Further tags

Σλανγκ εδώ είναι η υπερεκμετάλλευση και η κάπως "ανάρμοστη" χρήση του επιθέτου απόλυτος, για να δειχθεί ότι το υποκείμενο άτομο, κατάσταση, ή γεγονός, κατέχουν σε υπερβολικό βαθμό το χαρακτηριστικό που τους αποδίδεται.

  1. Γιάνης Βαρουφάκης. Ο απόλυτος Θεός..
  2. Η νέα φωτογράφιση της Beyoncé μας υπενθύμισε πως η σταρ είναι το απόλυτο θηλυκό
  3. Γιομπαζολιας ο απόλυτος σούπερ σταρ των εκλογών.
  4. Μέχρι και ότι έχει 5 παιδιά θύμισε ο Υβριστής των Πάντων, ο Απόλυτος Σίχαμας, μήπως κ τον λυπηθούν κ τον βάλουν στη βουλή ... #ERTdebate2015
  5. καμία έκπληξη. Ο άνθρωπος είναι ο απόλυτος καραγκιόζης!!
  6. Ο απόλυτος οδηγός φροντίδας για άντρες. ΕΔΩ
  7. χολεντιλ για το βηχα: ο απολυτος εμετουλης... (ναι, ημουν αρρωστιαρικο) #aksexastespaidikesgeyseis
  8. νιώθω τόσο μαλάκας κάθε φορά που σκέφτομαι ότι τον "πήγαινα" .... έχει γίνει (από όταν πήγε στο κόκκινο) ο απόλυτος αυριανιστής
  9. Κατά τον Σταϊκουρα συριζα πρέπει να ψηφίσει όποιος φέτος είχε μεγαλύτερο εισόδημα από πέρυσι αλλιώς νδ Το απόλυτο λολ επιχείρημα
  10. Π Καμμενος το απολυτο τρολ της πολιτικης: Πηρε σοβαρα καραμπινατη τρολιά και"δηλωσε" -παλι "σοβαρα"-οτι δν υπεγραψε μνημονιο αλλα...συμφωνια ΕΔΩ

Και ένα παράδειγμα μη σλανγκικής -νομίζω- χρήσης: "Είναι τρομερός ο απόλυτος αριθμός των assist που βγάζει η Εθνική. Τα εύσημα και στον Κατσικάρη". ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").

Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):

απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).

Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή

Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή

Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:

χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:

α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.

β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;

γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).

Για να δείξω τα (β) και (γ):

Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.

Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.

Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαγικού, του θεϊκού, του ανέφικτου. Χρησιμοποιείται και γι αυτόν που υπόσχεται θαύματα, που μεγαλοποιεί τις δυνατότητές του, τον λαϊκιστή.
Από τα δημοφιλή θαύματα του τζίζας.

εδώ

  1. ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Ο ΑΛΕΞΗΣ. Δεν του ζητάμε να περπατήσει στο νερό. Εκείνο τ αλλο όμως με το νερο και το κρασί μήπως; ή το αλλο με τους άρτους; (εδώ)

  2. - Βαρουφάκης: Είμαι ο πρώτος βουλευτής της χώρας σε σταυρούς
    - Στην επόμενη συνεντευξη θα μας πει ότι περπατάει στο νερό (εδώ)

  3. Προσεχώς, "ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΗΓΕΤΗΣ περπατάει στο νερό" (εδώ)

  4. Εκδόσου τουί. Και εκδόθηκε. Πα να δω αν περπατάω και στο νερό (εδώ)

  5. και λέει στις γκομενες τύπου περπατάω στο νερο μαλακιες (εδώ)

  6. Μάγος λέει περπάτησε στο νερό.. κλαιν μαιν... εγω όποτε σφουγγαρίζει η δικιά μου περπατάω στον αέρα... (εδώ)

Ο πολίστας που περπατάει στο νερό! Σάλος στο internet με τον αρχηγό του ΟλυμπιακούΟ πολίστας που περπατάει στο νερό! Σάλος στο internet με τον αρχηγό του Ολυμπιακούεδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκορύφωμα της χαζομάρας και της βλακείας καθότι ο αγαπητός Άβερελ των αδελφών Ντάλτον κατέχει τα πρωτεία.

- Τον συμπαθώ το Γιωργάκη παιδιά.
- Ρε παπάρα θα μας τρελάνεις, αυτός είναι πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ.

(από bright, 24/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άβυζη γυναίκα που μοιάζει με αγόρι στην προεφηβική ηλικία. Χαρακτηρίζεται επίσης «τάβλα».

Το παίζει και σέξι, η παντόφλα!!

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, απλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να τονίσει επίθετα στον υπερθετικό βαθμό.

  1. - Ρε συ είναι η ιδέα μου ή ο Λαζόπουλος είναι φόλα ΚΚΕ;
    - Α μπα μαλάκα. Η ιδέα σου! Εσύ τι λες;

  2. - Τι λέει, θα πάμε αύριο να δούμε την Πανάθα Champions League; Να πεις και στον Φώτη άμα είναι.
    - Ρε την παλεύεις; Δεν σου έχω ξαναπεί ότι ο Φώτης είναι φόλα γαύρος;

Αγγλιστί: big time, Γαλλιστί: vachement.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.

Εκ του αγγλικανικού drama queen.

- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός προσδιορισμός που δείχνει το πέρας ενός προσώπου ή μίας κατάστασης ή φάσης. Χρησιμοποιείται όταν το πρόσωπο ή η φάση είναι στο απώτατο σημείο που είναι δυνατόν να βρίσκεται και παραπέρα δεν πάει. Έχει φτάσει σε απερίγραπτο σημείο.

Η μάνα μου έχει φτάσει να βγάζει τα πιατικά από το πλυντήριο και να τα πλένει στο χέρι. Τέρμα υστερία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified