Further tags

Ο άντρας που σέρνει γύρω του μεγάλη συνοδεία από θηλυκά, αλλά αγνοείται αν προχωράει στο κάτι παραπάνω, ή αν είναι απλώς για μόστρα. Είναι πάντως ταγός, αρχηγός της μουνοθύελλας που τον περιτριγυρίζει, κι όχι απλός φίλος-παρατηρητής.

- Τι γίνεται μ' αυτόν τον Ανδρέα, κάθε φορά που ανεβαίνει στην μηχανή έχει και μια διαφορετική γκόμενα στην πλάτη!
- Κι όταν φτάνουμε στο κέντρο, συνοδεύει πέντε έξι.
- Ναι, αλλά γαμεί τίποτις ο χαρεμάκιας;
- Ποιος το ξέρει...

Σύγκρινε: γκομενοβοσκός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατέληξε να σημαίνει το λαμόγιο, ύστερα από το έπος της Ζαχοπουλιάδας, που είδαμε όλοι στις οθόνες μας. Εννοείται ο «κομιστής του DVD» με τις ερωτικές περιπτύξεις του Ζαχόπουλου και της Τσέκου, που ψιλομάθαμε ποιος ήταν, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να συνεχίζει να βγάζει χοντρά λεφτά, με καλό χιούμορ τουλάχιστον...

- Καλύτερα να με πουν κυρία Υπουργού, παρά κυρία κομιστού.

(Η Μάρω Ζαχαρέα σε διένεξή της με τον Θέμο Αναστασιάδη).

- Πάντως είσαι μεγάλος κομιστής, μα τον Χριστόφορο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο λουκουμάς αναφερόμαστε τόσο στο καταπληκτικό γλύκισμα που όσοι ξέρουν το παραγγέλνουν λέγοντας: «Πιάσε ένα ντόνατς» όσο και στον αφράτο τύπο με μπαμπακωτά μαγουλάκια και, συνήθως, καστανόξανθες μπούκλες. Την όλη εμφάνιση συμπληρώνει και το σχήμα του σώματος που με λίγη, πολύ λίγη, φαντασία μπορεί να παρομοιαστεί με αυτό που φαίνεται όταν μπάλα μπάσκετ έχει μείνει στο στενό διχτάκι της μπασκέτας και έχουμε ρίξει κι άλλη από πάνω για να την κατεβάσουμε αλλά έμεινε κι αυτή (το όλο σκηνικό χωρίς το δίχτυ και τη στεφάνη και με την ανυπαρξία λαιμού να βοηθάει πολύ). Κι επειδή όλοι μας προσπερνούμε την εξωτερική εμφάνιση και βλέπουμε στην ουσία και στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, ο λουκουμάς ολοκληρώνεται και με κάποια σημάδια στο χαρακτήρα του.

Ο λουκουμάς λοιπόν αποτελεί αυτό που λέμε μαμμόθρεφτο, μη μου άπτου στα όρια αδερφής που παρακαλεί, πολύ, στις ταβέρνες να φέρουν απαραίτητα κουτάλι για όλες τις σαλάτες ώστε ο καθένας να μπορεί να παίρνει στο πιάτο του. Γενικά είναι τρελός φλωρούμπας και πίνω-γάλα-στις-9-για-να-έχω-πέσει-για-ύπνο-στις-και-μισή και κατά έναν περίεργο τρόπο όλοι τριγύρω το καταλαβαίνουν με τον ίδιο μαγικό τρόπο που ο Χάρισον Φορντ στις ταινίες που παίζει τον ευυπόληπτο καταλαβαίνει ποιοι είναι οι κακοί ακόμη κι αν δεν έχουν πιστόλι. Φυσικά χρησιμοποιείται και για τύπους που δεν είναι όλα αυτά αλλά ξέρουν την σημασία του και μόνο που το ακούνε αρκεί για να θυμώσουν όσο ακριβώς επιθυμεί αυτός που το λέει (εντάξει, ίσως και λίγο παραπάνω ή παρακάτω).

(Δύο φίλοι κάθονται κάνοντας ταβανοθεραπεία και ο ένας ξαφνικά σπάει τη σιωπή)

- Αν είναι δυνατόν. Ο Στέλιος, ο λουκουμάς, που μου ντύνεται με πουλόβερ από την εποχή του πατέρα του, έχει αρχίσει να έχει φαλάκρα και η αγαπημένη του λέξη είναι «μεαπόλα», τα έφτιαξε με το Μαράκι το παστάκι για παράδειγμα.
- Τι για παράδειγμα ρε παπάρα;
- Αν το δεις γραμμένο εκεί που θέλω να το γράψω θα καταλάβεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα Χουντάλας είναι συνώνυμο της γούνας στην Ελλάδα. Αυτό βέβαια δεν είναι διαφήμιση, γιατί εμείς στο slang.gr δεν γουστάρουμε ούτε τις γούνες ούτε αυτές που τις φοράνε και υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των ζώων, οπότε να πάει να #@!%*& ο εν λόγω κύριος...

Στο θέμα μας τώρα... Εκτός από γουνεμπόρους στην Ελλάδα είχαμε και πολλά πραξικοπήματα, με πρώτη μούρη το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 (την γνωστή «χούντα των συνταγματαρχών»). Κάποιοι ανεκδιήγητοι τύποι αποφάσισαν να σώσουν την Ελλάδα από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» κάνοντας «επανάσταση» και στέλνοντας τους αντιφρονούντες σε Γυάρο και Λονγκ Άιλαντ (Μακρόνησο). Τελικά, μετά από μια επταετία (κατά την οποία μοιράστηκαν πολλές άδειες για ταξί και περίπτερα στα «καλά παιδιά»), με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και με μισή Κύπρο λιγότερη, η χούντα έλαβε το τέλος της. Θα ήταν σενάριο για κωμωδία με ξεκαρδιστικούς πρωταγωνιστές (βλέπε τα βίντεο με τον Παττακό), αν δεν ήταν τραγωδία.

Ο χουντάλας λοιπόν είναι ο χουντικός ή ο νοσταλγός της χούντας. Λέγεται με σαφή ειρωνική διάθεση και συναντάται επίσης ως χούνταλο. Γενικά πάντως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός για κάποιον που συμπεριφέρεται σαν φασίστας (παράδειγμα 3).

Ο χουντάλας ονομάζει το πραξικόπημα του 1967 «επανάσταση». Δεν παραλείπει να λέει τι καλά και ηθικά παιδιά που υπήρξαν οι συνταγματάρχες, τι ησυχία, τάξη και ασφάλεια που επικρατούσε τότε και, κλασικά, ότι «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»...

Τώρα τελευταία μάλιστα, ο χουντάλας αρχίζει να πιστεύει πως ο Αλαβάνος είναι ο Αντίχριστος και πως η άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία τρομπέτα της Αποκαλύψεως...

  1. (Από blog)
    «Και μια ιδιαίτερη προσφορά του blog: Όποιος θέλει να δει από κοντά τον Παττακό, μπορεί να πάει μια Κυριακή πρωί στην Αγία Βαρβάρα, τέρμα Πατησίων. Πιστός χριστιανός, φυσικά, ο χουντάλας, σχεδόν 100 ετών πια, εκκλησιάζεται όποτε μπορεί να περπατήσει! Έχει καθαιρεθεί στο βαθμό του στρατιώτη, αλλά ο κ. Χριστόδουλος τον προσφωνεί ακόμα «στρατηγό»!»

  2. - Πώς τα πέρασες τα Χριστούγεννα;
    - Πώς να τα περάσω... Είχα πάει στους συγγενείς της δικιάς μου και άκουγα όλο το βράδυ τον παππού της τον χουντάλα να λέει τι καλά που ήταν τότε που τους τεντιμπόηδες τους έστελναν για διακοπές στη Μακρόνησο!

  3. (από το Facebook)
    «Άρα αυτός ή ο οποιοσδήποτε κουκουλοφόρος (nickname, μούφα εικόνα) που το μου έσβησε τα posts προάγει σκοπιμότητες εκτός facebook, ή απλά είναι σκατοχούνταλο του ελέους στο μυαλό.»

Βλέπε και χουντόσκυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι φανατική οπαδός ενός συγκροτήματος μουσικής, και συνουσιάζεται με ένα, περισσότερα ή όλα τα μέλη του γκρουπ, διαδοχικά ή ταυτοχρόνως. Ετυμολογείται από το «μουσικό γκρουπ», αλλά ίσως και από το γκρουπ σεξ. Το χαρακτηριστικό της γκρούπι είναι ότι μπορεί να πάει έτσι χύμα στο κύμα, να γνωρίσει τους μουσικούς και βουρ στον πατσά! Η γκρούπι συνήθως δεν το κουνάει ρούπι αν δεν πάρει αυτό που θέλει!

Η γκρούπι των πνευματικών ανθρώπων, ποιητών, φιλοσόφων, λογοτεχνών, μουσικών κτλ λέγεται Ηγερία. Η Ηγερία (Egeria) ήταν νύμφη της ρωμαϊκής θρησκείας, ερωμένη του βασιλιά της Ρώμης Νουμά Πομπιλίου κατά την παράδοση. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη Ηγερία στην Ιστορία ήταν η Λου Σαλομέ, που αριθμούσε μεταξύ των εραστών και φίλων της το Νίτσε, τον Φρόιντ, τον Ρίλκε και τον Σνίτσλερ.

Η Κάρλα Μπρούνι πριν βρει τον έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο του Σαρκοζίξ είχε υπάρξει και γκρούπι και Ηγερία, καθώς τα είχε και με τον Μικ Τζάγκερ, και με έναν Γάλλο φιλόσοφο και τον γιο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των «κλάνω» και «πλανητάρχης». Μπορεί να είναι:

  1. Ο άρχων της κλανιάς, ο καλός στα πνευστά. Δηλαδή ο πρώτος, ο πρόεδρος του Ομίλου κλασομπανιέρων.

  2. Ο κλαζμεντέν, αυτός που κλάνει μέντες από τον φόβο του, ο Αντόνιο Εκλασαμέντες ισπανιστί, και πάλι ο πρόεδρος.

  3. Ένας πλανητάρχης που βρωμίζει τον πλανήτη με βόμβες διασποράς, μεταφορικές (βλ. 1ο μύδι) ή πραγματικές.

  4. Ένας πλανητάρχης, που είναι κλαζμεντέν, θρασύδειλος κτλ.

- Τι θα γίνει με τον Ομπάμα; Θα είναι ντούρασελ, να φτιάξει δυο τρία πράγματα στον πλανήτη, ή θα αποδειχθεί κανάς κλανητάρχης Ομπάμιας κι αυτός;

(πρωην) κλανητάρχης επι τω έργω (από Vrastaman, 22/01/09)Αγελάδα Πλανητάρχης (όλος ο χάρτης πάνω της, σε μαύρο χρώμα περικαλώ) (από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O βρικόλακας σύμφωνα με τη βιβλιογραφία είναι ο νεκρός που, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, βγαίνει τις νύχτες από τον τάφο του και γυρίζει ανάμεσα στους ζωντανούς για να τους πιει το αίμα και γενικότερα να τους βλάψει.

Η έννοια κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό, είναι η αφαίρεση αίματος από έναν ζωντανό οργανισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη έχει χιουμοριστική χροιά.

Ως βρικόλακα στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμε κάποιον/α νοσοκόμο/α μιας νοσοκομειακής μονάδας που ασχολείται με την αιμοληψία. Η αιμοληψία βέβαια απ' αυτόν τον βρικόλακα, είναι εθελοντική κι όχι επιβεβλημένη (κλασσική έννοια).

Σε μια εταιρεία έχει έρθει μονάδα εθελοντικής αιμοδοσίας. Οι υπάλληλοι παίρνουν 2 μέρες άδεια απ' αυτήν την υπόθεση:
Πέτρος: Γιάννη, έλα ρε, ο βρικόλακας δε θα μας περιμένει για πολύ. Σε λίγο φεύγει.
Γιάννης: Πάμε να δώσουμε το πολύτιμο αίμα μας. Δυο μέρες είναι αυτές. Θα την περάσω ζάχαρημε τη Λίλιαν.
Πέτρος: Δεν τα ξέρεις καλά τα πράγματα φίλε. Εγώ στη γνώρισα, μαζί θα πάτε; Μαζί μου θα ‘ρθει.
Γιάννης: Κάνουμε κανα πικάντικο;

Έχω και μία κάρτα αιμοδοσίας κι όποτε θέλουν αίμα οι βρικόλακες απ' το νοσοκομείο, όλο και μου γράφουν, αλλά αυτή μάλλον δεν θα χρησιμέψει.
Δες.

Σε ένα πάρτι - όργιο οι βρικόλακες γεμίζουν τα ποτήρια τους με αίμα από ζωντανούς ανθρώπους, που έχουν ανοιχτές τις φλέβες τους (όπως γίνεται με την... αιμοδοσία)!
http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=3417914&publDate=15/6/2006

(από GATZMAN, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημιστικά ο μαϊντανός, που ξημεροβραδιάζεται στα παραθύρια και τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες.

-Με συγχωρείτε, κύριε Ευαγγελάτο, αλλά θα πρέπει να με αποδεσμεύσετε από την συζήτηση, γιατί πρέπει να είμαι και σε μια συζήτηση σε παραδίπλα παραθύρι.
Θεατής: Πω πω, πολύ τηλεπερσόνα την έχει δει ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified