Further tags

κούσουλος, -η, -ο, ουσιαστικό.

  1. Ο κουτσουρεμένος, ο χτυπημένος στο κεφάλι μετά από καυγά ή από ατύχημα. Λέγεται και για ζώα π.χ. για τουμπιές (= κτυπήματα με το ανθεκτικό τους μέτωπο) μεταξύ τράγων.

  2. Στα κυπριακά: κούσουλος = ο πρόξενος (η λέξη λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένο και παραχαϊδεμένο πρόσωπο. Το ίδιο και η λέξη τσελεπής = ευγενής, που τη λέμε χαριτολογώντας με την έννοια «αγάπη μου», «μωρό μου»).

Προφανώς αυτό προέρχεται από το βυζαντινό «κόνσολος» (ίσως και με τη μεσολάβηση του τουρκ. kónsolos) με αρχικό το λατινικό consul =σύμβουλος, αξιωματούχος στην αρχ. Ρώμη.

  1. Μητέρα προς άρρεν τέκνο:
    - Πού κτύπησες το κεφάλι σου έτσι; Το έκανες κούσουλο, πάλι με τον Γιωργάκη καυγάδιζες;

Billy-goat\'s  fight (από tryager, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο βρωμύλος, δι' ευνόητους λόγους.

  2. Ο αραγματίας, ο βαρεμάρας, ο ρούχλας που βαριέται που ζει και αράζει συνέχεια σπίτι του, όπως το κουνάβι στη φωλεά του. Συνώνυμο: καναπές.

Σχετικό ρήμα: κουναβιάζω = αράζω μέσα και δεν έχω όρεξη ούτε για μπλακ κάβιαρ, ρουχλιάζω, μουχλιάζω κλπ.

  1. - Άντε ρε κουνάβι ξεκόλλα λίγο απ τον καναπέ σου να πάμε για κανένα ποτάκι.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλος σου..

  2. - Ρε μην κουναβιάζεις σου λέω, Σάββατο βράδυ πάλι στο σλανγκ θα κάτσεις, παρέα με τους καμένους;
    - Εσύ τι ζόρι τραβάς; Ναι θα αράξω σλανγκ και πήγαινε τώρα να δεις αν έρχομαι.

(από GATZMAN, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπάκα, σε μεσήλικες ή άνω των 30 (κοροϊδευτικά) άνδρες.

Κάτι ο μεταβολισμός που αλλάζει όσο μεγαλώνουμε, κάτι η σαβουροφαγία, κάτι η έλλειψη άσκησης, όλα αυτά συνηγορούν στην αύξηση της λεγόμενης σαμπρέλας. Φαινόμενο ωστόσο που οι γνώστες και οι καταρτισμένοι αποδίδουν καθαρά στην ηλικία.

- Τι χάλι είναι αυτό ρε; Εσύ δεν ήσουν έτσι....
- Εεε, γεροντόπαχα!

- Μάλλον ξεφούσκωμα γίνεται με το ποδήλατο. Εγώ όσο περισσότερο κάνω τόσο στεγνώνω, εκτός από τα γεροντόπαχα στη μέση που φεύγουν τελευταία. (από cyclist-friends.gr)

(από joe909, 05/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, από το' να μπαίνει κι από τ' άλλο βγαίνει. Φράση αγανάκτησης, που την λέμε όταν τα λόγια μας πάνε εις μάτην. Συχνά απαντάται και σαν ''μπενάκης-βγενάκης'', λόγω προφανούς ηχητικής ομοιότητας του πρώτου μέρους της φράσης με το γνωστό επώνυμο. Ίσως δε αυτή να ήταν και η αφορμή για την προέλευσή της.

Συνώνυμα: Φωνή βοώντος.

Σου λέω μάλλιασε η γλώσσα μου.... Χαμπάρι ο κύριος, μπαινάκης-βγαινάκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική απαξιωτική έκφραση που λειτουργεί παράλληλα και ως καμπανάκι κινδύνου, αναφορικά με ένα σύνολο ατόμων, το οποίο μπορεί να είναι περιορισμένο σε αριθμό ή ευρύ, για παράδειγμα, από μία συμμορία του υποκόσμου, έως το σύνολο των πολιτικών, μεγαλογιατρών, μεγαλοεκδοτών, δικηγόρων, επιχειρηματιών, ιερωμένων και δεν συμμαζεύεται, στην Ελλάδα σήμερα.

- Καληνύχτα γιαγιά. Τα λέμε το πρωί..
- Πάλι δε θα κοιμηθώ όλη νύχτα. Να προσέχεις παιδάκι μου, ε; Πρόσεξε μη σου ρίξουν τίποτα στο ποτό. Εκεί μέσα ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του..

η γιαγιά και ο καλύτερος  (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοσδήποτε χρησιμοποιείς σαν εργαλείο, για να κάνεις τη δουλειά σου δηλαδή.

1. Κυρίως χρησιμοποιείται από τον αντρικό πληθυσμό για να χαρακτηρίσει τις γυναίκες που μπορούν και κάνουν τη δουλειά (στιγμές ευχαρίστησης) και με το παραπάνω. Δεν χρειάζεται να έχει γίνει η δουλειά για να χαρακτηρίσεις κάποια ως εργαλείο, εξάλλου το καλό εργαλείο φαίνεται και πριν να το δουλέψεις.

2. Πίο σπάνια χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει και άντρες, περισσότερο για τις δεξιότητές τους στην διεκπεραίωση εργασιών που τους έχουμε αναθέσει (συνήθως θελήματα και δουλειές που κάνουν από φιλότιμο).

Ο ορισμός του εργαλείου δεν είναι υποτιμητικός, δεν χρησιμοποιείται δηλαδή για να μειώσουμε κάποιον, αλλά επαινετικά, κυρίως για την εμφάνιση ή και τις ικανότητές του.

  1. - Πο ρε Τάκη τι εργαλείο είναι αυτή η Λόλα η φίλη σου, πρέπει να μου την γνωρίσεις επειγόντως!

  2. - Μητσάρα αρχηγέ, τί έκανες με τους φακέλους που σου έδωσα τους πήγες εκεί που είπαμε;
    - Εντάξει, τους πήγα, αλλά το έκανα για εσένα, μου το χρωστάς!
    - Είσαι μεγάλο εργαλείο αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός άνθρωπος.

Από το αριθμητικό πρώτος (δηλ. ο νούμερο ένα μιας σειράς) και το μπόι, που σημαίνει ύψος (boy στα τούρκικα είναι το ανάστημα).

Ενίοτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά, δηλ. προς κάποιον αρκετά κοντό.

Να σημειωθεί, ότι πλήθος εκφράσεων έχουν την λέξη μπόι, έναντι των πιο κοινών ύψος/ανάστημα: π.χ. κρίμα το μπόι σου, ρίχνω μπόι, είναι στο μπόι μου (κάτι ή κάποιος) κλπ.

  1. Τον Στέφανο είχα να τον δώ απο πέρσι το καλοκαίρι, πρώτο μπόι έγινε!

  2. - ...κι εγώ θα παίξω μπροστά, για να παίρνουμε καμιά κεφαλιά... - Σιγά ρε πρώτο μπόι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι πολύ φορτικός σε κάποιον, τον απασχολώ επανειλημμένα με ενοχλητικό τρόπο ή για ενοχλητικούς λόγους, τον εκνευρίζω, του ζαλίζω τ' αρχίδια, του τα πρήζω, του τα σκοτίζω, του σπάω τα νεύρα, γίνομαι σπασαρχίδης, σπάω καυλί.

Λέγεται και σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου, μηχανήματος ή κατάστασης, χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένα αρχίδια συγκεκριμένου θύματος: αυτός σπάει αρχίδια.

Χρησιμοποιείται και από γυναίκες, ποιητική αδεία. Τιραμισουρεαλιστικός υπερθετικός: σπάω τ’ αρχίδια του ευνούχου.

  1. Από εδώ:

Αλάνθαστη τακτική: παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα με ύφος καθυστερημένου και ζητάς τα λεφτά σου. Μην ντρέπεσαι, αυτός πρέπει να ντρέπεται. Αν σταματήσει να το σηκώνει, βάζεις απόκρυψη, παίρνεις από άλλο τηλέφωνο, κοινώς του σπας τ' αρχίδια και ζητάς τα λεφτά σου κάθε γαμημένη μέρα. Την τακτική μου την είπαν φίλοι επαγγελματίες που κάνουν το ίδιο σε αυτούς που τους χρωστάνε και πιάνει συν ότι πληρώνουν πρώτα αυτούς που τους ζαλίζουν τ' αρχίδια!

  1. Από εδώ:

Μετά από δυο μέρες πήρα απάντηση και πήγα για συνέντευξη. Καλά ο τύπος νομίζει ότι προσφέροντας μια θέση μερικής απασχόλησης είναι ο γαμάω. [...] Τι άλλο θέλεις; Σου λέω, επικοινώνησε με προηγούμενους εργοδότες για να δεις αν είμαι αποδοτικός ή όχι. Τι άλλο θες; Μόνο θεωρίες του κώλου να μου αραδιάζεις για να νιώσεις ότι είσαι κάποιος; Το ότι είμαι τριάντα πέντε χρονών δε σημαίνει ότι γέρασα. Αν δε θέλεις απλά πες το και μη μου σπας τ' αρχίδια μια ώρα.

  1. Από εδώ:

foggy: YPARXEI KAPOIA EIDIKOTHTA POU NA EXEI SIGOURA S-K EKSW;
ανώνυμος: Ναι, παπάς. Ρε foggy όλο μαλακίες είσαι, αν δεν ξέρεις, πες δεν ξέρω. Αν δεν υπάρχει, πες δεν υπάρχει. Αλλιώς τι κάθεσαι και γράφεις μαλακίες για να μας σπας τ' αρχίδια;

  1. Από εδώ:

- Ο Σκουντης το κατεχει το αθλημα...
- Κατέχει το άθλημα συμφωνώ. Αλλά άμα αρχίσει για παίκτες της δεκαετίας του 60 σπάει αρχίδια... Και δεν μιλάω άμα κάνει εκπομπές και έχει αφιερώματα. Καλά τα αφιερώματα να μαθαίνουμε και να θυμόμαστε πράγματα του παρελθόντος. Απλά την ώρα που μεταδίδει αγώνα δεν δικαιολογείται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified