Further tags

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Νιτσών: Αυτές που βγαίνει από το πουτανίτσα και αυτές που βγαίνει από το μουνίτσα.

Στη δεύτερη περίπτωση, ως νίτσα μπορεί να χαρακτηριστεί νεαρό πιπινοειδές και λολιτοειδές μουνίδιον που είναι στις καύλες του απάνω. Ενίοτε σχηματίζεται πλήρες ονοματεπώνυμο Νίτσα Μουνίτσα, με ένα τσαχπινογαργαλιάρικο ζενεσεκουά, άλλοτε αναφερόμαστε σε κάποια σέξι Ελε-Νίτσα ως νίτσα, άλλοτε λολοπαιγνιωδώς χρησιμοποιούμε μια Γενική Κτητική Νίτσα μου Νίτσα μου, you get the idea. Από την άλλη, μια χρησιμοποιούσα το αρκετά απαρχαιωμένο υποκοριστικό Νίτσα μπορεί να είναι και ηλικιωμένη θειόκα, το οποίο δεν μας αποθαρρύνει, αλλά μάλλον μας παροτρύνει να χρησιμοποιήσουμε και στην περίπτωση της θειας το εν λόγω υπονοούμενο.

  1. Οπότε τα αντράκια μάλλον θα πρέπει ν’ αναλάβουν δράση αν θέλουν να συναντάνε γυναίκες έξω κι όχι μέτριες κορασίδες, μυξοπαρθένες που περιμένουν πότε θα παντρευτεί η Νίτσα Μουνίτσα για να κάνει μπάτσελορ και να ξεσπαθώσουν, ήτοι να γίνουν λιώμα απ’ τα σφηνάκια αλλά να γυρίσουν στεγνές ξανά πάλι στα όνειρά τους. (Εδώ).
  2. Αν ο Νίτσε μίλησε για την αιώνια επιστροφή του ιδίου, η Νίτσα μίλησε για την αιώνια επιστροφή του αιδοίου. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Η Νίτσα μουνίτσα ρε παιδιά τι λέει; Ξέρει κανείς; Δυνατό κορμί φαίνεται αλλά δεν ξέρω αν είναι μούφα. (Από το μπου).
  4. Τι μουνί είναι αυτό! Πως έγινε έτσι;! Ε την Νίτσα! Νίτσα Μου Μουνίτσα! Θα φας πούτσο μωρή χλαπάτσα και θα είναι όλος δικός σου! (Από το εχθροπαθές Hate Speech Unlimited).

ΝITCA: EΡΩC- ΘΑΝΑΤΟC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτικό μπινελίκι νέας κοπής, εκ των μνημόνιο και μουνόπανο. Αναφέρεται σε αυτόν, που κατά τους χρησιμοποιούντες τη βρισιά, δεν θεωρεί το μνημόνιο απλώς ως ένα αναγκαίο κακό, αλλά γουσταίρνει κιόλας, πρόκειται για να το θέσω ως ινσέψιο, για το μνι που είναι μνη, για κάποιον που θεωρεί ότι στο Ελλαδιστάν δεν πρόκειται να δούμε ποτέ προκοπή έτσι κι αλλιώς οπότε η μοναδική λύση είναι κάποιος βούρδουλας απ' έξω, ή που τέσπα για οποιονδήποτε λόγο θεωρεί ότι το Μνημόνιο έχει παρεξηγηθεί, έχει και καλά σημεία κ.τ.λ. Στον πληθωρικό αντι-φιλελέ λόγο του Διαδικτύου τα μνημονόπανα συχνά συμφύρονται με τους φιλελέδες ή νεοφιλελέδες (το ίδιο κάνει) στο πλαίσιο φιλελέ-bashing (παρόλο που οι φιλελέδες θα ήταν εναντίον ενός μνημονιστάν), εξ ου και η ρομαντική έκφραση αριστερών προς τις γυναίκες τους σ' αγαπώ όπως ο φιλελές το μνημόνιο. Άλλες φορές τα μνημονόπανα δεν αξίζουν καν τη σύνδεση με μια οποιαδήποτε ιδεολογία, είναι απλώς τα μουνόπανα της ημέρας. Κυριολεκτικά φανταζόμαστε ένα μνημόνιο που αντί να έχει σχιστεί (έτσι κι αλλιώς να σχιστεί δεν προβλέπεται σύντομα, μάλλον να μετονομαστεί), χρησιμεύει ως μουνόπανο. Και μεταφορικά τον άνθρωπο που είναι τόσο ευτελής και ποταπός ώστε να παρομοιάζεται με κάτι τέτοιο.

  1. Ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι αυτό που παίζεται είναι η παραμονή μας στην ευρωζώνη (κι αυτό υπό αίρεση, διότι κανείς δεν μπορεί να μας επιβάλλει αλλαγή νομίσματος), τα μνημονόπανα εξακολουθούν να μιλάνε για έξοδο από την Ε.Ε. Όχι βέβαια από ασχετοσύνη. Ξέρουν πολύ καλά ότι είναι άλλο το νόμισμα και άλλο η Ε.Ε. Απλώς, στο σαλεμένο μυαλό των νεοφιλελέδων όλα είναι χρήμα. Η δική τους Ευρώπη είναι το ευρώ. Την άλλη Ευρώπη, της δημοκρατίας, της ευημερίας, των ίσων ευκαιριών την έχουν χεσμένη. (Εδώ).
  2. Καλό μνημονόπανο είναι κι αυτός! (Από το Φέισμπουκ).
  3. Τι θλιβεροί διαχειριστές της εξουσίας είστε ρε μνημονόπανα που θα ορίσετε και πως θα αντιδράσουμε. (Από το Φέισμπουκ).
  4. Βγείτε απ' τη Βουλή και μπείτε φυλακή! Άντε γαμηθείτε μνημονόπανα! Σχόλιο: Όχι στη Βουλή να τους κάψουμε. (Εχθροπαθείς στιχομυθίες στο Φέισμπουκ).
  5. ΚΟΦΤΕΤΟ. ΑΥΤΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΟΠΑΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΥΒΕΛΗ ΠΡΟΘΥΠΟΥΡΓΟ. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατ' εξοχήν μουνάκιας, ο άντρας που δείχνει τη λατρεία και την αφοσίωσή του στο μουνί με το να το προσκυνάει (με την καυλή έννοια), να το γλείφει και να το περιποιείται με μεράκι.

Στις θετικές συνδηλώσεις το ότι ευχαριστιέται με το που ευχαριστιέται η γυναίκα και το ότι έχει έναν ενθουσιασμό για το μουνί. Γιατί γλειφομούνι μπορεί να κάνουνε πολλοί, αλλά δεν είναι όλοι γλειφομουνάκηδες. Για το τελευταίο χρειάζεται ενθουσιασμός, know how και διάδραση με την παρτενέρ. Ο γλειφομουνάκιας τρόπον τινά κληρονομεί γλωσσικώς τα ιδιώματα του β΄ συστατικού του, του μουνάκια. Για να το θέσω καντιανά τε και cunt-ιανά (καλό, ε;), ο γλειφο-μουνάκιας είναι ο άντρας που θα αντιμετωπίσει το μουνί πάντοτε ως σκοπό και ουδέποτε ως μέσο, λ.χ. ως μέσο για να πηδηχτεί τε και επιδειχτεί, εκτονωθεί, νιώσει άντρας κ.τ.λ. Ο γλειφο-μουνάκιας είναι πέραν ακόμη και του σεξουαλικού αλτρουισμού, καθότι η ηδονή του ταυτίζεται με το μουνί και την ηδονή του μουνιού ως αυτοσκοπό. Από τον μουνάκια έχει πάρει επίσης την εκλέπτυνση, καθώς, το λέει κι η λέξη, έχει εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, και την επισφαλή ισορροπία συνδυασμού ευαισθησίας και ανδρισμού.

Στα caveat το να μη μετατραπεί το πάθος σε μουνοδουλίαση, καθώς γενικά στις αντρικές παρέες του γλειφο-μουνάκια θα αιωρείται πάντα η υποψία μήπως εντέλει αυτός έχει διαβεί τον μουνορουβίκωνα κι έχει ήδη καταστεί μουνοείλωτας, εξάλλου ο γλειφομουνάκιας δεν προσαρμόζεται ακριβώς στο σεξιστικά προσδιορισμένο ανδρικό ιδεώδες του μπήχτη/ γαμίκου κ.τ.ό., δίχως όμως και να αποκλείεται να συνδυάζει τα χαρακτηριστικά αυτά.

  1. Δεν ξέρω τι έχω πάθει τελευταία. Μου φαίνεται πως έχω σεληνιαστεί! Όσο μπόι μου λείπει τόση καύλα περισσεύει... Σιχάθηκα την κωλοπολιτική. Ακούω «αυτοδιοικητικά» και βγάζω φλύκταινες. Δεν αντέχω άλλο τα μπιμπερά και τα κωλόπανα! Και προπαντώς βαρέθηκα τη γυναίκα μου! Θέλω να πετάξω τα δασκαλίστικα σακάκια και να χωθώ βαθιά στη λάσπη. Γουστάρω με τρέλα να γίνω ελεεινός γλειφομουνάκιας! [...] Προχθές καμάκωσα μια τύπισσα άπαιχτη. Κλασική περίπτωση ανεμώνας. Μουνάρα όσο τη βλέπεις, χωρίς να την έχεις. Κι άμα πας να την πιάσεις γίνεται μπουχός. Εγώ, όμως, την κρεβάτωσα! Μεγάλη μου μαγκιά! [...] Κατά της μία το πρωί, κει που την είχα ξεθεώσει στ’ αεροπλανικά, έπαθε υπογλυκαιμία και με ρώτησα τι γλυκά έχω σπίτι. [...] Γμτ μου, τι φταίω που η μανούλα μου μ’ έκανε φαρμακοτσούτσουνο κι όχι γλυκοτσούτσουνο; (Απ' το κρυφό ημερολόγιο του Δείμου).
  2. INE KATI ALLO NA LES TIS EGLIPSA TO MUNAKI KE MU ARESE TRELATHIKA KE KATI ALO NA LES OLES AFTES TIS MALAKIES PU IPE. EGO IME DILOMENOS GLIFOMUNAKIAS KE TO MONO PU ME ENDIAFERI INE NA PERNAO KALA ME TA MUNAKIA STI GLOSA MU KE AN TIHI KATI PARAPANO KALOS NA TIHI, MUNAKIDES EHO GLIPSI TO MUNAKI TIS Α. KE TIS K. ALLA KE TIS S. PIO PALIA KE TO KORITSI KAVLONI KE HINI MIA HARA. (Από σάη για ενήλικες).
  3. Συνεργασία με ΠΑΣΟΚ δεν είναι μια... «νέα Βάρκιζα»! Τεταμένη ήταν η κατάσταση κατά τη διήμερη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το κρισιμότατο θέμα των συμμαχιών του κόμματος.
    Σχόλιο: καλα χαλασμενα φαρμακα εχει παρει αυτος και ολο το συναφι των 300 γελοιων? τυμβορυχοι ειναι? τι εχει να μας πει για την αποκατασταση της εθνικης αντιστασης? τι εχει να μας πει για τους παλαιολογους? τι εχει να μας πει για τους 300 του λεωνιδα? (αν του επιτρεψει ο γλυφομουνακιας ο αδωνις). (Από το ksipnistere).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστικό και σεξιστικό 2 σε 1, πρόκειται για μια -μούνα με σαφή εθνική καταγωγή, που προέρχεται δηλαδή από τη Ρουμανία.

Θα περιοριστώ προς το παρόν σε ένα παράδειγμα (σεξιστικό) από τον χώρο της οικονομίας:

Στην κόψη του ξυραφιού η Κύπρος. Η λαίμαργη Ρουμούνα θέλει διαρκώς νέα κόλπα! Δεν είμαστε σε αχτίνα συμφωνίας με την τρόικα, δήλωσε πριν από λίγο στο ΚΥΠΕ ανώτερο στέλεχος της κυπριακής πλευράς, το οποίο θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Ο ίδιος αξιωματούχος, απέδωσε την υπάρχουσα κατάσταση αποκλειστικά στην άκαμπτη στάση της εκπροσώπου του ΔΝΤ, η οποία όπως μας λέχθηκε χαρακτηριστικά, «κάθε μισή ώρα προβάλλει και νέες απαιτήσεις». (Από εδώ, τα λίνκια δικά μας).

Ντέλια Βελκουλέσκου, η Ρουμούνα που στραπονιάζει ολόκληρες χώρες με ΔοΝηΤή

Νταξ, το λολοπαίγνιο είναι μπανεύκολο, αλλά μην ξεχνάμε και τις συμπαθείς Αρωμούνες, που έχουν οδηγήσει στην εύλογη απορία γιατί είναι προσβολή το να πουν ότι είσαι βλαχάρα, αν αυτό που κατά βάθος εννοούν είναι ότι είσαι αρωμουνάρα; Μην ξεχνάμε επίσης ότι η Ρουμανία σε πολλές σλαβικές γλώσσες λέγεται Ρουμούνια.

Εν πάση περιπτώσει, το Ρουμούνα οδηγεί σε διάφορους αντίστοιχους σχηματισμούς, αναλόγως του τι ακριβώς -μούνα είναι η εκάστοτε Ρουμούνα. Λ.χ.

  1. - πως λενε την ρουμουνα φιλη σου?
    - Αα την ρουσλανα λεει.. Ρουμουναα ναι (Ινσέψιο: μιλάει για Ρουμούνα η Βλαχάκη).
  2. Ρουμουνάρα για πάντα ρε! (Από σχόλιο εδώ).
  3. Δεν πήγαινες για ύπνο ρουμουνακι; (Από το websta.me).
  4. Η Μάγια είναι μια νεαρή πανέμορφη Ρουμουνίτσα, κοντούλα, με πολύ ωραία μικρά πατουσάκια. Έσκασε ξυπόλυτη στο σαλόνι και με καύλωσε τρελά μόλις την είδα. (Από σάιτ για ενήλικες).

Όπλο το Dacia φίλοι τουκανιστές!

Μεταξύ ανατολικομπλοκελάγνων, οι Ρουμούνες/ Ρουμούνια είναι το αντίπαλον πέος από τα Ρωσίδια, έτσι ώστε να υπάρχουν εντέλει δύο μεγάλες κατηγορίες παρόμοιων -λάγνων, οι σλαβόφιλοι/ ρωσόκαυλοι και οι Ρουμουνόφιλοι (ως γνωστόν (;) οι Ρουμούνες δεν είναι Σλάβες). Ονείρωξη των τελευταίων είναι να πάρουν το Λίλιαν εξπρές για να βρουν την τύχη τους:

Lilian Express. Από τον άγιο Παντελεήμονα στο Βουκουρέστι Λίλιαν: Ελλάς- Ρουμανία συμμαχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπό του αιδοίου ελαυνόμενος, κοινώς μουνάκιας. Όπως λέμε ιππήλατος άμαξα, κωπήλατος λέμβος, ατμήλατον πλοίον.

Ως γνωστόν η ελκτική δύναμις του αιδοίου είναι άπειρος, κοινώς «σέρνει καράβι».

Ο Γιάννης είναι δια βίου μουνήλατος: Σ' όλη του τη ζωή κυνηγάει το μουνί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει μουνιά με τη μεταφορική σημασία του τρώω, ήτοι αυτήν της συνουσίας. Με μια πιο κυριολεκτική σημασία θα μπορούσε να σημαίνει και τον επιδιδόμενο σε αιδοιολειχία, αν και δεν βρίσκω αυτή τη σημασία μεταξύ των λίγων αποτελεσμάτων που δίνει ο γούγλης.

Το ενδιαφέρον της σλανγκιάς έγκειται κυρίως στο ότι υπάρχει από τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας και επανάστασης του 1821! Την διασώζει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ελλήνων 1821 -1833» ότι υπήρχε ως παρατσούκλι στη Ρούμελη, όπως διαπιστώνεται σε σχετικούς καταλόγους στρατεύσιμων (χιλιαρχίες) το 1826. Ο Κασομούλης προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, παρατηρώντας ότι μόνο στη Ρούμελη υπήρχε αυτή η συνήθεια να δίνονται χυδαία παρατσούκλια σεξουαλικής υφής και να τα φέρουν κιόλας οι ούτως επονομαζόμενοι αγογγύστως, ενώ αντιθέτως οι Μοραϊτες ήταν υπερβολικά περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. (Η χαρακτηριολογική διαφορά Ρουμελιωτών και Μοραϊτών είναι, ως γνωστόν, από τα κύρια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής, καθώς επηρέασε τον αγώνα). Δέον, λοιπόν, να προστεθεί και το μουνοφάγος μαζί με τα υπόλοιπα που διασώζει ο Κασομούλης στις σλανγκιές του 1821.

  1. Οἱ στρατιωτικοὶ κατάλογοι συνταχθέντες εἰς Δαμαλᾶν παρεδόθησαν μὲ ὀνόματα καὶ παρώνυμα τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὁ καθείς, χωρὶς νὰ φέρουν τὰ πραγματικὰ πατρωνυμικά. Πολλοὶ ἐκ τῶν στρατιωτών εἶχον παρώνυμα ἐφηρμοσμένα εἰς αὐτοὺς σατυρικῶς δοθέντα λοιπὸν ἀπὸ αισχρολόγους. Ἄλλος π.χ. ἐλέγετο Γεώργιος Διπλοπούτζης, ἄλλος Διαρχίδης, ἄλλος Κωλοφάγος, ἄλλος Μουνοφάγος, ἄλλος Μαυραγκαθιᾶς, ἄλλος Τραγατζίκης κ.τ.λ. Ὁ κυβερνήτης, λοιπόν, ἐζήτησε τὰ ὀνὀματα τῶν πατέρων καὶ ὄχι τὰ παρώνυμα καὶ ἔγιναν ούτως οἱ κατάλογοι. Εἶναι πραγματικὰ απερίγραπτος ὁ πλοῦτος τῶν σατυρικῶν παρωνύμων (παρατσουκλιῶν) ποὺ στολίζει τὰ μητρῶα ἀρρένων καὶ τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρούμελης καὶ θαυμαστὴ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνέχονταν τοὺς τόσο προσβλητικούς αὐτοὺς χαρακτηρισμούς ἀχώριστους ἀπὸ τὸ πρόσωπόν τους. Ἀντίθετα ὁ Μοραίτης, πολὺ καμαρωμένος στὴν προσωπική του παράσταση, δὲν ἀνέχεται προσωπικὰ παρατσούκλια. Οἱ ἐκλογικοὶ κατάλογοι τοῦ Μοριᾶ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀβλαβή, ἀλλὰ λαογραφικὰ ἐνδιαφέρουσα «ντροπή». Ἡ διαφορὰ δείχνει τὸν χαρακτήρα τῶν δυὸ λαῶν. Ὅσο γιὰ τὰ λήγοντα εἰς -φάγος, ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα «Κονοφάος» (Εἰκονοφάγος), λείψανο ἴσως ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια τῶν Εἰκονοκλαστῶν. Τραγατζίκης, ἀπὸ τὸ ταγάρι (τάργα), ταργαζίκι. Μαυραγκαθιᾶς ὁ πολὺ δασωμένος στὰ απόκρυφα μέλη. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του Εικοσιένα, Μακεδόνος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, Τόμος Γ', σ. 86 στην έκδοση του 1942 από τις εκδ. Πελεκάνος).

  2. -τραβα γαμησου μαλακιστηρι και βουλωστο
    - τι μουνοφαγος εισαι μωρε δυστυχισμενε; αφου εχεις να ακουμπησεις γυναικα απο τοτε που σε βαφτισαν χαχαχα
    - Δεν ακουμπαω οποια κι οποια ρε λιγουρη!!!!!! Την υπογραφη μας και το καυλι μας δεν το βαζουμε οπου κι οπου ειπαμε (Από βρις-οφ σε μπουρδελοσάη).

  3. Καλείται λοιπόν όποιος φασιστοκαβλωμένος ψωλοναζιστής μουνοφάγος Έλληνας Εθνικιστής παρακολουθεί και ψάχνεται να πάει. (Από εχθροπαθές εθνικιστικό ποστ που καλύτερα να μη λινκάρω).

  4. - Εμπρός σύντροφοι μουνόδουλοι στο δρόμο που χάραξε ο Σαρκοζύ!
    - Διαφωνώ, όποιος βάζει το πεός του εκεί που το έβαζε ο μιγκ τζάγκερ για μένα ειναι ήρωας, απλά ήρωας.... - Το μουνόδουλος άλλη έννοια έχει. Ο Τζάγκερ ήταν μουνοφάγος. (Διευκρινίσεις σε φοράδα).

Ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης, που διασώζει τη σλανγκιά. (από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :

κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].

Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:

- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.

Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών

Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης

-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.

-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!

-Την ορχεοθέτησε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.

Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.

  1. Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...

  2. - Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
    - Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified