Further tags

Προσφώνηση, χρησιμοποιείται όπως το «μάγκα», «φίλε», «αρχηγέ».

Ρε ψηλέ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;

Σχετικά: γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό ψηλός λέγεται ο ψαράς, ο νεοσύλλεκτος, και μάλιστα αποτελεί δείγμα ψαρά το ότι δεν ξέρει τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός όταν τον αποκαλούν έτσι οι άλλοι και χαίρεται.

- Ψηλέ, πιάσε την τσουγκράνα και έλα από εδώ γιατί γίνεται αποψίλωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Από το στρατό ως προσφώνηση ενός φαντάρου (ανεξαρτήτου ύψους).

  2. Η γκόμενα, ο δεσμός εν γένει.

- Πού 'σαι ψηλέ;
- Εδώ μωρέ, μαλακίες...

- Το βράδυ θα σκάσεις με την ψηλή;
- Μάλλον ναι.

ή εναλλακτικά

- Το βράδυ θα είσαι ψηλός;
- Μάλλον ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία μεταφυσική οντότητα με σαφή κλίση στον προγραμματισμό λογισμικού. Συνηθίζει να επαναλαμβάνει τις ίδιες ερωτήσεις, όσες φορές κι αν απαντηθούν, με αποτέλεσμα να υποπίπτει πάντα στα ίδια λάθη. Έχει παρατηρηθεί πανομοιότυπη συμπεριφορά σε πολλούς νέους προγραμματιστές, οδηγώντας την επιστημονική και θρησκευτική κοινότητα στο συμπέρασμα πως πρόκειται για την ίδια οντότητα, η οποία έχει καταφέρει με κάποιον άγνωστο, μέχρι την στιγμή τούτης της συγγραφής, τρόπο να δημιουργήσει ενδεχομένως άπειρες εκφάνσεις της, πολλές φορές κατ' απαίτηση, δημιουργώντας έτσι ολόκληρους στρατούς από τζούνι-ο-ρα, έτοιμους να προγραμματίσουν κάκιστα το όποιο λογισμικό.

Άσε έχω ένα κεφάλι καζάνι από το πρωί. Είχα το τζούνι-ο-ρα να ρωτάει τα ίδια και δεν με άφησε σε ησυχία. Να πω ότι δεν του τα είχα ξαναπεί...

Δεν θα προλάβουμε με τίποτα το deadline. Μακάρι να μπορούσαμε να βρούμε γρήγορα κανά δυο τζούνι-ο-ρα να το γράψουμε όπως όπως... (2 αιτήσεις για την θέση junior εμφανίζονται άμεσα στο mailbox)

-Μαλέα μου τα 'χει σκίσει σημερα το τζούνι-ο-ρα μου...
-Γιατί ρε μαν?
-Άσε ρε, έχει ρωτήσει 7 φορές τι σημαίνει "ConfigureAwait(false)"...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

προσφώνηση για κάτι που είναι πολύ χαριτωμένο.

Αχ, τι ωραίο το σκυλάκι σας! Πιρπιλάκι μου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός για πολύ ψηλή γυναίκα (πάνω από 1.80)

-Πριν λίγο μπήκε η Άννα και πήγε προς το μπαρ, την είδες; -Ε πως δεν την είδα ρε; Όλους 1 κεφάλι τους ρίχνει το όρθιο χιλιόμετρο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το "νέπρε-νέπε-νε" (αρσενικό) είναι στην ποντιακή διάλεκτο το "ωρέ, μωρέ, βρε, ρε" που χρησιμοποιούμε στην κοινή ελληνική.

Ενώ το "νέτση" (θηλυκό), είναι το αντίστοιχο "ωρή, μωρή, μαρή, καλέ".

Κλητικές προσφωνήσεις που χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά από τους Πόντιους ακόμα και σήμερα.

-Πρόσεχε λίγο νέτση χαζιά θα πέσεις πάνω μου !
-Δέβα γαμού κι εσύ νέπρε μ@λ@κ@...

Got a better definition? Add it!

Published

Παρακάτω παρατίθεται η εμπεριστατωμένη λίστα των λέξεων που συντάσσονται με την αείμνηστη και πανταχού παρούσα, την μία, την μοναδική μωρή! Ας ξεκινήσουμε λοιπόν:

  1. άρρωστη (εξ' ου και η διαδεδομένη μετάφραση στα αρχαία «λάβε ταύτα μωρή νοσούσα κορασίδα»)
  2. αρχίδω
  3. άσχετη
  4. αχλαδομούνα
  5. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  6. αχλάδω
  7. άχρηστη
  8. γαλότσα
  9. γαμημένη
  10. γαμιόλα
  11. γλωσσοκοπάνα
  12. γουρούνα
  13. γουστέρα
  14. γυναίκα (σ.ς. ανιαρό το ξέρω, αλλά είναι μια εξαιρετικά διαδεδομένη προσφώνηση ιδιαίτερα από σαφρακιασμένους -άρηδες, οι οποίοι βαριούνται μέχρι και να σηκώσουν το χέρι τους για να κάνουν οτιδήποτε και επομένως στέλνουν το δύστυχο έτερο τους ήμισυ για να φέρει εις πέρας τις δικές τους επιθυμίες)
  15. γύφτισα
  16. ζαβλακωμένη
  17. ιππαναβάτρια
  18. κάργια
  19. καριόλα
  20. κλανομουνοπουτσορουφήχτρα
  21. κλεψυδρομούνα
  22. κομμώτρια (νο οφφένσε)
  23. κουλός
  24. κουλός
  25. κουτσομπόλα
  26. κουφοχιά
  27. κωλάρα
  28. κωλαρού
  29. κωλάτζα
  30. κώλο/μουνογαμημένη
  31. λινάτσα
  32. λούγκρα
  33. λουμπινίστρα
  34. μιλφάρα
  35. μούνα
  36. μπενφίκα
  37. μπουρούχα
  38. μύξα
  39. μυξοπαρθένα
  40. μυξοπαρθενόπη
  41. μυταρού
  42. ναβουχοδονόσορα
  43. νταρντάνα
  44. νυφίτσα
  45. ξανθόψειρα
  46. ξεβιδωμένη
  47. ξεκωλιάρα
  48. παλιολινάτσα
  49. παξιμαδοκλέφτρα
  50. παρθένα
  51. πάστα φλώρα
  52. πατσαβούρα
  53. persona non grata
  54. πιπατζού
  55. πόρνη
  56. πούστρα
  57. πουτάνα
  58. πουτσογλείφτρα
  59. πρασινογουστέρα
  60. πρηξαρχίδω
  61. ρόμπα (σ.ς. δεν συνηθίζεται παρά μόνο μεταξύ φίλων και έχει φιλική διάθεση και σημασία)
  62. σαβουροχοντρή
  63. σαλούφα
  64. σκατόγρια
  65. σουρτούκω
  66. τρελή
  67. τσαχπινογαργαλιάρα
  68. τσιλιμίγκρα
  69. τσιμπουκλού
  70. τσιμπουκογλείφτρα
  71. τσούλα
  72. τσουλίδου
  73. φακλάνα
  74. φλασκομούρα
  75. φυγόπονη
  76. φώκια
  77. χαζογκόμενα
  78. χαμηλοβλεπούσα
  79. χαμουροτσιμπουροκώλα
  80. χανιώλα
  81. χλαμούτσα
  82. ψώλα
  83. ψωλαρπάχτρα
  84. ψωλίτα
  85. ψωλού

Ουφ! Φυσικά οποιαδήποτε προσθήκη η βοήθεια για τον περαιτέρω εμπλουτισμό της παραπάνω λίστας είναι ευπρόσδεκτη. Είμαι σίγουρος πως τα λαγωνικά του σάη θα έχουν και πολλές άλλες ενδιαφέρουσες φράσεις/λέξεις. αατα.

- Μωρή γυναίκαααααααα. Πάνε πιάσε τις γαμημένες τις παντόφλες μισή ώρα τώρα!
- Άι σιχτίρ αχαΐρευτε, πάρτες μόνος σ'.

- Και γυρνάω και του λέω «Άσε μας ήσυχους μωρή λουμπινίστρα που 'χεις και άποψη»...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified