Further tags

Τις προάλλες που λέτε είχα πάει Σ/Μ (όχι αυτό ρε, το άλλο, που πουλάει τυριά και κωλόχαρτα και μπυρόνια), όπου πληροφορήθηκα αιφνιδίως ότι βολίδα είναι εκείνος ο διαφανής πλαστικός κύλινδρος μήκους περίπου 20 εκ. και διαμέτρου περίπου 10, ο οποίος ξεβιδώνει στη μέση και χωρίζεται στα δύο, και μέσα στον οποίο τοποθετούνται τα χαρτονομίσματα όταν παραχοντρύνει το ταμείο του πολυκαταστήματος. Στη συνέχεια, η βολίδα εισάγεται στην ειδική υποδοχή που υπάρχει δίπλα στο ταμείο και σβιιιννν αποστέλλεται μέσω ενός δικτύου διαφανών σωληνώσεων στην κοιλιά του θηρίου για τα περαιτέρω (θα το έχετε δει πιστεύω).

Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το σύστημα δεν λειτουργεί ούτε με ατμό, ούτε με πυρηνική ενέργεια.

Αν κάποιος ξέρει περισσότερες λεπτομέρειες ας τις καταθέσει στα σχόλια ή ας ανεβάσει συμπληρωματικό ορισμό, Δημοκρατία έχουμε.

ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ

Οικογενειάρχης Κουβαλητής Λημματογράφος περιμένει στην ουρά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Όταν έρχεται η σειρά του, η Ταμίας, η οποία εκείνη την ώρα σκαλίζει (όχι τη μύτη της αλλά) το συρτάρι με το μπαγιόκο, αφού κόβει πρώτα τη μάπα του η οποία προφανέστατα δεν της εμπνέει την παραμικρή εμπιστοσύνη, στρέφεται σε διερχόμενη συνάδελφό της:

T. : - Εύη, φέρε μου μία βολίδα.
Ο.Κ.Λ. : - Τι είναι η βολίδα; (Ωπα!!!;;;)
Τ. : - Τίποτα, κάτι δικά μας λέμε... (δεν πάμε καλάααα...)
Ο.Κ.Λ. : - Επαγγελματικό είναι ; (λέγε μωρή!)
Τ. : - Ναι (τι 'ναι τούτος ρε ;)
Ο.Κ.Λ. : - Το κατάλαβα, γι αυτό ρωτάω (πού να σού εξηγώ τώρα βρε κοπελιά...)

(Η παρτίδα σώζεται από την Εύη που καταφτάνει με το λημματογραφούμενο μαραφέτι ανά χείρας)

Ο.Κ.Λ. : - Α, αυτό είναι που... (κοίτα ρε πούστη μου τι μαθαίνει κανείς...)
Τ. : - Ναι, αυτό είναι που παίρνει τα λεφτά και τα στέλνει...εεε...στον ουρανό. Τα βρήκατε όλα με τις αγορές σας; Εικοσιέξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτά... Ευχαριστούμε πολύ...Καλό βράδυ να 'χετε... (Ιησούς Χριστός νικά...άντε να σε διαβάσει ο παπα-Τρύφωνας άθρωπέ μου...την όρεξή σου έχω βραδιάτικα...)

Ο.Κ.Λ. αποχωρεί δίκην βολίδας επειδή κατουργιέται κι επειδή τον περιμένουνε στο σπίτι με την παντόφλα στο χέρι.

ΑΥΛΑΙΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκουρμεδιά: το ψαγμένο μεζεκλίκι, σιαγμένο με προσεγμένο τρόπο κι από σωστές πρώτες ύλες. Σαν σλανγκιά που είναι, η γκουρμεδιά δεν περιορίζεται ντε και καλά στις λεπτές κι ανέραστες γεύσεις των κατά Ζουράρι εκλεκτοφάγων. Αποτελεί τον κοινό τόπο εστίασης των ντελικατέσεν με τους ντερλικατέσεν.

Οι γκουρμεδιές βέβαια προσαρμόζονται στην εποχή. Άφθονα ρέουν τα σάλια της γκαγκαδιάρας θειάς μου κάθε φορά που μού διηγείται για πρώτη φορά τις μεταμεσονύκτιες εξορμήσεις για σκατωμένη πατσά του μπαϊλντισμένου από χαβιάρι και σολομό πλην μερακλή Βασιλιά Παύλου. Τι να σου κάνει ο έρμος, ζούσε σε εποχές που μεσουρανούσαν γκουρμεδιές με κωμικά ονόματα όπως μπιτοκ αλα ρους και βολ-ω-βαν. Νοσταλγοί των Γλιξβούργων, γεροντόφιλοι και ταξιδευτές του χρόνου μπορούν ακόμα να τις αναζητήσουν σε εστιατόρια τ. Blue Pine και L' Abreuvoir.

Η ΠΑΣΟΚική λαίλαπα (με όλα τα Κωστοπούλεια συμπαρομαρτούντα) μοιραίως σημάδεψαν το γκουρμεδιάρικο γίγνεσθαι. Η χωριάτικη πέρασε τη σκυτάλη στη σαλάτα του σεφ που, με τη σειρά της, την πέρασε στην καισαρική τοιαύτη. Απόλυτη γκουρμεδιά των ογδόνταζ η θρυλική σάλτσα ροκφόρ του Επίκουρου. Επί Σημιτικού εκσυγχρονισμού ανακαλύψαμε δειλά-δειλά τις λιαστές τομάτες, τη ρόκα, το μπαλσάμικο και φυσικά την χιλιοτραγουδισμένη αστακομακαρονάδα. Καθώς και διάφορες εισαγόμενες γκουρμεδιές τ. σούσι, τάπας, μάπας, κτλ. Μπροστάρηδες στον αγώνα εκσυγχρονισμού ο μακαρίτης Klaus Feurbach του Bajazzo, ο καινοτόμος Χρύσανθος της Ντομάτας (και μετέπειτα του Αριστερά-Δεξιά) κ.ά. γαστρονομικές δυνάμεις.

Επί Γιωργάκη οι μεταλλαγμένοι σε μηκυό πλέον ιθαγενείς ξέθαψαν με την ευγενική κοροϊδία των κ.κ. Βοθρίνι, Λαζάρου, Σκαρμούτσου και Μαμαλάκη τις εξιδανικευμένες ρίζες μας: κρόκο Κοζάνης και μουστοπιπεριές Φλωρίνης, κικιτσόπιτες από τα Ζαγοροχώρια με προσούτο Ευρυτανίας και μανιτάρια Γρεβενών (σ.ς. με τα οποία μέχρι πρότινος έτρεμε το φυλλοκάρδι μας), λούντζα Τήνου και σύγκλινο Μάνης, «αρσενικό τυρί» από τη Νάξο και κατίκι Δομοκού, στραπατσάδες και παστιτσάδες, χριστόψαρα και πεσκανδρίτσες, γαρίδες Αμβρακικού και κωλοχτύπες. Έχοντας γκώσει από την πολλή ρόκα, ο μεταγκουρμεδιάρης κατέβαζε το κότσι ρινόκερου με κουλί από σταμναγκάθι ωσάν γατοκέφαλο...

Έλα όμως που σκάσανε τα δανειοδάνεια και τα γαμοδάνεια, πλάκωσαν οι τροϊκανοί με τα μνjημόνιά τους και το αεροπλανάκι προσγειώθηκε κομματάκι απότομα (τους διεθνείς τοκογλύφους μου μέσα!). Τα μπικίνια πάπαλα, τα κεφάλια μέσα, αλλά ρε πστ η κρίση θέλει καλοπέραση. Κι έτσι ο Έλλην γκουμεδιάρης επέστρεψε στα βασικά: κάνα βρώμικο σούβλακο με σως για να γλιστράει, κάνα σπληνάντερο να λιγδώσει λίγο τ' άντερο μέχρι να κόψει ο sexy Alexi κάνα γκέουρο.

- Γκουρμεδιά στη στιγμή για αυγά «μάτια»

- Ενάντια σε όλη αυτή τη γκουρμεδιά που έχει πέσει τελευταία, έχετε καμιά βαρβάτη, παραδοσιακή και μπρουτάλ συνταγή...

- Είχατε και στο χωριό σας «γκουρμεδιές»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ νέας κοπής παραλλαγή του κομπλέ ή του κομπλέντερ, πιο αρχαιοπρεπίζουσα μάλλον, ένεκα η κατάληξη -δόν (βαθμηδόν, σωρηδόν κλπ).

ωραιος καλυτερη ποιοτητα να ειχε και θα ηταν κομπλεδον
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται (κυρίως) από άνδρες ως χαϊδευτικό/ψευδώνυμο για το ματζαφλάρι τους, παρόμοια με τα παλαιότερα και αγαπημένα Μπάμπης, Φώντας, Μήτσος, Θρασύβουλας, Γιαγκούλας, Μέγας Αλέξανδρος (Βόρεια Ελλάδα) κλπ.

Εκτός του ότι διαδηλώνει το μεγάλο μέγεθος του οργάνου, χαρακτηρίζοντας το μεγαλοπρεπές, γνωστοποιεί και τον τίτλο του σπρώκτωρα που κατέχει ο χρήστης, καθότι στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο οι Οθωμανοί έχουν συνδεθεί με την πρακτική του γάμα σούφρα.

(βλέπε και οθωμανικό δίκαιο).

- Καλώς τον λιλιπούτσειο! Aχαχά!
- Καλά, άμα βγάλω τον σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή δεν θα ξέρετε που να κρυφτείτε.
- Ίσα μωρή κυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπιέ ντε τουαλλέτ, κωλόχαρτο, εξευγενισμένο όμως, ώστε να το χρησιμοποιούμε κάθε μέρα.

Περιφρονητικό και αυτό για πτυχία κλπ...

  1. - Αγάπη μου, μην ξεχάσεις τυρί, ρύζι, γάλα και ένα πακέτο όχαρτα.
    - Εντάξει μωρό μου...

  2. - Πέντε χρόνια πανεπιστήμιο και τι πήρα; Αυτό το όχαρτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των γαμοσλανγκοτέτοιων συστατικών θεο- και -ιλα (με την καλή έννοια εδώ), σημαίνει κάτι το θεϊκό, το ανύπαρκτο, το πολύ καλό, έξυπνο, σκληρό και ανπαίκταμπλ. Χρησιμοποιείται κυρίως για έξυπνες ατάκες, για έργα τέχνης και προϊόντα τεχνικής και για ό,τι θεϊκό.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Συνθήματα θεϊλες γραμμένα σε τοίχους (Εδώ).

  2. Το βιντεάκι είναι γτπ αλλά το τραγούδι θεΐλα (Τζήζαντας στο λήμμα κάργια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες τζαπανάκια:

Σε κάθε περίπτωση, αγαπάμε τζαπανάκια.

  1. - παρε κανενα τζαπανακι να εχεις το κεφαλι σου ησυχο
    (εδώ)

- εχω τρελαθει στην αναμονη..αν και απο οτι φενεται και οτι μου ειπαν απο τη Mazda...σε 15 μερες περιπου θα το εχω στα χερια μου λογικα..αλλα αξιζει τον κοπο! Τουλαχιστον περνουμε εργαλειακι φτιαγμενο απο τους ανθρωπους-ρομποτ τους Γιαπωνεζους..και οχι ενα Μπασταρδεμενο Τζαπανακι..με ευρωπαικες ριζες!
(εκεί)

  1. - Μαμάααααααααα όλοι μου οι συμφοιτητές είναι κάτι trendy τζαπανάκια που κουβαλάνε ότι gadget έχει λανσάσει η apple τους τελευταίους μήνες, κάτι αξύριστες αριστερές γαλλίδες, κάτι hip hop αλγεριανονιγηριανοί... ένιωσα τελείως χαζή... σαν σαμπάνια σε μπιραρία αισθάνθηκα!
    (παραπέρα)

- Και όσον αφορά την προβολή γυμνού στα games, ναι, συμφωνώ πως είναι αρκετά πιο διαδεδομένη και πιο ανώριμη, αλλά περιορίζεται σε τζαπανάκια με σχολικές στολές και βυζάρες, ξωτικίνες με μικρή πανοπλία και βυζάρες ή οπλισμένες κομάντο με κοντά σορτσάκια. Και βυζάρες. Αν αυτά είναι επικίνδυνα για την ηθική της νεολαίας μας, τότε το ίδιο επικίνδυνες είναι και οι διαφημίσεις παγωτού...
(παραδίπλα)

Kawasaki Z1 900 του \'73. (από Vrastaman, 20/11/12)(από Vrastaman, 20/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ... χαϊδευτικά το ηλικιωμένο και ταλαιπωρημένο, επαγγελματικό συνήθως, αλλά και Ι.Χ. αυτοκίνητο που όμως, παρά τα χρονάκια του, τις βλάβες του και τις ελλείψεις του, λειτουργεί κανονικά, αρνούμενο να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία. Συχνά λειτουργεί και πιο αξιόπιστα από καινούργια μοντέλα τελευταίας τεχνολογίας.

Ο μάστορας στον βοηθό.
- Άντε ρε Γιώργο πάρε τη «Μαρμάρω» και τράβα να πετάξεις εκείνα τα παλιοκιβώτια.

Μαρμαρω (από iwn, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάσης φύσεως λολ και καραλόλ υποκείμενο ή αντικείμενο που προκαλεί λόλες καθώς λολάρει πάνω από την Λολάνδη με το ροφλοκόπτερό του σπέρνοντας λολοκαύτωμα φορ τεχ λουλζ.

- Το αλλο λολαδι με το playstation, ηταν που ειχα δει φιλο μου να χρησιμοποιει ειδικο υγρο συντηρησης των CD γιατι χαλαγε η κονσολα.
(εδώ)

- ααααχαχαχαχαχαχα-κόψτε ρε έναν ''γιατρό'' που βρίζει χειρότερα από λιμενεργάτης...εσένα πρέπει να σε δει γιατρός λολάδι...για το φρενοκομείο είσαι σούμπιτος, πήρα τηλ. θα'ρθουν σε λίγο τα παληκάρια να σου περάσουν το σακάκι με τα μανίκια που δένουν από πίσω...
(εκεί)

- Εσυ θα σου αρεσε καθε χρονο που παιζεις ενα συγκεκριμενο ειδος παιχνιδιου να σε λεγαμε ολοι εδω μεσα λολαδι και οτι παιζεις μουφες;προσεχε λοιπον πως μιλας,και αν δεν σου αρεσει κατι δεν χρειαζεται να κατακρινεις ας μην σχολιαζεις καν!
(παραπέρα)

Lollandreou (από Vrastaman, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού no name (=δίχως όνομα).

Επειδή γραμμένο με κεφαλαία αποτελείται από γράμματα κοινά σε λατινικό κι ελληνικό αλφάβητο, εμφανίζεται (κι ενίοτε προφέρεται εντείνοντας μια κάποια σλανγκιά (;)) και σαν νονάμε.

Ίσως να φταίει που τα «anon», «anonymous» είναι κάπως φορτισμένα εδώ και καιρό, πάντως εμφανίζεται κατά κόρον σαν εσκεμμένα επιλεγμένο πλέον κι όχι αυτόματο νικ σε διάφορα σάιτια και νετικά φόρα.

Από εκεί μοιραία διέφυγε και στον προφορικό λόγο. Έτσι:

  • Αναφέρεται ενίοτε απαξιωτικά, σε οποιοδήποτε προϊόν (αν και κάπως συχνότερα για συσκευές, μαρτζαφλέρια κι ανταλλακτικά) άγνωστης κατασκευής και έως ύποπτης προέλευσης ή άγνωστης μάρκας που συχνότατα αποδεικνύεται πως είναι η αθάνατη, διαβόητη και υπεραγαπημένη από νεοφιλελεύθερους κατασκευαστές κι εμπόρους «μ’ έκαψες». Προσόν τους, τι άλλο, η ασυναγώνιστη τιμή.

Όχι βέβαια πως όλα τους είναι μούφες. Κάθε άλλο. Ενίοτε η σχέση ποιότητας-τιμής τα καθιστούν ιδανική επιλογή, ειδικά για ό,τι δεν φαίνεται. Εξού κι αποτελούν στόχο όχι μόνο κάθε φραγκοφονιά αλλά και κάθε χιπστερά που σέβεται το όνομά του.

  • Όταν αναφέρεται σε κάποιο μωράκι ή ζωντανό υπονοεί χαριτολογώντας το ακόμη αβάφτιστο.

  • Όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο υπονοεί κυρίως τον ασήμαντο, τον τυχάρπαστο, τον τίποτα, αυτόν που δεν τον ξέρει η μάνα του, τον εκάστοτε Πίου και χρησιμοποιείται συνήθως σαν αντιπαραβολή με κάποιον πασίγνωστο, αποδεδειγμένα ικανό και αποδεκτό απ’ όλους.

1.
«Βάλαμε δέκα ντουζίνες γκαζάκια στην υπηρεσία της επανάστασης και καταφέραμε να κάψουμε μόνο επτά αυτοκίνητα. Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον απογοητευτικό! Και να σκεφτείς πως ήταν το ντεμπούτο μας ρε λογοκρισία το...», φέρεται να έχει δηλώσει ο εγκέφαλος των αγνώστων σε γνωστή εφημερίδα. -«Φταίει ο λογοκρισία ο αρχηγός μας που είναι τσιγκούνης και αγόρασε νονέιμ γκαζάκια!» δήλωσε ένας από τους αγνώστους αφήνοντας να διαφανεί μια διασπαστική τάση στις τάξεις της «φλόγας» των γνωστών αγνώστων.

2.
Άκουσα ότι αυτός που την γαμάει τώρα είναι ο εγγονός του Μίσκου με τα μακαρόνια. Και από τότε τα έκοψα και παίρνω «Στέλλα» σιγά μην του παίρνω και τις καπότες … Πάρε νονέιμ ρε από το σούπερ μισή τιμή σχεδόν και ίδια ποιότητα.
(Ο συνειδητοποιημένος καταναλωτής αναφέρεται σε μια γνωστή Ελένη)

3.
Φίλε μου δεν είναι λογική αυτή. Δείχνεις σε έναν άπειρο που ζητά πληροφορίες να αγοράσει μια σχεδόν νονέιμ μούφα και να αρχίσει τις μόντες, χωρίς καν να του εξηγήσεις το σκεπτικό σου. Ειδικά αφού έχει διάθεση να δώσει και κάποια χρήματα και να πάρει κάτι καλό που θα τον βγάλει για χρόνια, αλλά ακόμα και αν θελήσει κάτι καλύτερο να μπορεί να το πουλήσει!

4.
-Αγοράκια δεν έχει αυτή;
-Ένα κι ένα.
-Δημήτρη και Μαρία;
-Όχι! Δήμητρα η μεγάλη και νονέιμο μικρός μέχρι το Πάσχα. (sic)

5.
Πώς να ασχοληθώ με τους δικούς μου παίκτες όταν ακούω ότι αγόρασε τον Μπελούτσι 12 εκ ευρώ; Εδώ ρε καρμίρηδες δεν δώσατε 6 εκ να πάρετε τον Ρουμπέρτο Κάρλος και έχετε πάρει κάτι νονέιμ που τους βγάζετε καλύτερους και από τον Μπέκαμ. Είμαι εναντίον των απατεώνων και των ηλιθίων και οι Ολυμπιακοί πληρούν και τα δυο κριτήρια.

6.
Στο Carrefour δίπλα στο Φάκτορυ στην Πειραιώς έχει Σόνυ, Σένσισερ και κάτι νονάμε 3 ευρώ έκαστο. Στον όροφο σε κάτι καλαθάκια. Ξεστοκάρουν διάφορα.

(Πλην του 4, όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified