Further tags

Αεροδυναμικό βοήθημα σπορ αυτοκινήτου, γνωστό και ως αεροτομή. Συχνά όμως, αναφέρεται σε δύο συγκεκριμένα αυτοκίνητα που φέρουν χαρακτηριστική αεροτομή, τα Subaru Impreza & Mitsubishi Evo.

- Και τους πάτησε όλους ο Τάκης με το πουντικό χθες;
- Εεεε ναι... μέχρι που ήρθαν δύο φτερούγες και γίναμε!

(από caution, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγειρευτό μοσχαρίσιο κρέας.

Στην ελληνική κουζίνα εννοείται κρέας κατσαρόλας, κάτι σαν ραγού, με λαχανικά - σκόρδα, σβήσιμο με κρασί κλπ.

Αν πάτε έξω και δη στην Αγγλία και το παραγγείλετε θα λάβετε απλώς ένα ψητό μοσχάρι (μισοψημένο), αν καταλάβουν βέβαια τι τους ζητάτε, γιατί η ετυμολογία της λέξης είναι από την γαλλική παραφθορά της αγγλικής ονομασίας «roast beef».

sac voyage...

ροζμπίφ παραδοσιακό (sic) σε βιβλία συνταγών

Ροσμπίφ (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μπότες μάρκας Dr. Martens (αλλιώς ντοκ μάρτινς). Είναι διαχρονικά πετυχημένες εμπορικά, και στην Ελλάδα, γι' αυτό και η εξελληνισμένη ονομασία τους.

Η προσωπική μου μαρτυρία είναι ότι την δεκαετία του '90 και σε εφηβικές ηλικίες «μαρτίνια» λέγανε τα πιο τσαμπούκια κομμάτια της μάρκας, ιδίως αυτά με το σίδερο μπροστά, που ήταν λες και προορίζονταν για εργάτες μηχανουργείου. Προφανώς το νόημα ήταν να προσφέρουν ένα έξτρα όπλο στην διάθεση του κατόχου για την περίπτωση συμπλοκής, στο ίδιο στυλ με το τεράστιο κρικάρι δήθεν για τα κλειδιά (βλέπε σιδερογροθιά) και δεν θυμάμαι τι άλλο. Το όλο πακέτο ήταν διακριτό στα άλλα μέλη της βιοκοινότητας πλην γονέων, δασκάλων και λοιπών ανθρώπων της κυβερνήσεως (σιγά το καμουφλάρισμα βέβαια, αν έχεις μάτια θα το πιάσεις το υπονοούμενο), συνεπώς προειδοποιούσε τους αντιπάλους και πουλούσε την ανάλογη μούρη στις γκόμενες που την αγόραζαν.

Την ίδια περίοδο φοριούνταν πολύ και οι βέρμαχτ, οι γαμάτες μπότες με το σιχαμένο όνομα.

«Μαρτίνια» είναι επίσης σλανγκ για κάτι (πραγματικά) όπλα, τα Enfield Mk4, αλλά και τοπικός ιδιωματισμός σε διάφορα μέρη για οικόσιτα ζώα (μου είναι ασαφές, μάλλον γίδες αλλά δεν με απασχολεί το ζήτημα).

  1. Από εδώ:

Kι εγώ είχα και vermacht και doc. martins και αντί για flying -αντιδραστική και καλά- είχα πάρει μπουφάν λύκο. Το άλλο με το πορτοκαλί από μέσα αλλά πιο μακρύ και με κουκούλα με λίγο γούνα (ακόμα το χω κάπου στην ντουλάπα μου). Εννοείται ότι τα μαρτίνια τα φορούσα χειμώνα καλοκαίρι με φούστα με κολάν με ό,τι να' ναι και επίσης είχα από all star μόνο μποτάκια (προσφάτως αγόρασα μποτάκι σπέσιαλ μετά από τόσα χρόνια). Ε, το έχω ξαναπεί ήμουν λίγο Πένυ σε πιο λάιτ εκδοχή

  1. Από εδώ:

Μ μου, δεν κλωτσώ. Αν το κάνω θα χρειαστεί εγχείρηση...(διότι θα φροντίσω να φορέσω τα εφηβικά Μαρτίνια μου με το έξτρα σίδερο στη μύτη!)

Got a better definition? Add it!

Published

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα προέρχεται από τις γνωστές αργκό φράσεις σένιος και πένα τροποποιημένες κατά την μάγκικη ορολογία.

Σημαίνει κάποιον ή κάτι πολύ περιποιημένο, προσεγμένο, κυριλέ.

  1. «Και με σενιέ-πενιέ [κουστουμιά]. Πόσο ΑΡΧΟΝΤΑΣ είσαι ρε ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΕ!»

  2. [...]- Πω πω ρε φίλε γαμάτο! Και θα παίρνουμε και κρέατα από την Ελλάδα ε;
    - Ναι ρε από τον γαμπρό μου! Θα μας τα στέλνει έτοιμα σενιέ-πενιέ σου λέω! Κεμπαπάκια πλασμένα όλα τίγκα![...]

  3. «[...]Η κα Χαριτωμένη- Σενιέ πενιέ -ηλικιωμένη-με απορίες άλυτες, ούρλιαζε: »Εξηγήστε μου σας παρακαλώ, το τεράστιο αυτό ποσό!«[...] »

  4. «[...]φευγω για πραγα στην οποια νοικιασαμε διαμερισμα nove mesto, σενιε πενιε με 378/4=95 ατομο».[...]

Όλα τα παραπάνω από το δίχτυ.

σενιάν-πεινιρλί... (από MXΣ, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κούφιο αναφέρεται στο όπλο, λόγω του κενού της θαλάμης του.

Στην υπόγα , Α. ΚΩΣΤΗΣ
«Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο »

Νίκος ο τρελάκιας Ανέστος Δελιάς «Το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του, γι'αυτό δεν πάει, μάγκες μου, ποτέ κανείς κοντά του, γι'αυτό δεν πάει, μάγκες μου, ποτέ κανείς κοντά του, το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λενικό ή ελλενικό (χωράφι): Γόνιμο, μαξουλίδικο, βαλίδικο, ψωμερό, γεννηταρούδικο χωράφι.

Σε χρήση στην ύπαιθρο Χανίων και Ρεθύμνου.

[i]Προσοχή ετυμολογικά δεν προέρχεται από το ρώσικο Lenin!... αλλά σύμφωνα με το Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη από τη λέξη ελληνικό.[/i]

Ελλενικό χωράφι είναι και κάνει ό,τι κι ανε ντου βάλεις.

Λενικό χωράφι (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εϊναι τα γνωστά καλαίσθητα σαντάλια που φοράνε ανεξαιρέτως όλοι οι Ινδο-Μπαγκλαντέσο-Αφγανο-Κουρδο-Ιρακινο-Αιγυπτιο-Ιρανο-Πακιστανοί που ζουν στη χώρα μας.

Φοριέται στο φανάρι, στο μηχανάκι, στο Σούπερ Μάρκετ, στο ποδήλατο, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα σκουπίδια...

Ιδιαίτερα με την παραδοσιακή «κελεμπία» και το μουστάκι α λα 1970, δίνουν στη χώρα μας μια ανάλαφρη πινελιά καλαισθησίας και οριεντάλ κουλτούρας.

Από τα Ολ Τάιμ Κλάσσικ αθλητικά παπούτσα της Αντίντας, τα οποία συνήθιζαν οι νέοι να φορούν χωρίς κάλτσες.

Είκοσι μέτρα μπροστά μου δυο Πακιστανοί και επειδή δεν είχε φρένα το παπί τους, σταματάνε με τα Πακιστάν Σμιθ! Και να ακούγεται και Σκουιιιιιιιιιιιιίκ!!! Μιλάμε για γαμώ τες σόλες. Και τους έφερε 3000 χλμ περπάτημα, και κολύμπι στον Έβρο, και ακόμα κάργα η γόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο μάρκας λάντα, επιτιμητικά ή ελαφρώς ειρωνικά, αλλά όχι υποτιμητικά.

  1. - Ακόμα τσουλάει το κάρο ρε;
    - Ίσα ρε, δε μασάει τ' αρχίδια του ο λάντουρας.

  2. - (γκρουγκρουγκρού η μίζα).
    - Έτσι μωρή λαντούρι, πάλι καλά που το πάρκαρες στον κατήφορο.

Και ως λιμουζίνα (από Khan, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published