Selected tags

Further tags

Παλιοσχολίτικη έκφραση των 90's εμπνευσμένη από τις διαφημίσεις για τα γκοφρετάκια amaretti η οποία θέλει να δηλώσει ότι κάποιος δείχνεται υπερβολικά η ότι την βλέπει κάπως που δεν θα έπρεπε.

- Θα βγούμε με τον Νίκο σήμερα;
- Όχι ρε γάμησε τον. Βγαίνει με μια πατσαβούρα και την έχει δει amaretti να πούμε.

- Τι έχει πάθει αυτός τις τελευταίες μέρες.
- Ασ' τον, την είδε amaretti!

(1997) Διαφημιστικό / Amaretti

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που για πρωινό τρώει στεροειδή και λόγω υπερβολικής σωματικής διάπλασης γεμίζει ασφυκτικά το κάθισμα στο τραίνο ή ένα στενό πεζοδρόμιο και δε χωράς να περάσεις.

Σύνθετο, ετυμολογείται από το Ράμπο και την κατάληξη -ειδές.

Χαρακτηρίζεται ως άτομο όχι απλώς βίαιο αλλά ως άτομο που έχει φετιχοποιήσει τη βία και δεν αγαπάει ούτε άντερα του. Συντηρεί τις εταιρίες παραγωγής και πώλησης αναβολικών και τις εταιρείες συμπληρωμάτων διατροφής. Ο ναρκισσισμός του είναι σε άλλα επίπεδα και στόχος της ζωής του το "τέλειο" σώμα που οι πολλοί κοιτώντας το με οίκτο θα το χαρακτηρίζαμε τερατώδες. Υπερβολικά φουσκωμένοι ιστοί, βαρύ πάτημα, αφύσικα φαρδιές πλάτες. Πουλάει ποζεριλίκι στο γυμναστήριο και στη παραλία. Πουλάει τσαμπουκάδες στους πιο αδύναμους από αυτόν και σε γυναίκες. Το χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων ο κομπλεξισμός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η έλλειψη παιδείας με αποτέλεσμα τη προσήλωσή του σε κούφιες έννοιες όπως: αίμα, φυλή, θρησκεία, έθνος και έτσι είναι απόλυτα χειραγωγήσιμο άτομο. Συχνά αναζητά την επιβεβαίωση και χρησιμοποιεί την γυναικεία παρουσία και τους τραμπουκισμούς ως άλλοθι... έναντια στην ασεξουαλικότητα του ή την σεξουαλική του ανικανότητα λόγω των αναβολικών. Συχνάζει κυρίως σε γυμναστήρια ή σιδεράδικα αλλά και σε καφετέριες που συχνάζουν και άλλοι γορίλες σαν αυτόν. Στους χωρους αυτούς τους αναζητούν διάφοροι όπως: άνθρωποι της νύχτας για να τους προσλάβουν για μπραβιλίκια, νεοναζί για να τους στρατολογίσουν και να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, συνδεσμίτες για να τους στρατολογίσουν επίσης, αναρχικοί/αυτόνομοι/αντίφα για να τους επιβραβεύσουν για την βοήθεια που πρόσφεραν στους νεοναζί. Αν το ραμποειδές καταφέρει να τελειώσει το λύκειο (λέμε τώρα) αποκαθίστατο επαγγελματικά ως γουρούνι των ΜΑΤ (εκεί και αν βγάζει όλα του τα κόμπλεξ), αλλιώς γίνετε μπράβος σε στριπτιτζάδικο ή σκυλάδικο, ασφάλεια προσώπων, σεκιουριτάς. Τον ελεύθερο του χρόνο οργανώνεται στις νεοναζιστικές συμμορίες και στους συνδέσμους οπαδών. Υπάρχουν και μερικά δείγματα ραμποειδών που δεν ασχολούνται με ναζιστάκια και χουλιγκάνους και ειδικά αν έχουν λύσει το οικονομικό η ζωή τους είναι σπίτι-σιδεράδικο, σιδεράδικο-σπίτι. Ο δείκτης IQ τους είναι γενικά κάτω του μετρίου και είναι τραμπούκοι και ψευτόμαγκες.

Συνώνυμα: Γορίλας, σβάρτσος, ράμπο, γυμναστηριακός, ντουλάπα, φαρμακωμένος, μπιλντέρι, πρησμένος, ντούκι, σώμας, χτιστός, φουσκωτός, donkey-kong, σφίχτερμαν, μπονταίο, τίγκας, τέρας κ.τ.λ.

- Δες ρε μαλάκα το ραμποειδές με πόσο γλοιώδη τρόπο την πέφτει στη κοπέλα.
- Μου έρχεται να τον πατήσω ένα μπουκέτο στη μάπα και να τον ξαπλώσω κάτω.
- Ώπα ρε άντρα πρόσεχε τα ψωλοχύματα μη μας πιτσιλίσεις και εμάς...

ραμποειδές γορίλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λάθος πληροφορία, ψέμα ή ενέργεια αυτοπροβολής συνήθως με αποτυχία.

Τώρα που θα πας στο στρατό μην ψαρώσεις ρε, θα ακούσεις πολλές παπάτζες.

Έπρεπε να ήσουν χτες στο μπαράκι με τον Πάντελο, μας φλόμωσε στην παπάτζα ο μαν.

Πήγα για μια συνέντευξη για βοηθός λαντζιέρη και μου πούλησε ένα παπατζιλίκι ο σεφ, άσ' τα να πάνε, ούτε ο Μποτρίνι να ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρε συ μας τα έχει πρήξει ο Τζιμης όλο φλεξαρει με το καινούριο του πανάκριβο ποδήλατο!

Είναι η επίδειξη διαφόρων υλικων αγαθων (κινητά κοσμήματα ρούχα κλπ) Επίδειξη σωματικών προσόντων. Εν κατακλείδι όταν κάνεις "διαφημιση" την πάρτη σου είναι φλεξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιαιτερότητα στο DNA. Συναντάται κυρίως σε φύλα της νοτίου Ελλάδος ΣΥΝΗΘΩΣ γένους αρσενικού, όπως σε αυτά της Κρήτης κυρίως, αλλά και της Μάνης λιγότερο. Το λεβεντογονίδιο προσθέτει στο άτομο που το κατέχει την απόλυτη υπερβολή στα ΠΑΝΤΑ, αλλά κυρίως.:

-Λεβεντιά και πρωτιά: Κυρίως στην πεντοζάλη και σε άλλες λεβέντικες συνήθειες.

-Δύναμη: Ο έχων το γονίδιο συχνά θα καυχιέται για το πόσα τσουβάλια ελιά σήκωσε με τη μία ή πόσα σακιά ΤΙΤΑΝ των 50. Εξαίρεση αποτελούν οι μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι καυχιούνται ότι την πρώτη τους κήλη την έβγαλαν στην ηλικία των 6 χρονών.

-Γνώση για τα πάντα: Συνοδευόμενο από το γνωστό και μη εξαιρετέο "εγώ θα σου πω ή εμένα άκου".

Πώς θα τους αναγνωρίσεις;

-Η στολή των ατόμων αυτών, περιλαμβάνει μαύρο πουκάμισο και παντελόνι, σε κάποιες περιπτώσεις μποτικό σε ίδιο χρώμα, ΠΑΝΤΑ πάνω από το παντελόνι. Τα λεγόμενα και στιβάνια. Στις ιστοσελίδες των συγκεκριμένων ατόμων θα βρεις 8 εκατομμύρια φωτογραφίες της Κρήτης από χάρτη, από δορυφόρο, από τους ίδιους, από σουβενίρ μαχαίρι κ.α. οι οποίες θα συνοδεύονται από μαντινάδες για το πόσο ωραίος είναι ο τόπος τους και πόσο τους λείπει, Παναγίες, Καλασνικοφ στημένα σε ντουβάρι χιαστί και γενικά μια συνεχόμενη κούραση, επίδειξη και φασαρία.

-Το αυτοκίνητό, εαν ο έχων το γονίδιο είναι ντόπιος, θα είναι κάποιο πανάκριβο πικ απ με καγκελοσωλήνα και σκύλο ΜΟΝΙΜΑ φορτωμένο στην καρότσα, 5αρι φιμέ τζάμι και ανάρτηση. Εαν είναι ετεροδημότης, θα οδηγεί κούρσα δεκαετίας, με αυτοκόλλητο την Κρήτη σε περίοπτη θέση, σαρίκι στον καθρέφτη και τέρμα στο κασετόφωνο παραδοσιακά άσματα για αγάπες, ΕΚΑΜ, σφαίρες και λοιπές λεβεντομαγκιές του τόπου.

-Ρε συ... Τί καρούμπαλος είναι αυτός ο Χρήστος? Μας έχει "φάει" πια με την Κρήτη. Τί ωραία έθιμα και πόσο ωραίες θάλασσες και πόσο ωραίο φαγητό... -Ναι μωρέ, άστους να λένε... Έχουν το λεβεντογονίδιο εκεί κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published

Δάνειο από την ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται ως επιφώνημα πανηγυρικής επιτυχίας, επικράτησης ή έντονης επιδοκιμασίας. Αντίθετα απ' το αντίστοιχο των ταυρομαχιών, ο τόνος μπαίνει πάντα στο «ό».

Εκφωνητής: ..και η ομάδα μετά το 2-0 παγώνει το παιχνίδι κάνοντας κοντινές πάσες στο χώρο του κέντρου...
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα άτομα που είναι πολύ ποζάρες, με γουστέλλειψη και κάνουν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων, κυρίως με έξαλλη εξωτερική εμφάνιση, χρησιμοποιείται συχνότερα για τις Barbie.

-Είδες τι φοράει πάλι σήμερα; Το μίνι δε φτάνει ούτε στον αφαλό!
-Αφού είναι σουργελέισον ρε!

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.

Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.

Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.

Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.

- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδιλίκι είναι η πλειοδοσία σε πίστη και αφοσίωση προς μια αθλητική ομάδα, που όμως γίνεται υστερόβουλα, προς εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.

Πουλώντας οπαδιλίκι καπελώνουμε τους αμφισβητίες μας και εγγράφουμε υποθήκη για την ανάδειξη μας σε πυλώνα της ομάδας, είτε αγωνιστικά (αν είμαστε αθλητές), είτε διοικητικά (αν είμαστε παράγοντες).

Παράδειγμα οπαδιλικιού είναι οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί του διοικητικού παράγοντα Αχιλλέα Μπέου μέσα στη βροχή μετά από μια νίκη του Πανιωνίου επί του Πρέσβη ή οι δηλώσεις του προπονητή του μΠΑΟΚ Φερνάντο Σάντος, ότι ορθώς ο αμυντικός της ομάδας του Πάμπλο Γκαρσία γρονθοκόπησε εκτός φάσης τον Ντιόγκο του Ολυμπιακού, «αφού ο τελευταίος τον είχε προκαλέσει».

Το οπαδιλίκι είναι καταδικασμένο στην συνείδηση των υγιών φιλάθλων, ωστόσο εντυπωσιάζει τους ευκολόπιστους οπαδούς και αποφέρει (βραχυπρόθεσμη έστω) ανανέωση της εμπιστοσύνης τους, μέχρι το επόμενο στραβοπάτημα της ομάδας, οπότε το κράξιμο γίνεται χοντρότερο.

Το λήμμα σχεδόν απαράλλαχτα συντάσσεται με το ρήμα «πωλώ».

Συνώνυμο: βασιλικότερος του Βασιλέως

(Σχόλιο οπαδού της ΑΕΚ σε blog αναφορικά με τις δηλώσεις του Ντούσαν Μπάγιεβιτς ότι «Στην ΑΕΚ νιώθω σαν στο σπίτι μου»):

Δεν είναι οπαδιλίκι αυτό; Δεν είναι μεγάλη δήλωση; Πουλάει οπαδιλίκι γιατί το έχει ανάγκη. Τέτοιος ήταν πάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified