πιστευε οτι μας εβαλε ο θειος να το πουμε, και η παλιοκουφαλα ο θειος γελουσε.

2. Lolipop,lolipop ouuu loli loli loli lolipop. Αφιερωμενο στον Βαγγελα τον φισφιρη που χει μια πουτσα σαν σφυρι #Meimarakis

3. Tραβέλια με προσόντα: H Ναντια ειναι ο νεος John Holmes (ή Τελης Σταλονε αν μεινουμε σε Ελληνικα πλαισια) Γεια σου Ναντια φυσφιρη, που χεις μια ουτσα σαν σφυρι ..

4. Ο Π. Τατσόπουλος ξαναχτύπησε… Φιρφιρή, Φιρφιρή, με τον πούτσο σάν σφυρί.

(από σφυρίζων, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καρφιτσάκι με το φιογκάκι και το σταυρουδάκι που βάζουμε στο γιακαδάκι όταν βαφτίζεται ένα μωράκι. Κρητικό.

Προφ ιταλιάνικης προέλευσης. Δεν βλέπω κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον σάντολο, εκτός αν πρόκειται για αναγραμματισμό από παραφθορά της λέξης. Ας μας πει κάποιος κρητικοκριτικός...

Βρήκα μια σολοντία χάμω στον δρόμο και τη μάζεψα να τη δώσω στη θεία μου που κάνει συλλογή.

(από Galadriel, 04/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified