Καυλοσπυράκιας.
- Κόψε τον σέξ-σπυρ, πάλι την έπαιζε χτες!
Καυλοσπυράκιας.
- Κόψε τον σέξ-σπυρ, πάλι την έπαιζε χτες!
Αυτός που έχει βγάλλει πολλά σέξσπυρ.
Got a better definition? Add it!
Σχετικά: βλακ μέταλ
Got a better definition? Add it!
Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο τζαμπατζής.
- Από κουμούνι την είδε επαναστάτης τζαμπατίστας μαλωμένος με τον περιπτερά, γάμα τα...
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη.
Κόψε ένα ούρουκ-χάι με μίνι!
Από τα uruk-hai (αναβαθμισμένο είδος orc) στον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» του Τόλκιν.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει ό,τι βρει.
- Ρε μαλάκα πως τη γαμάς αύτη ρε σαβουρογαμόσαυρε;
- Αν δε μπαζώσεις, σπίτι δε χτίζεις!
Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος.
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που γαμάει ό,τι κάτσει.
Ο Σάκης ωραίο παιδί αλλα εθελοντής πουτσοδότης... Όπου νά 'ναι σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αντιδρά σε ό,τι κι αν του λένε και δεν συμφωνεί (κυρίως χωρίς λόγο).
(Γιωργάρας) - Ρε μόρτηδες ψήνεστε για κάνα μπυρόνι;
(Βασίλης) - Όχι ρε Τζορτζ για ποτό, δε γουστάρω ρε γαμώτο!
(Γιωργάρας) Γιατί ρε μαλάκα γίνεσαι αντιδραστήρας τωρα...;
Got a better definition? Add it!
Αποκαλείται ο παίκτης σκακιού ο οποίος παίζει την παρτίδα υπερβολικά γρήγορα (για το επίπεδό του) και επιπλέον χτυπάει τα πιόνια.
- Την άλλη φορά θα παίξουμε με το δικό σου σκάκι.
- Γιατί;
- Γιατί έχεις σπάσει δύο πιόνια και μια βασίλισσα ρε ταβλιτζή!
Σύγκρινε: σκακαδόρος.
Got a better definition? Add it!