Further tags

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Ο καταφερτζής, ο δολοπλόκος, ο πονηρός, ο ικανός, ο μπαγαπόντης.

Έκφραση που χρησιμοποιείται κατά κόρον όταν γίνεται αναφορά σε άντρες, που ουδεμία σχέση έχουν με «το κούνημα της αχλαδιάς» και τα υπόλοιπα χίλια συνώνυμα, αλλά έχουν καταφέρει κάτι με δόλιο ή μη τρόπο που απαιτεί ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητες. Εκφράζει και ενδόμυχο θαυμασμό αλλά και ζήλια και φθόνο. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αιτιατική «α(ή ω-)τομπούστη», τονίζεται στην πρώτη ή την παραλήγουσα και η προέλευσή της χάνεται στο βάθος των αιώνων από τότε που υπήρχαν αθρώποι.

β. Ο Μαγκάιβερ

γ. Ο οδηγός λεωφορείου (autobus-tis) που νομίζει ότι του ανήκει όλος ο δρόμος.

  1. Ωτομπούστη τι κάνει με το έβο το άτομο, του αρέσει να μυρίζει λάστιχο φαίνεται...

  2. - Άτομπουστη, πώς την έριξε αυτή τη γκόμενα;
    - Καλά ρε μλκ, πάντα κυκλοφόραγε τα καυλίτερα νιαμού αυτός...

  3. Τόπε και τόκανε ο αθεόφοβος, ατομπούστη τον ζηλεύω...

(από VAG, 23/02/12)(από Mr. Cadmus, 23/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναλαμβάνων την «καλλιτεχνική λάντζα» ενός κέντρου διασκέδασης, ο (κ/χ)αλλιτέχνης δηλαδή που γεμίζει το πρόγραμμα με κάτι πρόχειρο και εύπεπτο μέχρι να βγει στη σκηνή μια από τις φίρμες. Λογοπαίγνιο μεταξύ των λέξεων Highlander και της «λάντζας».

«...Αυτήν τη στιγμή εμφανίζομαι ως Χαϊλάντζερ σε ένα μπαρ της πόλης, για περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων -Παρασκευή και Σάββατο- αλλά δεν με πτοεί τίποτα, γιατί ακόμα και η λάντζα αποτελεί σημείο έμπνευσης για τον Μπάμπη...»

Από συνέντευξη του Μπάμπη Μπατμανίδη στην iefimerida

Μπατμανίδης (από the_inq, 25/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Λεγόταν για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, σήμερα λέγεται για τους απογόνους τους, συνήθως με ελαφρά απαξίωση.

Η λέξη βγαίνει από την τουρκική λέξη «kabak» που σημαίνει κολοκύθι και πηγάζει από την εξής ιστορία, η οποία βέβαια δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν είναι αληθινή:

Όπως είναι γνωστό κατά την διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής επικράτησε πανδαιμόνιο στο λιμάνι της Σμύρνης, στην προσπάθεια των εκεί Ελλήνων να επιβιβαστούν σε οποιοδήποτε πλωτό μέσο για να περάσουν στην Ελλάδα. Τα πλοία και οι βάρκες που υπήρχαν ήταν όμως πολύ λιγότερα από το πλήθος με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορούν να πάρουν μαζί έστω και τα βασικότερα από τα υπάρχοντά τους, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό. Κάπου εκεί ήταν και κάποιος που κρατούσε στο ένα χέρι του το μωρό παιδί του και στο άλλο χέρι ένα κολοκύθι. Ήταν όμως αδύνατο να τα πάρει και τα δυο μαζί του. Τότε είπε κοιτώντας το μωρό: «Από αυτόν τον σπόρο έχουμε, από τον άλλο (κολοκύθι) θα βρούμε εκεί που θα πάμε;». Και έτσι προτίμησε να πετάξει το παιδί του στη θάλασσα παρά το κολοκύθι.

«Τι προσπαθείς να του ανοίξεις τα μάτια; Αφού είναι καμπαξής, αγύριστο κεφάλι...»

-Πελοπίδα, ο Γιάννης πόντιος είναι ρε;
-Όχι ρε, καμπαξης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τα εξής δύο συνθετικά:

  • Βρόμο- (βρομερός),
  • Νουμπάς (εκ του αγγλικού newbie που σημαίνει νέος σε κάτι).

Χρησιμοποείται ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μας θητείας για να μας χαρακτηρίσει ως νέους στο στράτευμα ή για να χαρακτηρίσουμε εμείς τους νεότερους από εμάς.

Συνώνυμα: ποντίκι, λαδοπόντικας, νιάτο, νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου, νιάτο, νέοπας / νέωψ, ποντικαράς και πολλά άλλα.

- Βρομόνουμπο κάτσε καλά γιατί θα πήξει το είναι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λημματογράφος, από την υπεύθυνη δημόσια θέση που κατέχει, διαψεύδει κατηγορηματικά και μετά βδελυγμίας τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες :

α) Υπήρξε ποτέ ή υπάρχει πολυεθνική Εταιρεία με το όνομα Miesens.

β) Η εν λόγω Εταιρεία είχε / έχει θυγατρική στην Ελλάδα.

γ) Ο φερόμενος ως πρόεδρος της υποτιθέμενης θυγατρικής της προειρημένης ανύπαρκτης Εταιρείας τηγκανά υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και για ασαφείς λόγους από την Ελλάδα προς γερμανόφωνη χώρα της Β. Ευρώπης.

δ) Γόνος επιφανούς Έλληνα πολιτικού δέχτηκε ως δώρο ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό από την (είπαμε) ανύπαρκτη Εταιρεία.

Επιπλέον, ο λημματογράφος, με την αίγλη του Καθηγητού Γλωσσολογίας, καταρρίπτει άπαξ και δια παντός τα φληναφήματα σύμφωνα με τα οποία η λημματογραφούμενη λέξη γράφεται κομπραδώρος ως δήθεν προερχόμενη από το όνομα εξωτικού ερπετού με ισχυρότατο δηλητήριο και την ελληνική λέξη δώρο.

[...]η λέξη, βλέπετε, ανήκει στο λεξιλόγιο των κομουνιστών [...]
Η λέξη είναι comprador από τα πορτογαλικά, και σημαίνει κανονικά «αγοραστής» (ίδια και στα ισπανικά, compratore στα ιταλικά). Στην Κίνα οι κομπραδόροι ήταν οι επικεφαλής του ντόπιου προσωπικού των ξένων εταιρειών και ταυτόχρονα οι μεσολαβητές ανάμεσα στα ξένα αφεντικά και τους ντόπιους πελάτες. Από τον ρόλο αυτών των διαμεσολαβητών, ο όρος επεκτάθηκε σε όλα τα αποικιοκρατικά καθεστώτα και στο κομμάτι της αστικής τάξης που γίνεται υποχείριο των ξένων συμφερόντων. Στα νεοαποικιοκρατικά καθεστώτα η τάξη αυτή (comprador class, comprador bourgeoisie, comprador capitalists) εξακολουθεί να λειτουργεί εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του διεθνούς καπιταλισμού, για να βλογάει και τα δικά της γένια. This way please.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό «local» και σημαίνει ντόπιος, ιθαγενής, γηγενής.

- Προς τα πού πάμε;
- Θα ρωτήσουμε τα λοκάλια.

- Δεν αντέχω άλλο καμάκι από λοκάλι, έχω ανακατευτεί πια από τις πολλές τρίχες στην πλάτη των γκρικ λόβερς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και Ριντζ Φόρεστερ: Ο ωραιοπαθής και συνάμα λιγδιάρης τύπος, ο οποίος δε χάνει ευκαιρία να διαφημίσει το πέσιμο του, θεωρώντας ότι έτσι θα ανέβει στην εκτίμηση της παρέας του, εξασφαλίζοντας έτσι το αντίθετο αποτέλεσμα. Συντ.: Ριτζ / Ριντζ.

Από το γνωστό χαρακτήρα της σειράς «Τόλμη και γοητεία»

- Δε σας είπα, χθες το βράδυ που βγήκα, την έπεσα σε τρία γκομενάκια και τσίμπησα τηλεφωνάκι από όλες.
- Ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Ριτζ Φόρεστερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καναδός Justin Drew Bieber γεννημένος την 01/03/1994 (τουτέστιν μόλις ενηλικιώθηκε) είναι από το 2009 διεθνώς υπερπετυχημένος ποπ (τι άλλο) τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός.

Το κοινό του είναι ορμονόπληκτα γουαναμπί πιπινάκια της ίδιας πάνω - κάτω (κυρίως κάτω) ΕΣΣΟ. Τα οποία βρίσκονται, βεβαίως – βεβαίως, στο πεοσκόπιο των εξίσου ορμονόπληκτων γουαναμπί γαμιάδων συμμαθητών, συναθλητών και γενικά των πέριξ γαμικών αρσενικών δυνάμεων.

Από τη μια λοιπόν, ο Justin με το μπέιμπυ – φέις και την αντίστοιχη φωνή, σαν ταλαντούχος, πάμπλουτος και διάσημος από τότε που μάλλιασε η δική του, επισείει ταυτοχρόνως φθόνο και θαυμασμό.

Απ’ την άλλη, η κατηγορία «είναι πούστης» αποτελεί πάγια τακτική αναντάμ παπαντάμ κάθε πούστη άντρα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, στον πόλεμο για την κατάκτηση του εξκάλιμπερ κάθε αξιαγάμητης.

Κάπως έτσι, προέκυψε στα εφηβικά σινάφια ο πολύ κοντά στο φλωρόπουστας όρος: σαν λογοπαίγνιο του Bieber (μπιμπερό) συν το «πούστης» (στο υποτιμητικότερό του) που, δυστυχώς, αφορά πλέον όχι μόνο το συγκεκριμένο σελεμπριτόνι, αλλά κάθε έφηβο που φατσικά τουλάχιστον, απηχεί το ίδιο φλώρικο στυλάκι, ως προς το λουκ, αν μη τι άλλο.

Επιπλέον, στα χείλη πιο ψαγμένων μουσικά, πάντα της ίδιας ηλικιακά συνομοταξίας, απηχεί και μια απέχθεια για όσους γουστάρουν μια ξενέρωτη πλην πιασάρικη ποπ, υπεύθυνη για τον μουσικό εκμαυλισμό πολλών εφήβων.


Με προτροπή του Nick Sinister απ’ το ΔΠ, αφιερωμένο στην τρόικα alexismpolis – ΜΧΣ - Vrastaman για το αποφασιστικό stimulus στα εδώ σχόλια.

- ♪♪♪♪♪♪Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε ΩΩΩ!! Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε, ΩΩΩ!! ♪♪♪
- Σκάσε πια και μας τα ‘πρηξες με τ’ άπαντα του μπιμπερόπουστα!!
- Θα το πω στη μαμά που λες έτσι τον Justin!! - Αϊ παράτα μας με τον γκέουλα.
- Δεν είναι!!
- Είναι!!
- Δεν είναι είπα!!!
- Γιες σι ιζ!!
- Μαμάάάά!!

ν\'αγιάσ΄του χεράκισ\' ντουλάπαμ\'! (από MXΣ, 23/03/12)(από Vrastaman, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του αγγλικού copy paste (αντιγραφή - επικόλληση).

Ο αντιγράφων (και επικολλών) στην ψηφιακή εποχή. Ο copypaster (αν υπάρχει σαν λήμμα) με Ελληνική κατάληξη.

Πες και κάτι δικό σου ρε, όλο κείμενα άλλων βάζεις, κοπυπαστατζή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified